Πέθανε σήμερα σε ηλικία 79 ετών ο Δημήτρης Τσοβόλας στο νοσοκομείο Αττικόν όπου νοσηλευόταν.
O Δημήτρης Τσοβόλας προερχόταν από φτωχή οικογένεια και γεννήθηκε το 1942 στο ορεινό χωριό Μελισσουργοί Άρτας, στα Τζουμέρκα. Η οικογένειά του υπέστη διώξεις στα μετεμφυλιακά χρόνια λόγω της συμμετοχής της στην Εθνική Αντίσταση και στο ΕΑΜ επί Κατοχής.
Είχε σπουδάσει Νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Αθήνα επί σχεδόν έξι δεκαετίες. Διετέλεσε συνήγορος υπεράσπισης σε σημαντικές δίκες με αποκορύφωμα την νομική εκπροσώπηση της οικογένειας του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου μετά το 2008, ενώ από τις τελευταίες μεγάλες υποθέσεις που ανέλαβε είναι η υπεράσπιση του Δημήτρη Παπαγγελόπουλου για την υπόθεση Novartis.
Ήταν παντρεμένος με την Κατερίνα Γιώτη και έχει δυο παιδιά. Ο μεν γιος του είναι γιατρός ενώ η κόρη του δικηγόρος και στενή του συνεργάτιδα.
Ο «γιός του αγωγιάτη», όπως ίδιος είχε χαρακτηρίσει τον εαυτό του από το βήμα της Βουλής όταν είχε μιλήσει για την παραπομπή του στο Ειδικό Δικαστήριο για την υπόθεση Κοσκωτά- Καλκάνη, το 1991 μπήκε στη πολιτική αμέσως μετά την πτώση της Χούντας.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος του ΠΑΣΟΚ, το 1974, και εκλέχθηκε για πρώτη φορά βουλευτής Άρτας το 1977 ενώ επανεκλέχθηκε το 1981 και ξανά το 1985.
Από την πρώτη κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου ως τη παραπομπή του ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ, το 1989, ο Δημήτρης Τσοβόλας τοποθετήθηκε στο υπουργείο Οικονομικών αρχικά, ως υφυπουργός (1981-1984), μετά αναπληρωτής υπουργός (1984-1985) και υπουργός την περίοδο 1985-1989, όπου σε προεκλογική συγκέντρωση στο Περιστέρι ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε πει τη φράση «Τσοβόλα δώστα όλα», καθώς ήταν δημοφιλής για τις πολιτικές παροχών που εφάρμοσε, κυρίως μετά το 1987, όταν αποχώρησε από τη θέση του υπουργού Εθνικής Οικονομίας ο Κώστας Σημίτης, ο οποίος είχε εφαρμόσει το σταθεροποιητικό πρόγραμμα μετά την δεύτερη εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ, το 1985.
Για τη ρύθμιση φορολογικών εκκρεμοτήτων του επιχειρηματία Καλκάνη κατηγορήθηκε τον Μάιο του 1991 και παραπέμφθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο. Τον Ιανουάριο του 1992 καταδικάστηκε σε δυόμισι χρόνια φυλάκιση με αναστολή και τριετή στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων, χάνοντας έτσι τη βουλευτική του έδρα τον Απρίλιο του 1992. Έγινε επαναληπτική εκλογή στη Β Αθηνών και τη θέση του πήρε ο Γ.Α. Μαγκάκης αφού όλοι οι επιλαχόντες των εκλογών του 1990 παραιτήθηκαν.
Με αφορμή τη τριετή στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων του δεν μπόρεσε να θέσει υποψηφιότητα το 1993, ενώ δεν θέλησε να συμμετάσχει παρά τη χάρη που του απονεμήθηκε, στη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ μετά την επάνοδο στην εξουσία το 1993.
Αν κάτι διέκρινε τον Δημήτρη Τσοβόλα ήταν η σταθερή και μαχητική στάση του για την υπεράσπιση των απόψεών του. Τον Οκτώβριο του 1995 αποχώρησε από την ΚΕ του ΠΑΣΟΚ και στις 20 Δεκεμβρίου του ίδιου χρόνου ίδρυσε το Δημοκρατικό Κοινωνικό Κίνημα (ΔΗΚΚΙ).
Ο Δημήτρης Τσοβόλας κατάφερε να εκλεγεί και πάλι βουλευτής, το 1996, στη Β Αθηνών με το ΔΗΚΚΙ όμως στις εκλογές του 2000 δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει το απαραίτητο ποσοστό 3% ώστε να μπει στη Βουλή.
Λίγο καιρό αργότερα ζήτησε την αναστολή λειτουργίας τού ΔΗΚΚΙ, η οποία δεν πραγματοποιήθηκε από άλλα στελέχη του, και ο ίδιος αποχώρησε επιστρέφοντας την κρατική χρηματοδότηση. Από το 2004 έπαψε να ασχολείται με την ενεργό πολιτική και αφοσιώθηκε αποκλειστικά με τη δικηγορία.
ΑΠΕ-ΜΠΕ