Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι, προς το παρόν, ο μεγάλος νικητής της ρωσο-ουκρανικής κρίσης. Ο Ερντογάν προσεγγίζει το Ισραήλ, καταδικάζει την επίθεση του Βλαντιμίρ Πούτιν, αλλά παραμένει επιφυλακτικός με τις κυρώσεις, εφάρμοσε κατά γράμμα τη Σύμβαση του Μοντρέ για τη διέλευση πλοίων στον Βόσπορο, συνεχίζει την επιρροή του στην Ουκρανία, την οποία επίσης υπερασπίζεται χάρη στα drones Tb-2 και είναι μαζί με μερικές άλλες χώρες, όπως η Πολωνία και η Ρουμανία, καθοριστικής σημασίας για τον ευρωατλαντικό αποκλεισμό της Ρωσίας.
Ο Ερντογάν αποδεικνύει ότι γνωρίζει τις περίπλοκες λογικές της διαμεσολάβησης μεταξύ τυπικότητας και ανεπίσημου χαρακτήρα. Ξεκινώντας τις συνομιλίες μεταξύ των αντιπροσωπειών της Μόσχας και του Κιέβου, χρησιμοποίησε γλυκά λόγια τόσο για τον Πούτιν όσο και για τον εχθρό του Ζελένσκι, εγγυήθηκε την παρουσία στη Σύνοδο Κορυφής του Ρόμαν Αμπράμοβιτς, που αποτελεί γέφυρα μεταξύ Ρωσίας και Ισραήλ σε ό,τι αφορά τον δυτικό οικονομικό-χρηματοπιστωτικό κόσμο και έγνευσε προς το Τελ Αβίβ. Ο Ερντογάν, ένας ηγέτης που πάντα του άρεσε να καταπατά το διεθνές δίκαιο έχει γίνει μεσολαβητής. Πολλοί υποστηρίζουν εδώ και ένα μήνα, ότι αυτή η σύγκρουση είναι προορισμένη να αλλάξει την ιστορία. Ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος. Όλα ξεκινούν από το μηδέν, το παρελθόν δεν υπάρχει πια, είναι ξεπερασμένο. Ο Ερντογάν είναι απόδειξη αυτής της τάσης.
Είναι βέβαιο ότι ο Ερντογάν δεν μεσολαβεί για να είναι απλός πρωταγωνιστής, ή τουλάχιστον όχι μόνον αυτό. Φυσικά, ως δυναμικός ηγέτης, πολλές φορές, έχει καταφέρει να μετατρέψει την ήττα σε νίκη, ο Ερντογάν έχει μπλέξει τις υποθέσεις αρκετές φορές, έχει ανατρέψει συμμαχίες, έχει εγγυηθεί απροσδόκητες στροφές. Η ουκρανική κρίση λειτουργεί ως πλυντήριο πολλών επικρίσεων για την Άγκυρα που αφορούν την απολυταρχία, τη διαχείριση των προσφύγων, τους απερίσκεπτους ελιγμούς στη Μεσόγειο και τη Λιβύη, σε ό,τι αφορά το δυτικό στρατόπεδο. Τώρα η Τουρκία είναι μια ολοκληρωμένη δύναμη με έναν ξένο γείτονα που πρέπει να συγκρατηθεί και μπορεί να μεσολαβήσει ακριβώς λόγω αυτής της στρατηγικής σημασίας. Και τα συμφέροντα που διακυβεύονται είναι πολλά.
Πρώτον, το μεγάλο ενεργειακό παιχνίδι. Η Τουρκία του Ερντογάν είναι μια γέφυρα για τη διέλευση του ρωσικού φυσικού αερίου μέσω του TurkStream και στοχεύει να συμμετάσχει δυναμικά στο μέλλον των εξαγωγών φυσικού αερίου προς την Ευρώπη. Σε μια φάση μεγάλης αντιπαράθεσης μεταξύ των μερών που εμπλέκονται στον πόλεμο του φυσικού αερίου, η Άγκυρα μπορεί εύλογα να σκεφτεί μια οπλοποίηση της κεντρικής της θέσης στον ευρωμεσογειακό ενεργειακό κόσμο.
Δεύτερον, ο Ερντογάν έχει κάθε συμφέρον να αποτρέψει τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο από το να δημιουργήσει παγκόσμιο οικονομικό σοκ, και έχοντας αυτό κατά νου, σκέφτεται επίσης προσεκτικά το ζήτημα των κρίσιμων ρωσικών και ουκρανικών προμηθειών σιτηρών που θα αύξαναν το κόστος με σοβαρές επιπτώσεις στη ζωή της χώρας. Η Τουρκία όντας σημαντική για τη Μόσχα και το Κίεβο, θα ήθελε την επιτάχυνση του τερματισμού της κρίσης και η διαμεσολάβηση, μπορεί να αποτελέσει εγγύηση υπό αυτή την έννοια.
Τρίτον, ο Ερντογάν κοιτάζει το 2023. Έτος καθοριστικών προεδρικών εκλογών αλλά, κυρίως, εκατονταετηρίδας της Δημοκρατίας που ίδρυσε ο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Μετά τη νομισματική κρίση, στην Τουρκία οι άνθρωποι, ταλαιπωρημένοι από τη φτώχεια, διαμαρτύρονται. Σε αυτό προστίθεται μια αντιπολίτευση που αυτή τη φορά φαίνεται αποφασισμένη να μην λειτουργήσει μόνο με ρητορείες. Το να παρουσιάζεται ως διαμεσολαβητής και ως σταθεροποιητής μπορεί να δώσει στον Ερντογάν σημαντική ώθηση ενόψει των επερχόμενων εκλογών.
Ακριβώς όπως ο Ατατούρκ σταθεροποίησε τις σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση, ο Ερντογάν θέλει να κλείσει μια συμφωνία που επιτρέπει μια εγκάρδια κατανόηση με τη Ρωσία και την Ουκρανία.
Και φτάνουμε στο τελευταίο σημείο: η σταθεροποίηση της Μαύρης Θάλασσας θα ήταν μέρος ενός τόξου τουρκικής επιρροής που βλέπει την Άγκυρα και τη Μόσχα να καλούνται να μεσολαβήσουν και στα σενάρια της Λιβύης, της Συρίας και του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Το να βοηθήσει τη Ρωσία και την Ουκρανία να βρουν μια διέξοδο θα έδινε στην Τουρκία και στην υψηλή στρατηγική της, μια σημαντική γεωπολιτική αναβίωση αυξάνοντας τις δυνατότητες για να πάρει παραχωρήσεις αλλού.
Ωστόσο, η προσπάθεια της Άγκυρας έχει δομικούς περιορισμούς. Η διαμεσολαβητική της δυνατότητα ισχύει όσο η κατάσταση στην Ουκρανία ήταν στο επίπεδο των πρώτων ημερών του Μαρτίου. Όσο η κατάσταση επί του πεδίου μεταβάλλεται υπέρ της Ρωσίας, η διαμεσολαβητική δυνατότητα της Τουρκίας, μειώνεται. Αν η Ρωσία κερδίσει στρατιωτικά και καταλάβει ακόμα περισσότερα εδάφη, τότε τα πράγματα αλλάζουν.
Η Τουρκία επιθυμεί η κρίση στην Ουκρανία να μην έχει νικητή, κυρίως αν αυτός είναι η Ρωσία. Το συμφέρον της Άγκυρας είναι να προσέλθουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων δύο εξαντλημένες χώρες, χωρίς εμφανή κέρδη από τη σύγκρουση. Μία Ρωσία που έχει κερδίσει στρατιωτικά και έχει ισχυροποιηθεί, δεν είναι διαχειρίσιμη από την πλευρά της Άγκυρας.
Εξάλλου, ο στόχος της Μόσχας είναι η διαπραγμάτευση με την Ουάσιγκτον και όχι με το Κίεβο. Και σε αυτό το επίπεδο διαπραγμάτευσης, τίποτα δεν εγγυάται ότι η Άγκυρα θα παίξει τον ρόλο του διαμεσολαβητή.