Το άνοιγμα της εστίασης είναι πλέον από χθες γεγονός και μια σειρά κλάδοι της οικονομίας, από τη βιομηχανία τροφίμων μέχρι την πρωτογενή παραγωγή ουσιαστικά ξεκινούν σχεδόν λίγο επάνω από το μηδέν, ενώ ακόμη και το λιανεμπόριο προσβλέπει σε αύξηση της κατανάλωσης μετά την επανεκκίνηση της εστίασης.
Με άλλα λόγια, η επανεκκίνηση των καταστημάτων εστίασης δεν προσφέρει σανίδα σωτηρίας μόνο στις 82 χιλ. επιχειρήσεις και στους 380 χιλ. εργαζόμενους του κλάδου που βρέθηκαν σε υποχρεωτική απραξία για πάνω από ένα εξάμηνο αλλά σε επιχειρήσεις και εργαζόμενους από ένα ευρύτερο επιχειρηματικό οικοσύστημα, που βυθίστηκε στην ύφεση από το “λουκέτο” της εστίασης. Πρόκειται για επιχειρήσεις που παράγουν προϊόντα και υπηρεσίες για την εφοδιαστική αλυσίδα εστιατορίων, καφέ και χώρων ψυχαγωγίας και διασκέδασης, από τομείς της βιομηχανίας τροφίμων, όπως η οινοποιία και ο κλάδος αναψυκτικών, μέχρι τον κλάδο του πολιτισμού, τους μουσικούς και καλλιτέχνες που απασχολούνται στα μαγαζιά.
Η αύξηση της εντός σπιτιού κατανάλωσης και οι εξαγωγές απορρόφησαν μέρος των κραδασμών το τελευταίο 12μηνο αλλά δεν απέτρεψαν την καθίζηση των πωλήσεων και την εξάντληση της ρευστότητας πολλών επιχειρήσεων. Είναι ενδεικτική άλλωστε η πίεση στα δίκτυα cash & carry των εταιρειών του οργανωμένου λιανεμπορίου, παρά την ισχυρή ανάπτυξη των πωλήσεων στα δίκτυα των supermarket που “έσβησε” αυτή την ζημιά.
Κλάδοι όπως η οινοποιία, η ζυθοποιία και η μικροζυθοποιία και ευρύτερα ο κλάδος αναψυκτικών, καφέ και αλκοολούχων ποτών εξαρτώνται άμεσα από την εστίαση αφού το σημαντικότερο μερίδιο της κατανάλωσης των προϊόντων τους γίνεται σε εστιατόρια και καφέ. Ειδικά στον κλάδο της οινοποιίας, ο οποίος αριθμεί περισσότερες από 1.000 επιχειρήσεις στην Ελλάδα, το 75% της κατανάλωσης γίνεται στη λεγόμενη κρύα αγορά, δηλαδή σε εστιατόρια, ταβέρνες και μπαρ και μόνο 25% διακινείται στο κανάλι των supermarket. Ανάλογη είναι η κατάσταση στη ζυθοποιία που αριθμεί περί τις 90-100 επιχειρήσεις, όπου σχεδόν 60% της κατανάλωσης αφορά την κρύα αγορά.
Προσδοκίες με την επανεκκίνηση της εστίασης καλλιεργούνται συνολικά στον κλάδο αλκοολούχων ποτών, που απασχολεί περί τις 32 χιλ. εργαζόμενους, συνεισφέροντας 1,5 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ.
Ας σημειωθεί ότι υπάρχουν εταιρείες που βρίσκονται επί ξηρού ακμής και περιμένουν από το άνοιγμα της horeca να καλύψουν πάσης φύσεων υποχρεώσεις και ανοίγματα σε δανειστές που συσσωρεύτηκαν ένα χρόνο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας.
Η πτώση της ζήτησης για γεωργικά προϊόντα και κατά συνέπεια η πτώση των τιμών ανέδειξαν τον κίνδυνο μείωσης της γεωργικής παραγωγής, με αποτέλεσμα η επανεκκίνηση να ανεβάζει και πάλι τον πήχη των προσδοκιών. Ενδεικτικές είναι οι προσδοκίες και στην αγορά παγωτού αλλά και στον κλάδο των ιχθυοκαλλιεργειών, όπου η αναστολή της λειτουργίας εστιατορίων και ξενοδοχείων προκάλεσε σημαντική υστέρηση. Σημειώνεται ότι τα ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας κατέχουν τη δεύτερη θέση των εξαγωγών της Ελλάδας σε αγροτικά προϊόντα, με αξία σχεδόν 500 εκατ. ευρώ, σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (2019). Το 2020 οι πωλήσεις κυρίως τσιπούρας, λαβρακιού αλλά και άλλων ειδών ανήλθε σε 115.000 τόνους, αξίας περίπου 530 εκατ. ευρώ. Η παραγωγή αυτή προκύπτει από 302 μονάδες θαλάσσιας ιχθυοκαλλιέργειας όπου εκτρέφονται κυρίως τσιπούρα και λαβράκι – ενώ υπάρχουν και 26 ιχθυογενετικοί σταθμοί μεσογειακών ιχθυδίων (τσιπούρα, λαβράκι, λοιπά μεσογειακά είδη).
Ένα άλλο ενδεικτικό παράδειγμα είναι η αγορά της αυγοπαραγωγής, με κύκλο εργασιών που εκτιμάται ότι προσεγγίζει τα 200 εκατ. ευρώ και με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ως προς τη διάρθρωσή της, καθώς πέρα από τις περίπου 100 μεγάλες καθετοποιημένες μονάδες που φτάνουν μέχρι τη μεταποίηση και κάποιες μεσαίας κατηγορίας παραγωγικές μονάδες υπάρχουν και χιλιάδες μικροί παραγωγοί. Σημειώνεται ότι πέρυσι το Πάσχα συνέπεσε με την “καραντίνα”, με αποτέλεσμα να σημειωθεί έκρηξη στη ζήτηση στο κανάλι του supermarket. Έτσι παρατηρήθηκε το φαινόμενο της επιμήκυνσης της πασχαλινής περιόδου, που παραδοσιακά είναι οι δύο εβδομάδες πριν το Πάσχα αλλά λόγω των συνθηκών έγινε τέσσερις εβδομάδες, με πάνω από 20% αύξηση σε ζήτηση και τζίρο. Η χρονιά όμως δεν έκλεισε καλά διότι χάθηκε η αγορά της horeca, που είναι εξαιρετικά σημαντική για τον κλάδο. Αρκεί να σημειωθεί ότι ο Έλληνας καταναλώνει περίπου 140 αυγά το χρόνο (συμπεριλαμβανομένων και όσων χρησιμοποιούνται για κατασκευή αρτοσκευασμάτων και γλυκισμάτων) όταν ο Ευρωπαίος καταναλώνει πάνω 260 και ο Αμερικανός 300, όπως σημειώνει στο Euro2day ο διευθυντής της Ένωσης Αυγοπαραγωγών Ελλάδας, Γιάννης Λιάρος. Τα εκατομμύρια των τουριστών που κατανάλωναν μεγάλες ποσότητες αυγών σε καταστήματα εστίασης και ξενοδοχεία, με πρωινά γεύματα που συνηθίζεται να είναι πλούσια σε Ω3 λιπαρά, στέρησαν από την αγορά πολύτιμους πόρους. Έτσι ό,τι κερδήθηκε στο ράφι του supermarket χάθηκε στην εστίαση και σύμφωνα με εκτιμήσεις ο κλάδος έκλεισε με πτώση περίπου 10-15%.
Εν κατακλείδι, η επανεκκίνηση της εστίασης, με την πλήρη λειτουργία των επιχειρήσεων, θα συνεισφέρει στην ανάκαμψη θέτοντας σε τροχιά ανάπτυξης μια σειρά από κλάδους που παράγουν προστιθέμενη αξία για την οικονομία. Πρόκριμα για την επιστροφή στην κανονικότητα είναι η ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης σε συνέχεια της συρρίκνωσης του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών, ως απόρροια της πανδημίας, αλλά και η πορεία του τουρισμού, μετά τη βουτιά 76,5% στις ταξιδιωτικές εισπράξεις το 2020.
ΑΠΕ-ΜΠΕ