Φυσικές καταστροφές όπως οι σεισμοί, οι τυφώνες, οι δασικές πυρκαγιές, οι πλημμύρες, όπως οι πρόσφατες στην Ελλάδα, οι κατολισθήσεις κι άλλα ακραία φαινόμενα μπορεί να οδηγήσουν στην εκδήλωση συμπτωμάτων μακροχρονίου στρες και σε διαταραχή μετατραυματικού στρες (PTSD). Τέτοιες καταστροφές οδηγούν σε ιδιαίτερα επώδυνες εμπειρίες και τείνουν να τραυματίζουν μεγάλους πληθυσμούς ανθρώπων ταυτόχρονα, παρόλο που ο καθένας βιώνει την κάθε καταστροφή με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο και μπορεί να επιφέρουν άλλες συναισθηματικές καταστάσεις, όπως η ενοχή των επιζώντων κι άλλα συμπτώματα μετατραυματικού στρες.
Τα παραπάνω επισημαίνει, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, η οικογενειακή ψυχοθεραπεύτρια – επιστημονική συνεργάτης της Ιατρικής Σχολής ΑΠΘ (Α’ Προπαιδευτική Κλινική ΑΧΕΠΑ) Αιμιλία Αξιωτίδου τονίζοντας ότι οι φυσικές καταστροφές γίνονται όλο και πιο συχνές τα τελευταία χρόνια. Παράλληλα σημειώνει ότι το 2022, η βάση δεδομένων Emergency Event EM-DAT κατέγραψε 387 φυσικούς κινδύνους και καταστροφές παγκοσμίως, με αποτέλεσμα να χαθούν 30.704 ζωές και να επηρεαστούν 185 εκατομμύρια άτομα, ενώ οι οικονομικές απώλειες ανήλθαν σε περίπου 223,8 δισεκατομμύρια δολάρια.
Ψυχικό τραύμα, μια πληγή που επηρεάζει το μυαλό και την ύπαρξη
Όπως εξηγεί η κ. Αξιωτίδου, σήμερα υπάρχει ο διαχωρισμός ανάμεσα στο σωματικό και ψυχικό τραύμα και η σύγχρονη ψυχολογία το προσεγγίζει από διαφορετικές οπτικές.
«Το ψυχικό τραύμα αναφέρεται σε μια πληγή που επηρεάζει το μυαλό και την ύπαρξή μας, ανατρέπει την καθημερινότητά μας και μεταβάλλει την οπτική της ζωής μας έχοντας αρνητικό αντίκτυπο στην καθημερινότητα και στη λειτουργικότητα των ανθρώπων. Στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή είναι σημαντικό να αναφερθούμε στο ψυχικό τραύμα που προκαλείται από φυσικές βίαιες καταστροφές. Είναι μια περίοδος όπου δοκιμαζόμαστε από έντονα φαινόμενα. Οι φωτιές που μαίνονταν ασταμάτητα, οι τωρινές πλημμύρες, ο θάνατος του Αντώνη στο πλοίο, η μαζική καταστροφή στην Λιβύη δεν αφήνουν κανέναν αδιάφορο, ακόμη και όταν δεν διακυβεύεται η προσωπική ασφάλεια μας προς το παρόν. Και μόνο στη θέα αυτών των μαζικών καταστροφών, μπορεί να νιώσουμε την ευαλωτότητα και το εύθραυστο της ύπαρξης μας. Ο κίνδυνος ότι η βασική αίσθηση ασφάλειας που έχουμε ανάγκη να νιώθουμε για την επιβίωση υπονομεύεται, επιδρά με συγκλονιστικό τρόπο στον ψυχισμό μας» προσθέτει η κ. Αξιωτίδου.
Αναφερόμενη στις επιπτώσεις από ένα τέτοιο τραύμα, επισημαίνει ότι αυτές μπορεί να εμφανιστούν άμεσα με άγχος ή να αργήσουν να εμφανιστούν (μετατραυματική πίεση) και να δυσκολεύουν τη φυσιολογική ζωή του ανθρώπου στο μέλλον.
«Υπάρχουν τραυματικές εμπειρίες που έχουν και βραχυπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο αντίκτυπο στη ζωή των παιδιών και των ενηλίκων που έχουν βιώσει αυτές τις ξαφνικές, αναπάντεχες απειλητικές συνθήκες ζωής, όπου δεν υπήρχε κανένας έλεγχος και νιώθαμε ανίκανοι να αντιδράσουμε αποτελεσματικά όσο κι αν προσπαθήσαμε. Οι άνθρωποι οι οποίοι έχουν χάσει τα πάντα δεν έχουν να κρατηθούν από κάπου, δεν μπορούν να βιώσουν μια σταθερότητα. Έχει συντριβεί η καθημερινή τους ζωή και είναι έντονος ο φόβος, το αίσθημα του αβοήθητου, το χάσιμο του ελέγχου και η αίσθηση του εκμηδενισμού. Είναι πολύ δύσκολο να προχωρήσει κάποιος στην ζωή του μετά από τέτοια κατακλυσμιαία γεγονότα» αναφέρει η κ. Αξιωτίδου.
Παράλληλα σημειώνει ότι η έκθεση στο τραύμα είναι βασικό στοιχείο που επηρεάζει την ανάπτυξη και την λειτουργικότητα τόσο των ενηλίκων όσο και των παιδιών.
«Ο ίδιος ο ενήλικας», λέει, «επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό από την αβεβαιότητα, από τον φόβο και την αποδόμηση της πραγματικότητας που ζει. Πόσο μάλλον ένα παιδί που χρειάζεται να έχει έναν γονιό διαθέσιμο και σε ψυχική επαφή μαζί του. Ειδικά, δε, σε μια περίοδο όπου ξεκινούν τα σχολεία και τα παιδιά έχουν την ανάγκη να μπουν σε μια διαδικασία ρουτίνας, σταθερότητας και ασφάλειας».
Πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί το ψυχικό τραύμα μετά από φυσικές καταστροφές;
Είναι σημαντικό να δοθεί αρκετή έμφαση στην ψυχική φροντίδα των ανθρώπων που έχουν υποστεί αυτές τις μαζικές καταστροφές, αναφέρει η κ. Αξιωτίδου και προσθέτει ότι τα παιδιά βασίζονται στους φροντιστές για να αντιμετωπίσουν τα στρεσογόνα γεγονότα, γι’ αυτό και πρέπει να καθησυχάζονται να λαμβάνουν εύλογες εξηγήσεις για να μπορέσουν να διαχειριστούν και να αντιμετωπίσουν αυτή την ραγδαία αλλαγή της πραγματικότητας τους.
«Με την έκθεση στο ίδιο τραύμα, κάποιοι μπορούν αναπτύξουν με την πάροδο του χρόνου σοβαρές ψυχολογικές ή ψυχιατρικές καταστάσεις. Πολλά από αυτά τα παιδιά μπορεί να βιώσουν μακροπρόθεσμες επιπτώσεις, όπως κακή ακαδημαϊκή επίδοση, διαταραχή μετατραυματικού στρες, πένθος, άγχος, κατάθλιψη και διαταραχές συμπεριφοράς. Θα μπορούσαμε, δηλαδή, να διδάξουμε στα παιδιά την ψυχική ανθεκτικότητα. Είναι σημαντικό να φροντίσουμε να υπάρχει τουλάχιστον μία σταθερή σχέση με έναν συγγενή ή φροντιστή, ικανή να παρέχει υποστήριξη στα παιδιά. Κατά τη διάρκεια των τραυματικών γεγονότων, όπως οι φυσικές καταστροφές και η ριζική ανατροπή της καθημερινότητας με την απώλεια σπιτιών ή και αγαπημένων προσώπων, οι άνθρωποι νιώθουν αβοήθητοι και μπορεί να χρειαστεί να ζήσουν σε καταυλισμούς ή καταφύγια χωρίς υποστήριξη από συγγενείς ή φίλους για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Ωστόσο, η συμβίωση με άλλους επιζώντες μπορεί επίσης να είναι μια στιγμή για επανασύνδεση, για να μιλήσουν και να μοιραστούν τις εμπειρίες τους για το συμβάν και να επαναπροσδιορίσουν το νόημα της ζωή τους. Το να μπορείς να βοηθήσεις έναν άλλον επιζώντα, μπορεί να μειώσει την αίσθηση αδυναμίας και αβοήθητου και να συμβάλει στο να ξεκινήσει η διαδικασία επούλωσης» καταλήγει η κ. Αξιωτίδου.
ΑΠΕ-ΜΠΕ