Υποτίθεται ότι σε περιόδους κρίσεων υπάρχει μία κάποιου είδους συσπείρωση στην κοινωνία, ότι οι διαφορετικές εσωτερικές δυνάμεις της συστρατεύονται για να ξεπεραστεί ο σκόπελος… Κατά την οικονομική κρίση του 2011, στην Ελλάδα, διαπιστώσαμε ότι δεν είναι ακριβώς έτσι. Μήπως είναι έτσι στις κοινωνικές κρίσεις; Την τελευταία φορά που οι Έλληνες διεξαγάγαμε πόλεμο έναντι άλλων, εμφανιστήκαμε ενωμένοι. Λίγο μετά όμως ήρθε ο εμφύλιος.
Τώρα, βρισκόμαστε σε μία κοινωνική κρίση που μπορεί να μην είναι του μεγέθους ενός πολέμου ή στρατιωτικής κατοχής, δεν παύει όμως να είναι μία σημαντική κοινωνική κρίση: Ο κορωνοϊός επελαύνει με εκθετική αύξηση των κρουσμάτων, τα νοσοκομεία γεμίζουν και στη Θεσσαλονίκη οι ΜΕΘ τελειώνουν.
Περίπου όπως και στον τελευταίο μας πόλεμο, στην αρχή τα πήγαμε καλά, μετά άρχισαν τα παρατράγουδα. Όπου «παρατράγουδα» όχι τα λάθη, αλλά, κυριολεκτικά, τα τραγούδια που τραγουδά ο καθένας μόνος του ξέχωρα από τον κοινό σκοπό. Λάθη κάνουν όλοι και θα συνεχίσουν να κάνουν. Η ίδια η κυβέρνηση έχει κάνει λάθη στη διαχείριση της πανδημίας (π.χ., καθυστερημένα μέτρα στη Θεσσαλονίκη) και ορθώς δέχεται κριτική για αυτά, λάθη κάνουν οι πολίτες που δεν προσέχουν και μεταδίδουν τον ιό, λάθη κάνουν και τα ΜΜΕ που σε κάποιες περιπτώσεις μεταδίδουν ανακρίβειες. Τα λάθη δεν θα λείψουν ποτέ. Ξέρετε τι θα μπορούσε, όμως, να λείψει; Ένας ψευτοεπαναστατισμός, επενδεδυμένος από μία ανυπόφορα εγωκεντρική κλάψα.
Για να το πούμε αλλιώς, οι μέρες που διανύουμε δεν είναι και η καταλληλότερη περίοδος για τα κόμματα να εκμεταλλεύονται πολιτικά την κατάσταση ή για διάφορες κοινωνικές ομάδες να πουλάνε αντισυμβατισμό. Δεν λέμε ότι δεν μπορεί να λέει ο καθένας ό,τι θέλει, ελευθερία του λόγου έχουμε. Απλά όταν η χώρα βρίσκεται σε συναγερμό, με δεκάδες νεκρούς σε καθημερινή βάση, ο δημόσιος λόγος λειτουργεί εποικοδομητικά μόνο στο μέτρο που οι φορείς του καταλαβαίνουν ότι όντως υπάρχει συναγερμός. Εδώ και τώρα, ωστόσο, οι ίδιοι φορείς αναπαράγουν μία ελαφρότητα που αυτή την εποχή μπορεί να στοιχίσει δυσανάλογα πολύ.
Ξεκινώντας από τα πιο σοβαρά, δεν έχει μείνει κλάδος που να μην δηλώνει δυσαρεστημένος με τα μέτρα της κυβέρνησης. Πρώτα οι εστιάτορες δεν καταλάβαιναν γιατί έπρεπε να κλείνουν νωρίτερα (στη Θεσσαλονίκη έκαναν και συγκέντρωση), μετά οι ηθοποιοί ήθελαν να ανοίξουν τα θέατρα, πιο μετά οι ομάδες τα γήπεδα, τώρα οι συγγραφείς τα βιβλιοπωλεία και πάει λέγοντας. Δεν υπάρχει καμιά ελαφρότητα στο να μην έχει κάποιος δουλειά, υπάρχει όμως στο να νομίζει ότι πρέπει να μείνει ανοικτός και όλοι οι άλλοι να κλείσουν. Στη Θεσσαλονίκη, λ.χ., πληρώνουμε το ότι Αύγουστο και Σεπτέμβριο οι καφετέριες της παραλίας, αντί για take away που προέβλεπε ο νόμος, είχαν μετατραπεί σε υπαίθρια μπαρ. Προφανώς όλοι θέλουν να δουλέψουν, κάποιοι σίγουρα αισθάνονται αδικημένοι και κάποιοι άλλοι ίσως να πιστεύουν ότι το επάγγελμά τους είναι ό,τι πιο απαραίτητο υπάρχει σ’ αυτόν τον κόσμο! Μόνο που κυκλοφορεί ένας θανατηφόρος ιός εκεί έξω και σκοπός τώρα είναι να ανακόψουμε τη μετάδοσή του. Μέσα στα μεγάλα οικονομικά μας προβλήματα, όσο πιο γρήγορα εμπεδώσουμε αυτό τον σκοπό, τόσο πιο γρήγορα θα επιστρέψουμε στις δουλειές μας.
Κατά δεύτερον, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις υποτίθεται ότι είναι κοινωνικοί φορείς που λειτουργούν προς όφελος των μελών τους. Πάει καιρός που αυτό σταμάτησε να ισχύει στην Ελλάδα, αλλά τώρα με την πανδημία έχουν φτάσει στο άλλο άκρο. Θα λέγαμε για την ΟΛΜΕ, αλλά η Ένωση των Νοσοκομειακών Ιατρών Θεσσαλονίκης μόλις προχθές της πήρε τα πρωτεία, με την πρόεδρο της Ένωσης να καλεί τους νοσοκομειακούς γιατρούς να συμμετάσχουν στην πορεία για το Πολυτεχνείο στις 17 Νοεμβρίου. Τους νοσοκομειακούς γιατρούς! Απίστευτα πράγματα…
Κατά τρίτον, η Αριστερά… Τι άλλο να πει κανείς για την ελληνική Αριστερά πια και για την επιμονή της να καλεί αυτή την εποχή τον κόσμο σε συγκεντρώσεις και πορείες; Από τους κουκουλοφόρους αντιεξουσιαστές της μέχρι τον πλέον θεσμικό εκπρόσωπό της, τον ΣΥΡΙΖΑ, ζει σε άλλα σύμπαντα. Οι μεν χειροτερεύουν τα έκτροπά τους μήπως και μείνουν επίκαιροι – η Χρυσή Αυγή μπήκε φυλακή βλέπετε –στο δε ΣΥΡΙΖΑ μαζεύονται και τρωγοπίνουν για να γλεντήσουν, λέει, τον κορωνοϊό και μετά πηγαίνει ο καθένας σπίτι του για να τους γλεντήσει εκείνος…
Κάποιος τώρα μπορεί να σκεφτεί ότι όλες οι παραπάνω περιπτώσεις δεν αντιπροσωπεύουν παρά ένα μικρό ποσοστό της κοινωνίας μας… Είναι όντως μικρό όμως; Επιχειρηματίες, συν συνδικαλιστικά σωματεία, συν Αριστερά…;
Αλλά κι αν είναι μικρό, μεγαλύτερη σημασία έχει πόσο δυνατά ακούγεται. Γιατί, είπαμε, (υποτίθεται ότι) έχουμε όλοι έναν κοινό σκοπό: να ανακοπεί η εκθετική αύξηση των κρουσμάτων του κορωνοϊού.
Όσο κι αν θέλουμε η ζωή μας να συνεχιστεί σαν να μην άλλαξε κάτι ιδιαίτερα έστω και σε αυτή τη μισή κανονικότητα, με πολιτικές αντεγκλήσεις στην τηλεόραση, μασκοφόρες πορείες διαμαρτυρίας στους δρόμους και βόλτες στις πλατείες, δεν υπάρχει κάτι άλλο αυτή τη στιγμή πέρα από αυτόν τον σκοπό. Η – τόσο απαραίτητη για τη ζωή μας – πολιτική έχει ξεπεραστεί από τα γεγονότα και ο σχολιασμός της αντί για αποτύπωση της πραγματικότητας μοιάζει με διάλειμμα από αυτή… Για τέτοια κρίση πρόκειται. Ήδη δεν κυκλοφορούμε έξω, για ποιες πορείες και κοινωνικά αιτούμενα να μιλήσουμε; Το μόνο αιτούμενο αυτή τη στιγμή είναι η αίσθηση ότι σε αυτό το πρόβλημα είμαστε όλοι μαζί.