Στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν την Κυριακή 25 Ιουνίου του 2023, η Νέα Δημοκρατία, όπως ήταν αναμενόμενο, κατέλαβε την πρώτη θέση υπερβαίνοντας και σε αυτές τις εκλογές το 40% των ψήφων, έχοντας μεγάλη διαφορά από το δεύτερο κόμμα, τον Συνασπισμό της Ριζοσπαστικής Αριστεράς-Προοδευτική Συμμαχία.[1]
Που εν προκειμένω μένει πολύ πίσω αριθμητικά και πολιτικά, με αποτέλεσμα η Νέα Δημοκρατία να καθίσταται το μόνο πολιτικό κόμμα που να μπορεί να εκφράσει κοινωνικά αιτήματα και μάλιστα σε βάθος χρόνου και επίσης, να διατυπώσει ή ορθότερα, να καταθέσει και να εφαρμόσει ένα συνεκτικό «πρόγραμμα διακυβέρνησης»,[2] για να παραπέμψουμε στην ανάλυση του Χριστόφορου Βερναρδάκη, έχοντας όχι την ευχέρεια του χρόνου (είναι κάπως απλοϊκό να υποστηρίξουμε κάτι τέτοιο), αλλά, αντιθέτως, την πολιτική ισχύ για να το κάνει.
Η διάταξη των κομματικών-πολιτικών δυνάμεων, ή αλλιώς, περισσότερο θεωρητικό, το κομματικό σύστημα έτσι όπως προέκυψε μετά τις βουλευτικές εκλογές της 25ης Ιουνίου, θα μπορούσαμε να πούμε, στρεφόμενοι στους Γεώργιο Μαυρογορδάτο και Τάκη Παππά, πως φέρει τα χαρακτηριστικά ενός «πολωμένου πολυκομματισμού»,[3] με οκτώ κόμματα να έχουν αποκτήσει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, πράγμα που δεν είχε συμβεί ούτε στις διπλές βουλευτικές εκλογές του 2012.
Και γιατί κάνουμε λόγο για «πολωμένο πολυκομματισμό»;[4] Διότι έχουμε συνωστισμό πολιτικών κομμάτων (το ΚΚΕ δεν κοιτά ούτε προς τα πάνω ούτε προς τα κάτω) στα ‘κάτω πατώματα’ του κομματικού-πολιτικού συστήματος, τα οποία (αποφεύγουμε να τα ταυτίσουμε διότι κάτι τέτοιο είναι απλοϊκό και προδήλως εσφαλμένο), είναι έτοιμα να ‘ξιφουλκήσουν’ κατά της Νέας Δημοκρατίας, κατηγορώντας την, προκειμένου να αποκτήσουν συμπαγή κοινοβουλευτική ταυτότητα, για ‘νεοταξίτικη και ανθελληνική συμπεριφορά,’[5] για την ‘δίωξη των ελληνικών παραδοσιακών αξιών και της ελληνικής οικογένειας,’ αρνούμενα να προσφέρουν την οποιαδήποτε συναίνεση.
Και λέγοντας κάτι τέτοιο, έχουμε κατά νου με διάφορες παραλλαγές, τα πολιτικά κόμματα Ελληνική Λύση, ‘ΝΙΚΗ’ και τους ‘Σπαρτιάτες’ για τα οποία η πόλωση θα αποτελέσει προνομιακό πεδίο. Βέβαια, η ‘προσφορά’ συναίνεσης, με αστερίσκους και μη, δεν μπορεί να αποκλειστεί.
Από την άλλη πλευρά, ισχυρή θεσμική αντιπολίτευση θα ασκήσει και το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής, το οποίο δεν μπόρεσε να υπερβεί την αναντιστοιχία μεταξύ ισχυρής παρουσίας στην περιφέρεια και αδύναμης στα αστικά κέντρα και κυρίως στο Λεκανοπέδιο της Αττικής.
Γιατί όμως μπορεί να συμβαίνει κάτι τέτοιο, από την στιγμή όπου η ηγεσία του κόμματος προσέδωσε μεγάλο βάρος στο να αυξηθούν τα εκλογικά ποσοστά του κόμματος στο Λεκανοπέδιο;
Η εκτίμηση μας κινείται στον αντίποδα της εκτίμησης του Χριστόφορου Βερναρδάκη, για τον οποίο η «οργανωτική δύναμη του ΚΚΕ, καθώς και η κινητοποιητική δυνατότητα του είναι σαφώς υπερεκτιμημένες. Παρά το γεγονός ότι είναι το μοναδικό κόμμα στο ελληνικό κομματικό σύστημα που φροντίζει να συντηρεί και να διευρύνει πραγματικό αριθμό μελών, ωστόσο οι οργανωτικές του δυνατότητες είναι μάλλον μικρές».[6]
Σε αυτό το πλαίσιο, θα αναφέρουμε πως θεωρούμε την εκτίμηση Βερναρδάκη εσφαλμένη, ακριβώς διότι είναι η «οργανωτική δύναμη» καθώς και η «κινητοποιητική δυνατότητα» του ΚΚΕ τους παράγοντες εκείνους πάνω στους οποίους πέφτει και σκοντάφτει εκλογικά το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής στο Λεκανοπέδιο, αδυνατώντας να αυξήσει τα ποσοστά του όσο θα ήθελε, δυσκολευόμενο να διεισδύσει και σε εργατικά στρώματα όπως το ίδιο θα επιθυμούσε.
Εκεί όπου το ΚΚΕ, το οποίο δεν διαχωρίζει την οργανωτική του δουλειά σε ‘δουλειά εντός κρίσης’ και σε ‘δουλειά εκτός κρίσης’ όπως πράττει ο ΣΥΡΙΖΑ, έχει ήδη προλάβει να διεισδύσει σε εργατικά-λαϊκά στρώματα,[7] (δεν είναι το μόνο κόμμα βέβαια που το κάνει) όπως διεφάνη στις δύο πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις, αξιοποιώντας ακτιβιστές και συνδικαλιστές (βλέπε τον Νίκο Αμπατιέλο στον Πειραιά) για την κινητοποίηση κόσμου υπέρ του. Άρα, κάθε άλλο παρά υπερεκτιμημένες είναι οι οργανωτικές δυνατότητες του ΚΚΕ, κύρια στην Αττική, όπως μπορούμε να διαπιστώσουμε. Στρεφόμενοι σε ένα από τα βασικά ζητήματα των εκλογών αυτών, που είναι το ερώτημα εάν οι ‘Σπαρτιάτες’ είναι μία πολιτική και ιδεολογική ‘συνέχεια’ της Χρυσής Αυγής, θα ισχυρισθούμε πως όχι, κάτι τέτοιο δεν ισχύει.
Δεν πρέπει να συγχέεται η ανοιχτή έκφραση υποστήριξης του Ηλία Κασιδιάρη προς το συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα, με την Χρυσή Αυγή που εξακολουθεί να υφίσταται, παρά το ό,τι είναι ‘αόρατη’ σε πολλούς.[8]
———————————————————————————————————————————
[1] Η πρώτη εκλογική αναμέτρηση της 21ης Μαϊου, δημιούργησε, στα ‘πάνω’ πατώματα του κομματικού-πολιτικού spectrum ή άξονα, ‘παρακαταθήκες’ που δεν ήσαν καθόλου εύκολο να ανατραπούν στις δεύτερες βουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν. Υπό αυτό το πρίσμα, ενώ η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη είχε την απαιτούμενη κοινωνικοπολιτική δυναμική για να διατηρήσει το ποσοστό που έλαβε στις 21 Μαϊου (η πτώση της Νέας Δημοκρατίας είναι ανεπαίσθητη και, ας το κρατήσουμε αυτό, δίχως ουδεμία σημαντική εκλογική επίπτωση, αν και σε περίπτωση που υπερέβαινε το 41% των ψήφων θα κατάφερνε να εκλέξει και πάνω από 160 βουλευτές), χωρίς μάλιστα να πιεστεί ιδιαίτερα, ο ΣΥΡΙΖΑ απώλεσε επιπλέον δυνάμεις και ποσοστά, πέφτοντας στο 17,84% από το 20,07% των βουλευτικών εκλογών του Μαϊου, κάτι που συν τοις άλλοις σημαίνει πως έχει εισέλθει σε διαδικασία κοινωνικής-πολιτικής φθοράς (φαινόμενο ευδιάκριτο από τις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές), ίσως όχι τόσο ραγδαίας όσο στην περίπτωση του Πανελληνίου Σοσιαλιστικού Κινήματος στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, αλλά, αρκετής για να το καταστήσει ευάλωτο ένθεν και ένθεν. Ευάλωτο απέναντι στη Νέα Δημοκρατία που είναι το μόνο πολιτικό κόμμα που μπορεί πειστικά να θυμίζει στον ΣΥΡΙΖΑ ότι προς ώρας στερείται οποιασδήποτε κυβερνητικής προοπτικής, έχοντας καταστεί ‘μεσαίο’ κόμμα, σύμφωνα με την διατύπωση του Ευάγγελου Βενιζέλου. Ευάλωτο απέναντι στο ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής που μπορεί άνετα πλέον να δηλώνει προς όλους εντός και εκτός Βουλής πως μπορεί να εκπροσωπήσει περισσότερο επιτυχημένα τον χώρο της Κεντροαριστεράς όντας η ‘μόνη πραγματική αντιπολίτευση στην Νέα Δημοκρατία,’ και, τελευταίο άλλα όχι έσχατο, ευάλωτο απέναντι στο Κομμουνιστικό Κόμμα το οποίο μπορεί να αναδεικνύει τις αδυναμίες του ΣΥΡΙΖΑ να κινηθεί εξω-θεσμικά και κινηματικά, ‘ξύνοντας Αριστερές πληγές’ και θέτοντας τα στελέχη του κόμματος ενώπιον υπαρξιακών διλημμάτων: ‘Τελικά είμαστε Αριστεροί ή δεν είμαστε;’ Δεν θεωρούμε πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταστεί ευάλωτος σε επιθέσεις κομμάτων όπως η ‘ΝΙΚΗ’ και οι περιώνυμοι ‘Σπαρτιάτες’ ακριβώς διότι οι βουλευτές αυτών των κομμάτων πρωταρχικά θα εστιάσουν την κριτική τους στην Νέα Δημοκρατία.
[2] Βλέπε σχετικά, Βερναρδάκης, Χριστόφορος., ‘Πολιτικό κόμματα, εκλογές και κομματικό σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης (1990-2010),’ Εκδόσεις Σάκκουλας, Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2011, σελ. 332. Αναφερόμενοι στα του εθνικολαϊκιστικού ΣΥΡΙΖΑ, θα πούμε πως από την στιγμή όπου δεν έχει προκύψει και δεν προκύπτει μέχρι στιγμής, κρίση ηγεσίας με μέλη και βουλευτές να αμφισβητούν ανοιχτά τον Τσίπρα ζητώντας την παραίτηση του από την προεδρία, ο Αλέξης Τσίπρας βρίσκει πρόσφορο έδαφος να κινηθεί με τον τρόπο που θέλει, ακολουθώντας μία περισσότερο ασφαλή διαδικασία: Δηλαδή, θέτει τον εαυτό του στην κρίση των μελών του κόμματος του, έχοντας την επίγνωση πως διαθέτει τέτοια επιρροή εντός κόμματος, που θα είναι εκ των προτέρων δύσκολο, όχι όμως και ακατόρθωτο, για οποιονδήποτε επίδοξο διάδοχο του, να επικρατήσει επί του ιδίου.
[3] Βλέπε σχετικά, Παππάς, Τάκης., ‘Κομματικό σύστημα και πολιτικός ανταγωνισμός στην Ελλάδα, 1981-2001,’ Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 17, 2001, σελ. 71-102. Και, Mavrogordatos, G., ‘The Greek party system: A case of Limited but polarized pluralism?,’ West European Politics 7, 4, σελ. 156-169. Ένας πρωταρχικός παράγοντας που συνέβαλλε στην συγκρότηση ενός «πολωμένου πολυκομματισμού», κάτι που σημαίνει πως έχουμε πολλά κόμματα ευθέως ανταγωνιστικά μεταξύ τους, καθίσταται το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής με το οποίο διεξήχθησαν οι βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαϊου. Ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας και εκ νέου πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, αναφέρθηκε και πολύ ορθά μάλιστα, στην στρεβλωτική λειτουργία της απλής αναλογικής, η εφαρμογή της οποίας, τον προηγούμενο Μάϊο, έθεσε τις βάσεις ώστε πολιτικά κόμματα όπως η ‘ΝΙΚΗ’ και η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου, να θέσουν τις βάσεις για την απόκτηση κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης στις επόμενες βουλευτικές εκλογές που ορίστηκαν για τις 25 Ιουνίου, όπως και τελικά συνέβη. Και τι εννοούμε λέγοντας κάτι τέτοιο; Δεν θα διστάσουμε εδώ να ποσοτικοποιήσουμε την ανάλυση μας: Από την στιγμή όπου στην εκλογική αναμέτρηση του Μαϊου άγγιξαν σχεδόν το εκλογικό όριο του 3%, τότε δεν αρκούσε παρά η διεξαγωγή μίας συνεκτικής προεκλογικής εκστρατείας, ώστε τα κόμματα αυτά να καταφέρουν να εισέλθουν στη Βουλή. Και τα δύο κόμματα, στο μεσοδιάστημα μεταξύ των δύο βουλευτικών εκλογών, απέφυγαν το μεγάλο λάθος. Και λάθος δεν ήσαν ούτε η συμπεριφορά της Ζωής Κωνσταντοπούλου (αντικατάσταση ατόμων που είχαν καλές εκλογικές επιδόσεις στις προηγούμενες βουλευτικές εκλογές με άλλα, περισσότερο συνδεδεμένα με την κομματική ηγεσία), καθότι αυτή άπτεται ενός συγκεκριμένου κομματικού-οργανωτικού μοντέλου.
[4] Δεν μπορούμε εύκολα να υιοθετήσουμε την τυπολογική προσέγγιση του ομότιμου καθηγητή στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Θανάση Διαμαντόπουλου, ο οποίος κατατάσσει τους πολυκομματισμούς που αποτελούνται από 6 έως 8 πολιτικά κόμματα στην κατηγορία των «περιορισμένων» πολυκομματισμών. Πόσο «περιορισμένος» και λειτουργικός μπορεί να είναι ένας πολυκομματισμός που αποτελείται από 8 πολιτικά κόμματα με διαφορετικές στοχεύσεις και στρατηγικές, ένας πολυκομματισμός που ουσιαστικά αντανακλά, πλην Νέας Δημοκρατίας, την διάχυση και τον κατακερματισμό της ψήφου προς διάφορες κατευθύνσεις, σε ένα πολύ λεπτό σημείο όπου πλέον έχουμε ένα ισχυρό και κυρίαρχο πολιτικά κόμματα, μία ‘δυάδα’ μεσαίων εκλογικά-πολιτικά κομμάτων τα οποία και θα ανταγωνιστούν στο προσεχές εκλογικό διάστημα για ποιο θα μπορέσει να καταστεί ευθέως ανταγωνιστικό στην Νέα Δημοκρατία (αυτή είναι η μεγαλύτερη ‘κατάκτηση’ του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής από αυτές τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις), ήτοι τον ΣΥΡΙΖΑ και την Νέα Δημοκρατία και μία ‘συστάδα’ μικρών κομμάτων που από την στιγμή όπου κατέστησαν ορατά θα θελήσουν να παραμείνουν με κάθε τρόπο ορατά; Όμως, μπορούμε και με το παραπάνω να ενσωματώσουμε στην ανάλυση μας την διάκριση του Θανάση Διαμαντόπουλου μεταξύ «απόλυτων πολυκομματισμών» στους οποίους «διάφορα κόμματα διεκδικούν, σχεδόν πάντοτε, αυτοδύναμα τη λαϊκή ψήφο» και «σχετικοποιημένων ή μετριοπαθών πολυκομματισμών», όπου είναι «σύνηθης η ύπαρξη σταθερών εκλογικών (και αντίστοιχα κυβερνητικών) συμμαχιών». Ο πολυκομματισμός που προέκυψε μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου είναι «απόλυτος», εφόσον και τα οκτώ κοινοβουλευτικά κόμματα διεκδίκησαν αυτοδύναμα την λαϊκή ψήφο. Βλέπε και, Διαμαντόπουλος, Θανάσης., ‘Το κομματικό φαινόμενο. Μορφές, συστήματα, οικογένειες κομμάτων,’ Εκδόσεις Παπαζήσης, Αθήνα, 1991, σελ. 293-294.
[5] Σημασία για τέτοιου τύπου κόμματα, δεν είναι να παραγάγουν κοινοβουλευτικούς ρήτορες που θα διαθέτουν και την αντίστοιχη κοινοβουλευτική-πολιτική πεδία, αλλά να φωνασκούν προσπαθώντας να υπερκεράσουν πλέον δύο ‘μετρ’ της πολιτικής φωνασκίας όπως είναι η Ζωή Κωνσταντοπούλου και η Λιάνα Κανέλλη του ΚΚΕ η οποία λόγω πολιτικού παρελθόντος θα σηκώσει μεγάλο βάρος της αντιπαράθεσης του κόμματος με αυτά τα κόμματα.
[6] Βλέπε σχετικά, Βερναρδάκης, Χριστόφορος., ‘Πολιτικό κόμματα, εκλογές και κομματικό σύστημα. Οι μετασχηματισμοί της πολιτικής αντιπροσώπευσης (1990-2010)…ό.π., σελ. 306. Είναι πολύ σημαντικό να ειπωθεί πως η Νέα Δημοκρατία του Κυριάκου Μητσοτάκη έχει καταστεί, ως προς τα χαρακτηριστικά της εκλογικής της βάσης, κόμμα νεανικό, ‘λαϊκό’ (και όχι μονοσήμαντα ‘εργατικό’), και επίσης, πιο πολιτικά, κόμμα κυρίαρχο. Και γιατί κυρίαρχο; Γιατί μπορεί και πείθει πολλούς Κεντρώους και μετριοπαθείς ψηφοφόρους, με άξονα τον πολιτικό φιλελευθερισμό (αλά Μιλς; ) και όχι παρωχημένα ιδεολογικά σχήματα, να αποδεχθούν τις θέσεις της, τα πολιτικά προτάγματα και τα διλήμματα που θέτει. Γιατί πλέον εκπέμπει έναν τέτοιον ισχυρό αντι-λαϊκισμό, που καθιστά τον λαϊκισμό άλλων πολιτικών κομμάτων, όχι απλά ‘ανυπόφορο,’ αλλά αδύναμο πολιτικά, ανίκανο να της προξενήσει την οποιαδήποτε ζημία. Όπως πολύ εύστοχα το θέτει ο Γιάννης Βούλγαρης στην εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ έχουμε να κάνουμε με έναν «αναπροσανατολισμό της κοινωνικής πλειοψηφίας που διακομματικά αναζητά, ή καλύτερα απαιτεί, τον τριγωνικό συνδυασμό ανάπτυξης, κοινωνικού κράτους και εθνικής ασφάλειας». Βλέπε και, Βούλγαρης, Γιάννης, ‘Ποια κοινωνία ψήφισε χθες;’ Εφημερίδα ‘Τα Νέα,’ 25/06/2023, σελ. 10.
[7] Και πάλι, πιστεύουμε πως είναι ακατανόητος ο ζήλος της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής να διεισδύσει στα εργατικά-λαϊκά στρώματα της Αττικής, αναλαμβάνοντας την πολιτική εκπροσώπηση τμήματος αυτών, από την στιγμή μάλιστα όπου υπάρχουν πολλές δυνατότητες εκλογικής και πολιτικής διείσδυσης σε ώριμα μεσαία και μεσοαστικά κοινωνικά στρώματα που διαβούν σε συγκεκριμένες περιοχές. Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής (άραγε, θα αναρωτηθεί η ηγεσία του για το ατελέσφορο της στρατηγικής ‘ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας’; ), μόνο εάν καταστεί πολυσυλλεκτικό κοινωνικά, μπορεί να γίνει εκ νέου ισχυρό. Στο ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής του Νίκου Ανδρουλάκη, οι «φατρίες», σύμφωνα με την διατύπωση του Zarinski, φέρουν ένα περισσότερο «ιδεολογικό» (η στροφή προς έναν μονολιθικό και ‘τυφλό αντι-Μητσοτακισμό’ Συριζαϊκού τύπου, θα είναι μείζον πολιτικό λάθος), και λιγότερο «προσωπικό χαρακτήρα», με το κόμμα να πλήττεται επίσης από το υψηλό ποσοστό της αποχής στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου, εκεί όπου δεν θα ήσαν υπερβολικό να πούμε πως από την στιγμή όπου το κόμμα πέτυχε το στόχο του που ήταν ένα διψήφιο ποσοστό στις πρώτες εκλογές, κάποιοι ψηφοφόροι του ‘απελευθερώθηκαν’ πλήρως, θεωρώντας πως έχουν επιτελέσει και με το παραπάνω το εκλογικό τους καθήκον (συμβάλλοντας στην άνοδο του ΠΑΣΟΚ-Κινήματος Αλλαγής) αποκτώντας πλέον το ‘δικαίωμα’ στην αποχή. Για την ανάλυση του Zarinski, βλέπε και, Beller, D., & Belloni, F., ‘Faction politics,’ ABC, Clio Press, Santa Barbara, 1978. Πέραν αυτού, αυτοί οι εκλογείς του ΠΑΣΟΚ που απείχαν εκτίμησαν πως εύκολα ή δύσκολα το κόμμα θα καταφέρει να λάβει ξανά διψήφιο ποσοστό. Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής (να μία πολύ σημαντική πολιτική ευκαιρία) αποτελεί δυνάμει κοινοβουλευτικό σύμμαχο της Νέας Δημοκρατίας, ιδίως σε ό,τι έχει να κάνει με την υπερψήφιση νομοσχεδίων μεταρρυθμιστικής υφής. Μία τέτοια θετική στάση μπορεί να το καταστήσει περαιτέρω ελκτικό και αξιόπιστο στα μάτια μετριοπαθών ψηφοφόρων.
[8] Η διεξαγωγή των εκλογών της 25ης Ιουνίου με λίστα δεν αποτέλεσε μεταβλητή που επηρέασε την εκλογών βουλευτών στο ελληνικό κοινοβούλιο. Η πλέον ισχυρή μεταβλητή ως προς αυτό, ήσαν το εκλογικό σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής που ευνόησε πρώτα και κύρια την Νέα Δημοκρατία ως το αδιαφιλονίκητο πρώτο κόμμα, το οποίο εξέλεξε επιπλέον βουλευτές εις βάρος των υποψηφίων άλλων κομμάτων, κυρίως σε τριεδρικές και τετραεδρικές εκλογικές περιφέρειες (βλέπε την ανάλυση του Παναγιώτη Κουστένη), και, δευτερευόντως τα μικρότερα κόμματα, τα οποία εξέλεξαν βουλευτές σε κάποιες εκλογικές περιφέρειες εις βάρος κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Εάν στραφούμε σε μία παλαιά αλλά αρκούντως πρωτότυπη εκλογική μελέτη του Δημοσθένη Δώδου, θα υπογραμμίσουμε πως στις πρώτες βουλευτικές εκλογές του 2023, το σύστημα της «δισταυρίας», εφαρμοζόμενο σε μία τετραεδρική περιφέρεια όπως η Ημαθία, λειτούργησε «παντρεύοντας» νέο (Τάσος Μπαρτζώκας) με παλαιό υποψήφιο (Απόστολος Βεσυρόπουλος) και όχι δύο παλαιούς ή δύο νέους, όπως στη Θεσσαλονίκη του 1981. Βλέπε και, Δώδος Δημοσθένης., ‘Ενδοκομματική σταυροφορία,’ Αντί, Τεύχος 189.
Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Εάν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε τη σελίδα, θα υποθέσουμε πως είστε ικανοποιημένοι με αυτό.Εντάξει