Μετά την πρόσφατη αιματηρή καταδίωξη στα Διαβατά Θεσσαλονίκης, για ακόμα μία φορά ανακύπτουν στο δημόσιο διάλογο ερωτήματα για την επιχειρησιακή λειτουργία της Ελληνικής Αστυνομίας και επαναφέρεται το ζήτημα της εγκατάστασης καμερών σώματος στις δυνάμεις της.
Είναι γνωστό ότι οι κάμερες στις στολές των αστυνομικών αποτελούν τεχνολογία ευρέως αποδεκτή στις αστυνομίες πολλών κρατών στην Ευρώπη, αλλά και στις ΗΠΑ. Γιατί, λοιπόν, δεν χρησιμοποιούμε αυτές τις κάμερες και εδώ, στην Ελλάδα; Τόσο η κοινωνία όσο και οι ίδιοι οι αστυνομικοί φαίνεται ότι τις θέλουν. Πού κολλάει το θέμα; Γιατί το καθυστερούμε τόσο;
Η μόνη εξήγηση είναι η νοσηρή σχέση που έχουμε διαχρονικά με το κράτος και τις υπηρεσίες του. Αφού πρώτα το έχουμε ευνουχίσει, τα περιμένουμε όλα από εκείνο. Η Αστυνομία είναι ένα πολύ καλό παράδειγμα: Θέλουμε να είναι σε όλα της τέλεια, πράγμα θεμιτό, αλλά ταυτόχρονα την κατηγορούμε όταν κάνει τη δουλειά της, συνήθως δεν την θέλουμε πολύ αυστηρή και, σε μερικές περιπτώσεις, δεν θέλουμε καν να την βλέπουμε. Ως εκ τούτου, δεν είναι ακριβώς τυχαίο που την έχουμε αφήσει να λειτουργεί με απαρχαιωμένο εξοπλισμό, υποστελεχωμένα τμήματα και, καθώς φαίνεται, παρωχημένη εκπαίδευση. Και ενώ όλοι ξέρουμε ότι πρέπει να εκσυγχρονιστεί, πάντα σπρώχνουμε το ζήτημα παρακάτω.
Επιπλέον, η σχέση μας με τους θεσμούς μας είναι η άλλη πλευρά του ίδιου προβλήματος. Έχουμε μάθει να τους παρακάμπτουμε με ένα σωρό διαφορετικούς τρόπους, κι έτσι καλλιεργούμε ως κοινωνία, εδώ και δεκαετίες, την ανοχή μας στην παραβατικότητα. Για ποιον άλλο λόγο ανακύπτει το ζήτημα της ιδιωτικότητας των πολιτών, κάθε φορά που μιλάμε για τις κάμερες των αστυνομικών;
Κάθε φορά, διυλίζουμε τον κώνωπα της ιδιωτικότητας των πολιτών μες στο φως του δημόσιου χώρου και καταπίνουμε την κάμηλο των αιματηρών εγκλημάτων μες στο μαύρο σκοτάδι. Και, βεβαίως, ας μην ξεχνάμε ότι τέτοια εγκλήματα μπορούν να γίνουν κι από αστυνομικούς. Βλέπετε, οι κάμερες τα καταγράφουν όλα, δεν διαλέγουν εγκλήματα ή εγκληματίες…
Για να μην παρεξηγηθούμε, η ιδιωτικότητα των πολιτών είναι ένα πολύ σοβαρό ζήτημα και ειδικότερα, ως δικαίωμα, πρέπει να περιφρουρείται από τυχόν παραβιάσεις, όπως π.χ. η παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων. Ωστόσο, εδώ μιλάμε για πράξεις που τελούνται σε δημόσιο χώρο και όσοι εξακολουθούν να είναι επιφυλακτικοί παραγνωρίζουν το κοινωνικό κομμάτι της υπόθεσης.
Εν προκειμένω, τουλάχιστον στην Ελλάδα, ως προϋπόθεση λειτουργίας των συστημάτων επιτήρησης (άρα και των καμερών της ΕΛ.ΑΣ.) τίθεται και εφαρμόζεται η αρχή της αναλογικότητας, οπότε και λαμβάνονται νομικά υπόψη η αναγκαιότητα και η καταλληλότητα των εν λόγω συστημάτων. Κάτι παρόμοιο, προφανώς, ισχύει και σε όλες τις άλλες ανεπτυγμένες χώρες, όπου βάζουν κάμερες στις αστυνομίες τους και όπου, επίσης, τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών λαμβάνονται σοβαρά υπόψη.
Εν κατακλείδι, όπως συμβαίνει με πολλά διαχρονικά προβλήματα στην Ελλάδα, το θέμα με τις κάμερες σώματος στην ΕΛ.ΑΣ. αντιμετωπίζει μία κωλυσιεργία που είναι αδικαιολόγητη. Περιμένουμε ένα τραγικό περιστατικό για να τις συζητήσουμε, με τον ίδιο τρόπο που περιμένουμε τις φονικές πυρκαγιές το καλοκαίρι για να συζητήσουμε για τα αυθαίρετα στο δάσος. Έχουμε θύματα, τα θρηνούμε, συζητάμε τι πρέπει να γίνει και εν πολλοίς συμφωνούμε και μετά τα ξεχνάμε όλα και στο τέλος δεν γίνεται τίποτα. Κι αν με τα αυθαίρετα πρέπει να γκρεμιστεί το σύμπαν για να δούμε μία πραγματική αλλαγή, με τις κάμερες το μόνο που χρειάζεται είναι απλώς οι ίδιες οι κάμερες και μερικές μπαταρίες! Τι περιμένουμε;