Ψυχολογία – Έλληνες και Βρετανοί επιστήμονες έριξαν περισσότερο φως στον τρόπο που το ψυχεδελικό LSD δουλεύει στον εγκέφαλο

Η -διάσημη από την εποχή των χίπις- ψυχεδελική ουσία LSD, η οποία τα τελευταία χρόνια άρχισε να δοκιμάζεται πάλι από τους επιστήμονες ακόμη και για ψυχοθεραπευτικούς σκοπούς,

αλλάζει τη συνείδηση των χρηστών, επειδή απελευθερώνει τον εγκέφαλο από τους συνήθεις φραγμούς του και επιτρέπει σε απομακρυσμένους και ξεχασμένους νευρώνες, που υπό κανονικές συνθήκες δεν αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, να ανοίγουν πλέον «διάλογο» μεταξύ τους. Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας έρευνας επιστημόνων στη Βρετανία, με τη συμμετοχή δύο Ελλήνων ερευνητών της διασποράς, η οποία -πέρα από τον τρόπο δράσης του ίδιου του LSD- φωτίζει καλύτερα τον τρόπο που ο νους και ο εγκέφαλος αλληλεπιδρούν.

Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου του Κέιμπριτζ (Σχολή Κλινικής Ιατρικής και Τμήμα Κλινικών Νευροεπιστημών) και του Imperial College του Λονδίνου (Κέντρο Ψυχεδελικής Έρευνας του Τμήματος Επιστήμης του Εγκεφάλου), οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό νευροεπιστήμης “NeuroImage”, πειραματίστηκαν με 20 υγιείς εθελοντές που είχαν προηγουμένως κάνει χρήση LSD ή εικονικής ουσίας (πλασίμπο) και στη συνέχεια ο εγκέφαλος τους μελετήθηκε μέσω λειτουργικής μαγνητικής απεικόνισης (fMRI). Κάθε συμμετέχων έκανε -για λόγους σύγκρισης του εγκεφάλου του- δύο απεικονιστικές εξετάσεις, μία πριν και μία μετά τη χρήση του LSD (μία δόση των 75 μικρογραμμαρίων διαλυμένη σε αλατόνερο) ή του πλασίμπο (σκέτο αλατόνερο). Μετά την εμπειρία τους, πέρα από την μαγνητική τομογραφία, οι συμμετέχοντες κλήθηκαν να περιγράψουν υποκειμενικά πώς βίωσαν την εμπειρία τους.

Στην έρευνα συμμετείχε ο Εμμανουήλ Σταματάκης, επικεφαλής της ομάδας λειτουργικής απεικόνισης του Τμήματος Αναισθησιολογίας της Σχολής Κλινικής Ιατρικής του Κέιμπριτζ (με διδακτορικό στην επιστήμη των υπολογιστών από το Πανεπιστήμιο του Νταντί το 1995) και ο συνεργάτης του διδακτορικός φοιτητής Ιωάννης Παππάς.

Ο εγκέφαλος αποτελείται από περίπου 86 δισεκατομμύρια νευρώνες που επικοινωνούν μεταξύ μέσω διαφόρων δικτύων που σχηματίζουν. Λόγω του περιορισμένου χώρου μέσα στο κρανίο, δεν έχει κάθε νευρώνας άμεση επικοινωνία με κάθε άλλο νευρώνα και ο εγκέφαλος κάθε ανθρώπου είναι «καλωδιωμένος» με ελαφρώς διαφορετικό τρόπο. Στο μέσο άνθρωπο πάντως, με βάση τους «χάρτες» που έχουν δημιουργήσει οι νευροεπιστήμονες έως τώρα, κάποιες εγκεφαλικές περιοχές τείνουν να είναι περισσότερο ή λιγότερο δικτυωμένες μεταξύ τους. Το LSD έρχεται να διαταράξει αυτή την καθιερωμένη κατάσταση, καθώς, σύμφωνα με τους ερευνητές, «αν θεωρήσει κανείς την εγκεφαλική δομή ως τους δρόμους, η εγκεφαλική λειτουργία είναι η κίνηση σε αυτούς τους δρόμους. Το LSD δεν αλλάζει τη διάταξη των δρόμων, αλλά την κίνηση σε αυτούς».

Αυτό έχει ως συνέπεια βαθιές αλλαγές στον τρόπο που επικοινωνούν μεταξύ τους οι νευρώνες. Το LSD αναδιοργανώνει προσωρινά τη νευρωνική επικοινωνία, ανοίγοντας έως τώρα κλειστούς «δρόμους», προκειμένου να κυκλοφορήσουν τα σήματα του εγκεφάλου όχι μόνο στις συνήθεις «λεωφόρους», αλλά και μέσω απάτητων παρακαμπτήριων οδών, συχνά στις πιο απρόσιτες εγκεφαλικές περιοχές.

Μεταξύ άλλων, αυτό οδηγεί σε προσωρινή αλλαγή του τρόπου που ο εγκέφαλος -υπό την επήρεια του LSD- δέχεται και κατηγοριοποιεί τις πληροφορίες από τον εξωτερικό κόσμο, συχνά οδηγώντας σε πολύπλοκες και εντυπωσιακές εικόνες στο νου (οι γνωστές ψυχεδελικές παραισθήσεις), αλλά και συχνά σε απώλεια της ταυτότητας του εαυτού και σε αποδόμηση του εγώ. Σύμφωνα με τους ερευνητές, «ο εγκέφαλος είναι πια ελεύθερος να εξερευνήσει μια ποικιλία μοτίβων λειτουργικής συνδεσιμότητας που πηγαίνουν πέρα από όσους επιβάλλει η ανατομία, πράγμα που εκτιμάται ότι έχει ως αποτέλεσμα τις ασυνήθιστες αντιλήψεις και εμπειρίες που αναφέρονται στη διάρκεια των ψυχεδελικών καταστάσεων».

Εκτός από το LSD, διάφορες άλλες ψυχεδελικές ουσίες, όπως η ψιλοκυβίνη (η δραστική ουσία των «μαγικών μανιταριών»), το MDMA (γνωστό ως «έκστασι») και η αγιαχουάσκα (από φυτό της Νότιας Αμερικής), δοκιμάζονται από τους επιστήμονες, υπό αυστηρά ελεγχόμενες συνθήκες, για τις δυνατότητες τους να θεραπεύσουν ψυχικές διαταραχές, ιδίως σε ασθενείς που δεν ανταποκρίνονται καλά στα ψυχοφάρμακα.

Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση: https://www.sciencedirect.com/science/article/pii/S1053811920311381

ΑΠΕ-ΜΠΕ

Προηγούμενο άρθροΤα 15 καλύτερα ελληνικά νησιά για να επισκεφθεί κάποιος μετά την πανδημία ανακοίνωσε η Daily Telegraph
Επόμενο άρθροΚυρ. Πιερρακάκης: “Εξετάζονται τεχνολογικά μέτρα που θα επιτρέψουν το γρηγορότερο άνοιγμα του λιανεμπορίου”