Όσο αυξάνει ο ελεύθερος χρόνος ενός ανθρώπου, τόσο καλύτερα αυτός νιώθει, αλλά μέχρι ενός ορίου. Ο περισσότερος ελεύθερος χρόνος σχετίζεται σημαντικά με μεγαλύτερη ψυχική ικανοποίηση, αλλά από ένα σημείο και μετά ο υπερβολικά πολύς ελεύθερος χρόνος παύει να αυξάνει την ευχαρίστηση και μπορεί να βιωθεί ακόμη και ως κάτι κακό, σύμφωνα με μια νέα έρευνα ψυχολόγων στις ΗΠΑ.
Η μελέτη δείχνει ότι μόνο όταν ο παραπανίσιος ελεύθερος χρόνος αξιοποιείται σε παραγωγικές δραστηριότητες, μπορεί να αυξήσει περαιτέρω την ψυχική ευημερία των ανθρώπων, κάτι που πρέπει να ληφθεί ιδιαίτερα υπόψη από τους συνταξιούχους.
Οι ερευνητές των πανεπιστημίων της Πενσιλβάνια και της Καλιφόρνια-Λος ‘Αντζελες, με επικεφαλής την επίκουρη καθηγήτρια Μαρίσα Σαρίφ, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο αμερικανικό περιοδικό για θέματα προσωπικότητας και κοινωνικής ψυχολογίας «Journal of Personality and Social Psychology», ανέλυσαν στοιχεία για 21.736 άτομα που έδωσαν αναλυτικά στοιχεία για το τι έκαναν το προηγούμενο 24ωρο και ανέφεραν παράλληλα την ψυχολογική κατάστασή τους.
Διαπιστώθηκε ότι αρχικά όσο αύξανε ο ελεύθερος χρόνος, οι άνθρωποι ένιωθαν καλύτερα. Όμως μετά από περίπου δύο ώρες η ικανοποίηση σταθεροποιήθηκε, ενώ μετά από πέντε ώρες ελεύθερου χρόνου άρχισε να μειώνεται.
Η μελέτη ανέλυσε επίσης δεδομένα για άλλους 13.639 εργαζόμενους, συσχετίζοντας τον ελεύθερο χρόνο τους με τον βαθμό ικανοποίησής τους. Και σε αυτή την περίπτωση, βρέθηκε ότι ο περισσότερος ελεύθερος χρόνος έφερνε περισσότερη ευχαρίστηση, αλλά από ένα σημείο και μετά η ψυχική ευεξία «έπιανε ταβάνι» και ο έξτρα ελεύθερος χρόνος δεν έφερνε περισσότερη χαρά.
Σε μια τρίτη φάση της έρευνας, οι ερευνητές διεξήγαγαν δύο διαδικτυακά πειράματα με πάνω από 6.000 συμμετέχοντες, οι οποίοι κλήθηκαν να φανταστούν ότι έχουν λίγο ή πολύ ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή τους μέσα στη μέρα επί πολλούς μήνες. Όσοι φαντάστηκαν ότι έχουν μόνο 15 λεπτά τη μέρα, αλλά και όσοι φαντάστηκαν ότι έχουν επτά ώρες ημερησίως ως ελεύθερο χρόνο, ανέφεραν ότι ένιωθαν μικρότερη ευχαρίστηση, σε σχέση με εκείνους που βρίσκονταν στο μέσον της κλίμακας του ελεύθερου χρόνου (3,5 ώρες τη μέρα).
Όταν όμως οι ίδιοι άνθρωποι κλήθηκαν να φανταστούν ότι στον πολύ ελεύθερο χρόνο τους κάνουν κάποια παραγωγική δραστηριότητα (σωματική άσκηση, χόμπι κ.ά.), αντί για κάτι αντιπαραγωγικό (π.χ. παρακολούθηση τηλεόρασης), τότε ακόμη κι εκείνοι με τις επτά ώρες ελεύθερο χρόνο μέσα στη μέρα δήλωσαν ότι θα ένιωθαν εξίσου καλά με εκείνους που είχαν 3,5 ώρες στη διάθεσή τους.
«Οι άνθρωποι συχνά παραπονιούνται ότι είναι υπερβολικά απασχολημένοι και ότι έχουν ανάγκη για περισσότερο ελεύθερο χρόνο. Όμως όντως αυτός συνδέεται με μεγαλύτερη ευτυχία; Βρήκαμε ότι πράγματι η έλλειψη ελεύθερου χρόνου μέσα στη μέρα συνεπάγεται μεγαλύτερο στρες και μικρότερη υποκειμενική ευημερία. Όμως ενώ ο πολύ λίγος ελεύθερος χρόνος είναι κακός, ο περισσότερος δεν είναι πάντα καλύτερος», ανέφερε η Σαρίφ.
«Τα ευρήματα μας δείχνουν ότι, αν έχει κάποιος ολόκληρες μέρες ελεύθερες για να κάνει ό,τι θέλει, μπορεί τελικά να νιώσει δυστυχής. Οι άνθρωποι πρέπει να έχουν μάλλον ένα μέτριο επίπεδο ελεύθερου χρόνου. Στις περιπτώσεις που βρίσκονται με υπερβολικά πολύ ελεύθερο χρόνο, π.χ. λόγω σύνταξης ή απόλυσης, τα ευρήματα μας δείχνουν ότι θα νιώσουν καλύτερα, αν αφιερώσουν τον ελεύθερο χρόνο τους σε κάποιο σκοπό», προσέθεσε.
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://www.apa.org/pubs/journals/releases/psp-pspp0000391.pdf
ΑΠΕ-ΜΠΕ