Όπως έχει ήδη γράψει η Ιστορία, ο ΣΥΡΙΖΑ την πρώτη πενταετία της ελληνικής κρίσης γιγάντωσε τα ποσοστά του απευθυνόμενος αποκλειστικά στο συναίσθημα του εκλογικού κοινού. Από τις γελοίες υπερβολές τύπου «θα βαράμε το νταούλι και οι αγορές θα χορεύουν» μέχρι τις απαράδεκτες περί αυτοκτονιών και λιποθυμιών παιδιών στα σχολεία, έκανε το πιο εύκολο πράγμα που μπορεί να κάνει κανείς στην πολιτική: Λαΐκισε ασύστολα.
Μετά έγινε κυβέρνηση και αφού πέρασε τέσσερα και πλέον χρόνια στην εξουσία δεχόμενος το ένα χαστούκι μετά το άλλο από τη σκληρή πραγματικότητα της κρίσης, θα περίμενε κανείς ότι πλέον ξέρει καλύτερα. Τελικά δεν ξέρει… Πιστός στο αριστερό του γενετικό υλικό, ακόμα αντιλαμβάνεται την πολιτική σαν διαγωνισμό ευαισθησίας. Για το πρόβλημα των μεταναστών και των προσφύγων στα ελληνικά νησιά, ειδικότερα, έχει ξεκάθαρη άποψη για το πώς δεν λύνεται. Δεν λύνεται με τα ΜΑΤ, δεν λύνεται με κλειστά σύνορα, δεν λύνεται με κλειστά κέντρα φιλοξενίας, δεν λύνεται με φράχτες στη θάλασσα… Πέντε χρόνια εμπειρίας στην κυβέρνηση για τον ΣΥΡΙΖΑ δεν ήταν αρκετά για να μας πει και μία ιδέα, έστω, για το πώς λύνεται. Προφανώς πιστεύει ότι στην προκειμένη περίπτωση η καλύτερη πολιτική είναι εκείνη που ασκούσε και ο ίδιος: να μην γίνει τίποτα.
Ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ έγραφε στην Αυγή πριν λίγους μήνες πως «Οι ροές έχουν αυξηθεί δραματικά τους τελευταίους τρεις μήνες και οι εντάσεις στην Τουρκία επιδεινώνουν διαρκώς την κατάσταση. Δεν πρόκειται για προσωρινό, επιφανειακό πρόβλημα που λύνεται με κλειστά σύνορα και φράχτες.» (Η Αυγή, 19/10/2019, «Επίσκεψη στην κόλαση της Μόριας») Πολλά μπορεί να πει κανείς για την πολιτική κλειστών συνόρων, αλλά, όταν μιλάμε συγκεκριμένα για τις ροές, συγγνώμη, αλλά λύνονται και με κλειστά σύνορα και φράχτες. Δεν το λέμε εμείς, το λένε οι νόμοι της φυσικής.
Επίσης, ο ίδιος ευρωβουλευτής την προηγούμενη εβδομάδα κατέθεσε ερώτηση προς την Κομισιόν για το πλωτό φράγμα στη θαλάσσια περιοχή της Λέσβου, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι εμποδίζει την είσοδο για τους «προερχόμενους από εμπόλεμες ζώνες πρόσφυγες». Πολύ ευαίσθητος και μπράβο του, αλλά τόσο ο ίδιος, όσο και η Κομισιόν που εξετάζει κατά πόσο ο εν λόγω φράχτης παραβιάζει ανθρώπινα δικαιώματα, θα πρέπει να εξηγήσουν αν τελικά η Τουρκία θεωρείται ή όχι ασφαλής χώρα για πρόσφυγες. Η συμφωνία τής Ευρωπαϊκής Ένωσης με το καθεστώς Ερντογάν, μαζί με όλα τα ευρωπαϊκά χρήματα που του έχουν σταλεί για το ζήτημα, θεωρητικά έχουν ήδη απαντήσει στο ερώτημα. Αν είναι, όμως, να αναθεωρήσει η ΕΕ και τελικά δεν είναι ασφαλής η Τουρκία, ας μην της στέλνουμε χρήματα και ας ανοίξουμε η Ελλάδα μαζί με την υπόλοιπη Ευρώπη τα σύνορα για τους πρόσφυγες.
Να ξεκαθαρίσουμε δύο πράγματα εδώ: Πρώτον, τα ερμητικά κλειστά σύνορα δεν είναι η καλύτερη λύση, έχουμε αναλύσει την άποψή μας εξαντλητικά σε άλλα άρθρα (βλ. ενδεικτικά: GR POST, 03/10/2019, «Το μεταναστευτικό σε Ελλάδα και Ευρώπη», https://grpost.blogspot.com/2019/10/blog-post_3.html). Ωστόσο, το πρόβλημα έχει ξεπεράσει την Ελλάδα και, για να είμαστε ακριβέστεροι, έχει ξεπεράσει προ πολλού τα νησιά της. Σε αυτό το πλαίσιο, αν μπορούν ευρωπαϊκά κράτη να κλείνουν τα σύνορά τους στην Ελλάδα, τότε πολύ απλά μπορεί και η Ελλάδα να κλείσει τα σύνορά της στην Τουρκία.
Δεύτερον, δεν υπερασπιζόμαστε τον πλωτό φράχτη. Φαίνεται κακή ιδέα, ακόμα κι αν επεκταθεί πάνω από τα 2,7 χιλιόμετρα που είναι το τωρινό μήκος του. Υπερασπιζόμαστε τη δράση ως το αντίθετο της αδράνειας και της λογικής «τα περιμένω όλα από τους άλλους». Της λογικής, δηλαδή, που υπηρέτησε ο ΣΥΡΙΖΑ όσο ήταν στην κυβέρνηση και που, εδώ που τα λέμε, ακολουθεί παραδοσιακά η Ελλάδα όποτε τα βρίσκει σκούρα, από τις ελληνοτουρκικές κρίσεις προηγούμενων δεκαετιών μέχρι την τρέχουσα οικονομική κρίση που θέλαμε να μας σώσουν οι Ευρωπαίοι χωρίς να μεταρρυθμιστούμε. Αν χρειάζεσαι βοήθεια, πρώτα κάνεις ό,τι μπορείς ο ίδιος και η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται πως κάνει ό,τι μπορεί για να ξεχαστεί το καταστροφικό «δεν έχει σύνορα η θάλασσα» χωρίς να πνίγεται κόσμος στο Αιγαίο.
Κατά τα άλλα, καλές οι ευαισθησίες, χρειάζονται, αλλά μία κυβέρνηση εκλέγεται για να προσφέρει – ή έστω να δοκιμάζει – λύσεις σε πραγματικά προβλήματα και όχι για να θεωρητικολογεί. Αλλιώς η δημοσκόπηση δεν θα ρωτούσε «ποιος είναι καταλληλότερος για πρωθυπουργός», αλλά «ποιος είναι πιο ευαίσθητος»…