«Το φετινό καλοκαίρι αναμένεται θερμό για τις εξελίξεις σχετικά με θέματα όπως έξοδος της χώρας από το πρόγραμμα, χρέος, επιτροπεία.
Του Γιάννη Χατζηθεοδοσίου*
Όλα δείχνουν ότι με αργούς αλλά σταθερούς ρυθμούς πλησιάζουμε σε καταστάσεις κανονικότητας, όπως θα μπορούσε να τις χαρακτηρίσει κάποιος. Άρα πλέον πρέπει να αρχίσουμε να σχεδιάζουμε με προσοχή τη μεταμνημονιακή εποχή, καθώς δεν πρέπει να υπάρχουν ψευδαισθήσεις ότι θα δούμε άμεσες αλλαγές στην κατάσταση της οικονομίας μας. Σε αυτό το πλαίσιο χάραξης της «επόμενης μέρας» είμαι πεπεισμένος ότι πρέπει να προτάξουμε την αύξηση του κατώτατου μισθού. Θεωρώ αναγκαία προϋπόθεση αλλαγής του κλίματος, τη βελτίωση των εισοδημάτων των Ελλήνων πολιτών και αυτό δεν προκύπτει ούτε από ιδεοληψία, ούτε επιδιώκοντας να γίνω σε κάποιους αρεστός.
Σκεπτόμενος τελείως επιχειρηματικά και γνωρίζοντας πολύ καλά ότι οι επιχειρηματικές δραστηριότητες και κυρίως αυτές των μικρομεσαίων, είναι άμεσα συνδεδεμένες με την κατανάλωση, είμαι βέβαιος ότι εφόσον αυξηθεί ο κατώτατος μισθός στα 751 ευρώ, θα υπάρχουν πολλαπλά οφέλη για το σύνολο της οικονομίας. Αρχικά θεωρείστε δεδομένο ότι μέρος αυτής της αύξησης των αποδοχών, θα ενισχύσει σημαντικά τους τζίρους πάρα πολλών επιχειρήσεων. Άρα θα κινηθεί επιτέλους η αγορά και θα πάρουν βαθιά «ανάσα» χιλιάδες συνάδελφοι που ασχολούνται με εμπόριο ή με παροχή υπηρεσιών. Για περίπου εννέα χρόνια βλέπαμε ότι η αγορά παρέλυε μέρα με τη μέρα, εξαιτίας της εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών που είχαν ως αποτέλεσμα ανεργία και μειώσεις μισθών και συντάξεων. Ακόμα και ο πλέον αδαής στα οικονομικά, καταλαβαίνει ότι είναι απαραίτητο να κινείται το χρήμα. Με τόσα πολλά υφεσιακά μέτρα, πως θα γινόταν κάτι τέτοιο; Στο Επαγγελματικό Επιμελητήριο της Αθήνας είχαμε επισημάνει ότι ένας από τους κυριότερους λόγους των «λουκέτων» που αυξήθηκαν με ιλιγγιώδεις ρυθμούς στα χρόνια της κρίσης, ήταν και η δραστική μείωση της κατανάλωσης. Άρα εφόσον δοθεί η δυνατότητα για αναπροσαρμογή προς τα πάνω του κατώτατου μισθού, σημαντικό μέρος του αναμένεται να ενισχύσει επιχειρήσεις και καταστήματα που αυτή την στιγμή ακροβατούν ένα βήμα πριν από το απόλυτο κενό.
Ένας δεύτερος σημαντικός λόγος για τον οποίο εκτιμώ ότι τα 751 ευρώ θα αποδειχθούν καθοριστικός παράγοντας ανάκαμψης, είναι αυτός της ψυχολογίας. Όπως έχουν επισημάνει πολλοί πριν από εμένα, η πορεία που έχουν οι δείκτες σε μία οικονομία, εξαρτάται σημαντικά και από την ψυχολογία που επικρατεί στην αγορά. Είναι επιβεβλημένο να δοθεί λοιπόν ένα «σήμα» ότι κάτι αλλάζει, ότι τα πολύ δύσκολα τα αφήνουμε πίσω μας και αυτό το «σήμα» εκτιμώ ότι μπορεί να είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού. Γνωρίζω καλά ότι υπάρχουν επιχειρήσεις που μπορεί να τους είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανταποκριθούν σε αυτή την προοπτική, όμως με ταυτόχρονη μείωση του μη μισθολογικού κόστους, καθώς αυτό είναι το πραγματικό «αγκάθι» για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, εκτιμώ ότι μπορεί να είναι απόλυτα διαχειρίσιμη η κατάσταση. Εδώ πρέπει να παρέμβει και η Πολιτεία, προστατεύοντας επιχειρήσεις που έχουν ελπίδες βιωσιμότητας, με ρεαλιστικές ρυθμίσεις και στοχευμένες δράσεις. Τέλος, υπάρχει και η κοινή λογική την οποία δεν πρέπει να αγνοούμε. Ξέρουμε καλά ότι οι μειώσεις μισθών που έχουν επιβληθεί προήλθαν μετά από τις ασφυκτικές πιέσεις των δανειστών. Μετά από τόσα χρόνια κρίσης, συζητάμε επιτέλους για αναπτυξιακές προοπτικές. Όπως είναι γνωστό, η Ελλάδα στο θέμα του ύψους των ακαθάριστων κατώτατων μισθών βρίσκεται στη δεύτερη ζώνη της Ευρώπης με 684 ευρώ, δηλαδή περίπου στο ίδιο επίπεδο με την Πορτογαλία που είναι στα 667 ευρώ, ενώ στην σχετική κατάταξη για τη δεύτερη ζώνη προηγείται η Ισπανία με 859 ευρώ κατώτατο μισθό. Ακόμα και η Μάλτα είναι στα 748 ευρώ. Δεν θα συζητήσω για τις χώρες που βρίσκονται αισθητά πάνω από εμάς, στην πρώτη ζώνη, όπως το Λουξεμβούργο με 1999 ευρώ ή την Ολλανδία στα 1614 ευρώ. Θα σταθώ όμως σε αυτές που βρίσκονται κάτω από εμάς και που υποτίθεται ότι με τόσο χαμηλούς μισθούς θα έπρεπε να έχουν κάνει σημαντικά βήματα προόδου, σύμφωνα με το σκεπτικό όσων αντιδρούν στην αύξηση του κατώτατου μισθού. Αλήθεια πιστεύει κανείς ότι, για παράδειγμα η Βουλγαρία με τον κατώτατο μισθό στα 261 ευρώ, μπορεί να αποτελέσει υπόδειγμα αναπτυξιακής πορείας ή οι άλλες οκτώ οικονομίες που ανήκουν σε χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ και που έχουν μισθούς που κυμαίνονται από 400 έως 503 ευρώ ; Δεν νομίζω… Αντίθετα, όσο παραμένουν οι μισθοί στη χώρα μας τόσο χαμηλά, αυξάνεται η κοινωνική ανισότητα που μπορεί να οδηγήσει σε περιθωριοποίηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού και παρατηρούνται παραβατικές συμπεριφορές όπως η αδήλωτη εργασία, με αποτέλεσμα να πλήττονται και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Μέλημα όλων μας πρέπει να είναι η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, η βελτίωση της επιχειρηματικότητας, η αύξηση της απασχόλησης, η εξωστρέφεια, η προώθηση των ελληνικών προϊόντων. Για να επιτευχθούν όλα τα παραπάνω δεν σημαίνει ότι υποχρεωτικά θα πρέπει ο κατώτατος μισθός να παραμείνει στα 684 ευρώ και δεν νομίζω ότι η διαφορά του μέχρι τα 751 που προτείνω να φτάσει, είναι τόσο μεγάλη. Περισσότερο απαραίτητα είναι μέτρα που θα στηρίξουν τη λειτουργία επιχειρήσεων και επαγγελματιών, όπως μείωση της υπερφορολόγησης ή των πολύ υψηλών ασφαλιστικών εισφορών.
Έφτασε η ώρα να προχωρήσουμε μπροστά και η συζήτηση για την αύξηση του κατώτατου μισθού δεν πρέπει να μας τρομαζει, ούτε να αποτελεί «ταμπού». Και σίγουρα, αν γίνει υπό προϋποθέσεις, όχι μόνο δεν θα αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα αλλά μπορεί να σηματοδοτήσει και την αλλαγή πορείας που έχει ανάγκη η χώρα μας».
*Ο Γιάννης Χατζηθεοδοσίου είναι πρόεδρος του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών
ΑΠΕ-ΜΠΕ