Σημεία συνέντευξης του Υφυπουργού παρά τω Πρωθυπουργώ
και Κυβερνητικού Εκπροσώπου, Γιάννη Οικονόμου,
στον τηλεοπτικό σταθμό «ΕΡΤ1»
και τον δημοσιογράφο, Δημήτρη Κοτταρίδη
Η Κυβέρνηση δεν θα ανεχτεί καμία σκιά
Από την πρώτη στιγμή που ήρθε στο φως η υπόθεση αυτή, η Κυβέρνηση είναι συνεπής στη γραμμή και στην τακτική να γίνει ό,τι πρέπει, προκειμένου να πάρουμε όλοι τις απαντήσεις. Να μην μείνει καμία σκιά, πρώτοι εμείς δεν θέλουμε να μείνει καμία σκιά. Να υπάρξουν απαντήσεις σε ό,τι αφορά τα ερωτήματα που προκύπτουν και για τον κ. Ανδρουλάκη και για τον πολιτικό κόσμο συνολικά. Οι απαντήσεις αυτές, εξαιτίας του χαρακτήρα του θέματος, δεν μπορεί, παρά να γίνουν με θεσμικό τρόπο. Η Δικαιοσύνη θα κάνει τη δουλειά της, όλες οι αρμόδιες Αρχές και Υπηρεσίες θα βοηθήσουν τη Δικαιοσύνη, κατά το λόγο της αρμοδιότητάς της η κάθε μία και ό,τι θεσμικά προβλέπεται και πρέπει να γίνει, για ένα πολύ σημαντικό ζήτημα -ποτέ δεν αρνηθήκαμε τη σοβαρότητά του- μέσα στο ελληνικό Κοινοβούλιο, θα γίνει.
Η Κυβέρνηση δεν έχει καμία διάθεση οποιασδήποτε καθυστέρησης σε αυτήν την ιστορία, γιατί πρώτοι εμείς -το επαναλαμβάνω- θέλουμε να μην μείνει καμία σκιά πάνω στο σοβαρό αυτό ζήτημα. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, ο Πρωθυπουργός χθες, εκτός του ότι το έθεσε στις πραγματικές του διαστάσεις, προχώρησε σε μια σειρά θεσμικών προτάσεων, θεσμικών παρεμβάσεων, για να διορθωθούν πράγματα, εξαιτίας των οποίων προέκυψε και αυτό το μη ανεκτό πολιτικά περιστατικό της παρακολούθησης κινητού τηλεφώνου ενός ευρωβουλευτή, ενός αιρετού εκπροσώπου του ελληνικού λαού, στην περίπτωση του κ. Ανδρουλάκη, το διάστημα που έγινε η νόμιμη επισύνδεση.
Η Κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή επιχείρησε, δια του κ. Γεραπετρίτη, να ενημερώσει τον κ. Ανδρουλάκη. Οι αρμόδιες Υπηρεσίες είναι εκεί και είναι στη διάθεση του κ. Ανδρουλάκη να του πουν, όσα μπορούν να του πουν, εξαιτίας αυτού του θεσμικού πλαισίου. Από εκεί και πέρα ο Πρωθυπουργός χθες πρότεινε μια σειρά θεσμικών παρεμβάσεων, αλλαγής, ενδεχομένως, κάποιων εκ των διατάξεων του νομικού πλαισίου, έτσι ώστε να μην ξαναβρεθούμε στο μέλλον αντιμέτωποι με τέτοιου είδους ζητήματα. Είναι δύσκολη άσκηση η ισορροπία μεταξύ της διαφύλαξης των εθνικών δικαίων ή ζητημάτων ασφαλείας και των προσωπικών δικαιωμάτων. Φάνηκε με την περίπτωση του κ. Ανδρουλάκη ότι προφανώς πρέπει να υπάρχουν περισσότερα φίλτρα, προφανώς πρέπει να υπάρχουν περισσότερες ασφαλιστικές δικλείδες. Και αυτό έρχεται να κάνει ο Πρωθυπουργός με αφορμή αυτήν την υπόθεση, προτείνοντας θεσμικά κάποια μέτρα και κάποιες παρεμβάσεις προς την κατεύθυνση αυτή.
Προφανώς και ο Πρωθυπουργός δεν γνώριζε και γι’ αυτό υπήρξαν δύο παραιτήσεις ανάληψης στην ουσία της ευθύνης από τον επικεφαλής της ΕΥΠ, που δεν είχε ενημερώσει ως όφειλε για την εκκίνηση της διαδικασίας, γιατί εκεί θα ήταν η παρέμβαση του Πρωθυπουργού, στην εκκίνηση της διαδικασίας, στην αξιολόγηση, δηλαδή, αν για έναν αιρετό, προβεβλημένο πολιτικό πρόσωπο, εκείνο το διάστημα υπήρχαν επαρκή στοιχεία για να ξεκινήσει η αυτή διαδικασία, γιατί όλα από εκεί και πέρα έγιναν νόμιμα, και από την πλευρά η ανάληψη της ευθύνης του κ. Δημητριάδη, λόγω πολιτικής ευθιξίας, παρά το γεγονός ότι ούτε εκείνος ήξερε. Αυτή είναι η όλη ιστορία στις πραγματικές της διαστάσεις.
Ο μοναδικός τρόπος για να απαντήσεις στη συνωμοσιολογία και στα σενάρια, να απαντήσεις και σε αυτούς που καλοπροαίρετα και καλόπιστα αμφιβάλλουν και διατυπώνουν ερωτήματα και σε εκείνους που, προφανώς, θα το εργαλειοποιήσουν για λόγους που όλοι καταλαβαίνουμε, είναι ένας: Ο θεσμικός δρόμος για να δοθούν όλες οι απαντήσεις που πρέπει μέσα στα όρια που επιτρέπει ο νόμος, μέσα στο πλαίσιο που έχει διαμορφωθεί.
Δεν είναι η Ελλάδα η μοναδική χώρα στον κόσμο, που η ΕΥΠ υπόκειται στον Πρωθυπουργό. Κι όσοι το λένε αυτό και προσπαθούν να δημιουργήσουν κάποια σενάρια και να πουν ότι ο Μητσοτάκης το πρώτο που έκανε είναι να πάρει την ΕΥΠ στο γραφείο του για να παρακολουθεί κόσμο κ.ο.κ., ας πουν στον κόσμο: Είναι η μοναδική χώρα στον κόσμο η Ελλάδα που γίνεται αυτό; Είναι η μοναδική χρονική περίοδος στην πατρίδα μας που γίνεται αυτό; Δεν είχε συμβεί στο παρελθόν; Όσοι συνδέουν την ΕΥΠ μόνο με τέτοιου είδους συμπεριφορές για να εξυπηρετήσουν και τις δικές τους πολιτικές λογικές, μηδενίζουν την πολύ ουσιαστική συνδρομή που είχε στη δυνατότητα της πατρίδας και της Ελλάδας να αντιμετωπίσει μεγάλες και πρωτόγνωρες απειλές. Θα πω τον Έβρο. Η ισορροπία ανάμεσα στο να είσαι πολύ αποτελεσματικός στην υπεράσπιση της Πατρίδας σε θέματα ασφάλειας, σε υβριδικές απειλές, σε απειλές πρωτόγνωρες από τη μια, αλλά και στην τήρηση των δικαιωμάτων από την άλλη, δεν είναι μια εύκολη άσκηση. Όταν παρατηρούνται λάθη και στρεβλώσεις, αυτά πρέπει να τα επισημαίνεις. Πρέπει με γενναιότητα να αναγνωρίζεται η ευθύνη, όπως έκανε η Κυβέρνηση αυτή, και οφείλεις να περνάς στην καλύτερη θεσμική θωράκιση, για να μην ξανασυμβούν. Άλλο αυτό, άλλο να πιάνεσαι από τα γεγονότα της επικαιρότητας και να λες στον κόσμο τη μισή αλήθεια. Η μισή αλήθεια είναι ότι το πλαίσιο από το οποίο διέπεται η διαδικασία των νόμιμων επισυνδέσεων είναι ήδη από το 1994 και μετά, με μικρές τροποποιήσεις, δεν εξαιρούσε και δεν εξαιρεί κανέναν. Η μισή αλήθεια είναι ότι δεν είναι η Ελλάδα η μοναδική χώρα που η ΕΥΠ είναι στο Γραφείο του Πρωθυπουργού. Η μισή αλήθεια είναι ότι δεν λέει κανείς ότι αυτή η Κυβέρνηση, πάντοτε, σε κάθε κρίση, όσο μικρή ή μεγάλη είναι αυτή, ό,τι και αν αφορά, πάντοτε κοιτάζει με θεσμικές παρεμβάσεις να διορθώνει τις διαχρονικές παθογένειες.
Η ΕΥΠ θα όφειλε, με την έννοια ότι είναι στο Γραφείο του Πρωθυπουργού, όταν παίρνει μια απόφαση που αφορά προβεβλημένο πολιτικό στέλεχος, να μεταφέρει αυτή της την ανησυχία ή εν πάση περιπτώσει, αυτή της την πρόθεση. Εάν αυτό είχε γίνει, η όλη υπόθεση θα εξελισσόταν τελείως διαφορετικά. Επαναλαμβάνω αυτό έχει να κάνει με την εκκίνηση της διαδικασίας. Εάν αυτό, λοιπόν, σε πρώτη φάση είχε τεθεί υπόψιν του Πρωθυπουργού ή του Γραφείου του Πρωθυπουργού, πριν εκκινήσει η διαδικασία, πριν γίνει, δηλαδή, το αίτημα στην Εισαγγελέα και πάρει αυτό τον δρόμο του για την νόμιμη επισύνδεση, η εξέλιξη θα ήταν τελείως διαφορετική.
Από την ώρα που η διαδικασία εκκίνησε και μετά, δεν θα μπορούσε κανείς να παρέμβει. Αναφέρομαι στο στάδιο όταν ήρθε η πληροφορία ή, εν πάση περιπτώσει, πάρθηκε η απόφαση να γίνει κάτι συγκεκριμένο προς την κατεύθυνση αυτή, πριν ξεκινήσει η διαδικασία. Εάν είχε ενημερωθεί ο Πρωθυπουργός, το Μέγαρο Μαξίμου που έχει την ευθύνη λογοδοσίας η ΕΥΠ, δεν θα είχε εκκινήσει η διαδικασία με αυτό τον τρόπο, δεδομένου ότι πρόκειται για ένα προβεβλημένο πολιτικό στέλεχος. Κι, επίσης, και στην πορεία, διότι εδώ δεν έχουμε μόνο ότι δεν ενημερώθηκε στην εκκίνηση της διαδικασίας, δεν ενημερώθηκε ο Πρωθυπουργός και το Μέγαρο Μαξίμου σε κανένα στάδιο, ακόμη κι όταν παρήλθε το τρίμηνο. Για αυτό, ακριβώς, πέραν από την πλήρη διερεύνηση και, ουσιαστικά, την αποσαφήνιση αυτής της υπόθεσης σε όλες της τις διαστάσεις από αυτή τη διαδικασία, που η Κυβέρνηση επισπεύδει με τις αποφάσεις της παντού, υπάρχει και το ζήτημα των θεσμικών παρεμβάσεων. Χρειάζεται, χωρίς αμφιβολία, να έχουμε περισσότερα φίλτρα αξιολόγησης αυτού του είδους των ενεργειών σε ό,τι αφορά, τουλάχιστον τους αιρετούς και προβεβλημένα πολιτικά πρόσωπα.
Θέλω κατηγορηματικά να επαναλάβω ότι η Ελληνική Κυβέρνηση δεν έχει προμηθευτεί ούτε το predator, ούτε κανένα από αυτού του είδους τα κακόβουλα λογισμικά και ως εκ τούτου οι ελληνικές υπηρεσίες ασφαλείας – το επαναλαμβάνω – δεν έχουν στη διάθεσή τους και δεν χρησιμοποιούν αυτού του είδους τα κακόβουλα λογισμικά. Η ιστορία των παρακολουθήσεων ή της απόπειρας παρακολουθήσεων κινητών τηλεφώνων με αυτά τα κακόβουλα λογισμικά αφορά πάρα πολλές χώρες της Ευρώπης. Πρόσφατα έχουν δει το φως της δημοσιότητας περιπτώσεις για πολλά δημόσια πολιτικά πρόσωπα στη Γαλλία, στην Πολωνία, στην Ουγγαρία, στην Ισπανία, ευρωβουλευτές, σε πολλές χώρες του κόσμου. Ακόμη και τον Πρόεδρο Macron και συνεργάτες του παρακολουθούσαν. Τον Ισπανό Πρωθυπουργό, Καταλανούς ευρωβουλευτές, τον πατέρα του Βέλγου Προέδρου του Συμβουλίου και ευρωβουλευτή. Υπάρχει ένα θέμα με το οποίο είναι αντιμέτωπη ολόκληρη η Ευρώπη, σε ό,τι αφορά αυτού του είδους τα κακόβουλα λογισμικά. Και οφείλουμε όλοι και εμείς εδώ στην Ελλάδα, σε συνεργασία και με άλλα κράτη, να βρούμε τρόπους θωράκισης, τρόπους αντιμετώπισης και διαφύλαξης του απορρήτου των επικοινωνιών των Ελλήνων πολιτών απέναντι σε αυτού του είδους τις παράνομες και κακόβουλες τακτικές. Επαναλαμβάνω για μία ακόμη φορά: Η Ελληνική Πολιτεία δεν έχει προμηθευτεί αυτού του είδους τα κακόβουλα λογισμικά. Οι ελληνικές υπηρεσίες ασφαλείας δεν τα χρησιμοποιούν. Αυτό θα προκύψει και από την έρευνα της Δικαιοσύνης. Έχει ήδη προκύψει από την έρευνα που έκανε η Εθνική Αρχή Διαφάνειας. Άλλο πράγμα τo predator, το οποίο η χώρα δεν το έχει, οι εθνικές Αρχές ασφαλείας δεν το χρησιμοποιούν – είναι μια απειλή από την οποία οφείλουμε να θωρακιστούμε και να βρούμε τρόπους αντιμετώπισής της- και άλλο το ζήτημα των νόμιμων επισυνδέσεων, που διέπεται από ένα συγκεκριμένο θεσμικό πλαίσιο, που δεν εξαιρεί εκ της επαγγελματικής του ιδιότητας κανέναν. Είναι ένα μεγάλο θέμα με το οποίο θα ασχοληθούμε και το επόμενο διάστημα και το οποίο πρέπει θεσμικά να δούμε πώς θα αντιμετωπίσουμε.
Βρίσκεται σε εξέλιξη έρευνα των δικαστικών Αρχών εδώ και πάρα πολύ καιρό. Η έρευνα αυτή επικαιροποιείται και μετά τη μηνυτήρια αναφορά που κατέθεσε ο κ. Ανδρουλάκης. Η Ελληνική Κυβέρνηση, όλες οι κρατικές Αρχές και Υπηρεσίες, με την ιδιαίτερη τεχνογνωσία που κάθε μία διαθέτει και κατά το πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, θα συνδράμουν το έργο της Ελληνικής Δικαιοσύνης για να βρούμε την άκρη του νήματος.
Για τη συζήτηση στη Βουλή και τις εκλογές
Η Κυβέρνηση απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του Ελληνικού Κοινοβουλίου. Αυτό δεν τίθεται σε αμφισβήτηση. Ο οποιοσδήποτε θέλει να το δοκιμάσει, να το επιχειρήσει, εμείς θα είμαστε εκεί. Δεν είναι μυστικό ότι αυτή η σοβαρή υπόθεση – δεν το κρύψαμε σε καμία στιγμή, γι’ αυτό άλλωστε υπήρξε και η αντίδραση που υπήρξε – γίνεται αντικείμενο εργαλειοποίησης από την πλευρά της Αντιπολίτευσης, για να στηθεί ένα αφήγημα ότι στην Ελλάδα ότι ζούμε σε ένα απόλυτα αυταρχικό καθεστώς, ότι έχουμε στήσει έναν «μεγάλο αδελφό» και παρακολουθείται όλος ο κόσμος, ότι δεν υπάρχει ελευθερία του Τύπου και του λόγου, ότι βγαίνεις έξω και φοβάσαι τι θα πεις γιατί θα έχεις κάποια συνέπεια. Αυτά δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Πρώτα εμείς θέλουμε να μην μείνει καμιά σκιά σε αυτή την ιστορία. Και ο δρόμος τον οποίο έχουμε για να αντιμετωπίσουμε τα όσα δεξιά και αριστερά λέγονται, για να αντιμετωπίσουμε και την ουσία της υπόθεσης, αλλά και όσα διάφοροι συνδέουν με αυθαίρετο τρόπο προκειμένου να δημιουργήσουν και άλλους συνειρμούς, είναι ένας: Ο θεσμικός τρόπος διερεύνησης μέχρι το τέλος, για να φανεί η αλήθεια και όλα στο σωστό τους μέτρο να γίνουν απολύτως ορατά και κατανοητά στους Έλληνες πολίτες.
Η Κυβέρνηση αυτή δεν έχει να φοβηθεί τίποτα. Ο Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, δεν κρύφτηκε ποτέ, πουθενά, σε καμία κρίση. Δεν είναι από τους πολιτικούς που σωρεύουν πολιτικό κεφάλαιο, για να το έχουν εκεί. Όταν πρέπει να μπει μπροστά και να αναλάβει ευθύνες, βγαίνει και το κάνει. Όταν πρέπει να πάρει αποφάσεις γενναίες και δύσκολες -όπως πήρε και σε αυτή τη φάση για την ανάληψη ευθύνης, υπήρχαν δύο παραιτήσεις- το κάνει. Και κάνει και κάτι που είναι πολύ πιο σημαντικό. Το σημαντικό είναι πως ως ένας σοβαρός, σύγχρονος πολιτικός με απόλυτη πίστη στους θεσμούς και στη Δημοκρατία παίρνει πρωτοβουλίες για να θωρακίσει ακόμη περισσότερο τους θεσμούς, για να τους κάνει ακόμη πιο στέρεους. Αυτό κάνει ο Πρωθυπουργός, αυτό κάνει αυτή η Κυβέρνηση, αυτό είναι το αξιακό σύστημα διαχρονικά της Παράταξής μας.
Υπάρχει ένα ζήτημα που πρέπει να το απαντήσουμε μέχρι τέλους, να μην μείνει καμία σκιά. Υπάρχει, όμως, και το θέμα πώς η χώρα θα προχωρήσει σε έναν χειμώνα που φαντάζει αχαρτογράφητος. Υπάρχει το θέμα της διαχείρισης της ενεργειακής κρίσης που σοβεί και που είναι μπροστά μας. Υπάρχει το ζήτημα του πώς θα απαντήσουμε στις προκλήσεις με τις οποίες θα έρθει αντιμέτωπο, το σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, οι επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά από το χειμώνα και μετά. Η Κυβέρνηση οφείλει να συνεχίσει την υλοποίηση μιας πολιτικής που στηρίζει την κοινωνία, που δίνει λύσεις, που απαντά με δημιουργικό τρόπο στις προκλήσεις και την υλοποίηση ενός μεταρρυθμιστικού έργου, που έχει πετύχει να ανεβάσει την Ελλάδα πολλά επίπεδα γεωπολιτικά και γεωστρατηγικά, που δημιουργεί συνθήκες προκοπής για όλους, που δίνει τη δυνατότητα στους Έλληνες πολίτες να ζήσουν καλύτερα στο μέλλον, απ’ ό,τι ζούσαν μέχρι τώρα. Αυτό δεν πρέπει να το διακόψουμε και δεν πρέπει να το απεμπολήσουμε. Θα συνεχίσουμε στην κατεύθυνση αυτή με πολιτικές και δράσεις δίπλα στον πολίτη και δίπλα στην κοινωνία, χωρίς – επαναλαμβάνω – να καθυστερήσουμε ή να θέλουμε να μείνει κανένα ερώτημα αναπάντητο, καμία σκιά σε ό,τι αφορά τη σοβαρή αυτή υπόθεση.