Η πρώτη Κυριακή της περιόδου της Μεγάλης Τεσσαρακοστής καθιερώθηκε από την εκκλησία μας ως ημέρας της Ορθοδοξίας. Είναι ο θρίαμβος της Ορθοδοξίας κατά των αιρέσεων αναγόμενος στα μέσα του θ΄ μ.Χ. αιώνα.
Από τα πρώτα βήματα του χριστιανισμού έκαναν την εμφάνισή τους και οι αιρέσεις, οι οποίες ταλάνισαν και παρέσυραν πολλές φορές τους πιστούς σε ακρότητες. Οι φωτισμένοι Απόστολοι του Χριστού επεσήμαναν προς τους συγχρόνους τους, αλλά διαχρονικά και σε εμάς τους ίδιους για τον κίνδυνο των ψευδοπροφητών και ψευδοδιδασκάλων.
Γράφει ο Απόστολος Πέτρος στη Β’ Καθολική επιστολή τα ακόλουθα: “Εγένοντο δε και ψευδοπροφήται εν τω λαώ, ως και εν υμίν έσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οίτινες παρεισάξουσιν αιρέσεις απωλείας, και τον αγοράσαντα αυτούς δεσπότην αρνούμενοι, επάγοντες εαυτοίς ταχινήν απώλειαν, και πολλοί εξακολουθήσουσιν αυτών ταις ασελγείαις, δι’ ους η οδός της αληθείας βλασφημηθήσεται» (Β’ Πετ. 2, 1-2).
Ο Απόστολος των Εθνών Παύλος κατά το ταξίδι της επιστροφής του από την Ελλάδα προς την Παλαιστίνη έκανε μια στάση ξεκούρασης στην Έφεσο. Είπε λοιπόν προς τους Εφεσίους χριστιανούς: «Εγώ γαρ οίδα τούτο, ότι εισελεύσονται μετά την άφιξίν μου λύκοι βαροίς εις υμάς μη φειδόμενοι του ποιμνίου, και εξ υμών αυτών αναστήσονται άνδρες λαλούντες διεστραμμένα του αποσπάν τους μαθητάς οπίσω αυτών» (Πραξ. 20, 29-30).
Οι αιρετικοί και οι αιρέσεις λοιπόν δεν είναι τωρινό «φρούτο», υπήρχε, υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει. Η αίρεση όμως που ταλάνισε ασύστολα την εκκλησία φέρνοντας μύρια βάσανα στους κόλπους της ήταν η αίρεση της εικονομαχίας. Η αίρεση αυτή παρουσιάστηκε στο προσκήνιο για πρώτη φορά επί αυτοκράτορα Λέοντος του Ισαύρου, ο οποίος ανέβηκε στο θρόνο το 717. Ανήλθε στο θρόνο με τη βοήθεια του στρατού όπου υπήρχαν πολλοί αντίπαλοι της προσκυνήσεως των αγίων εικόνων. Επειδή ήθελε να ευαρεστήσει το στρατό άρχισε σκληρό διωγμό με ποταμούς δακρύων και αίματος, με βασανιστήρια και θανάτους κατά των εικονόφιλων. Οι διωγμοί συνεχίστηκαν και επί αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του Κοπρωνύμου, ο οποίος διαδέχτηκε στο θρόνο τον Λέοντα.
Όταν στον Βυζαντινό θρόνο ανήλθε η αυτοκράτειρα Ειρήνη η Αθηναία ο διωγμός σταμάτησε αλλά δεν είχε εξαλειφθεί οριστικά. Το 787 η Ειρήνη συγκάλεσε την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο, η οποία διατύπωσε την ορθόδοξη διδασκαλία περί της τιμητικής προσκύνησης των ιερών εικόνων. Παρόλα αυτά όμως και μετά την Ζ’ Οικουμενική Σύνοδο ανήλθαν στον θρόνο εικονομάχοι αυτοκράτορες όπως ο Μιχαήλ και άλλοι. Τελικά αίρεση – έριδα που έμεινε γνωστή στην Ιστορία με το όνομα “Εικονομαχία”, συντρίφτηκε δια παντός επί Αυγούστας Θεοδώρας, όταν το 842 συγκλήθηκε η τοπική σύνοδος στην Κωνσταντινούπολη η οποία επικύρωσε την ορθόδοξη διδασκαλία. Η σύνοδος αυτή αναθεμάτισε όλους αυτούς που διέδιδαν ότι η προσκύνηση των ιερών εικόνων είναι ειδωλολατρία και οι ορθόδοξοι χριστιανοί είναι ειδωλολάτρες. Η επόμενη, μετά τη σύνοδο, Κυριακή ήταν η πρώτη της περιόδου των νηστειών. Ο λαός επανέφερε σε πομπή τις εικόνες στις εκκλησίες. Με αφορμή το γεγονός αυτό η Εκκλησία θυμάται όλους τους αγώνες και τις θυσίες που απαιτήθηκαν, για να διαμορφωθεί και να εδραιωθεί αυτό που σήμερα δηλώνεται με τον όρο “Ορθοδοξία”.
Η σύμπτωση όμως της γιορτής κατά την διάρκεια της νηστείας προσδίδει σ’ αυτήν και ένα ξεχωριστό και βαθύτατο νόημα, εκτός από τον πανηγυρικό. Δεν είναι μέρα μόνο για πανηγυρισμούς αλλά και για περισυλλογή και αυτοκριτική. Η σωτηρία είναι συνώνυμη με το Φως του Χριστού και την αλήθεια, αντίθετα η πλάνη και το ψεύδος οδηγούν σε πνευματικό αφανισμό και εν τέλει στην οριστική απώλεια. Η Εκκλησία δεν πρέπει ποτέ να λησμονεί πως ό,τι με τόσους αγώνες και θυσίες κερδήθηκε, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα μπορεί εύκολα να χαθεί και για τον λόγο αυτό καλεί τους χριστιανούς σε ανάλογους αγώνες και θυσίες, προκειμένου να διατηρηθεί ζωντανό στο διάβα των αιώνων.