Η αγάπη για τη φύση δεν είναι μόνο θέμα απλής προτίμησης, ψυχολογικής τάσης ή ανατροφής και επιρροής από το περιβάλλον, αλλά έχει επίσης ένα όχι αμελητέο γενετικό υπόβαθρο, με άλλα λόγια είναι επίσης θέμα γονιδίων και κληρονομικότητας.
Αυτό είναι το μάλλον απρόσμενο συμπέρασμα μίας νέας διεθνούς επιστημονικής έρευνας, της πρώτης που κάνει αυτήν τη συσχέτιση. Τα συμπεράσματα τη έρευνας βασίστηκαν στη μελέτη διδύμων, οι οποίοι όταν είναι πανομοιότυποι εμφανίζουν πιο κοινή στάση απέναντι στη φύση, σε σχέση με τους μη πανομοιότυπους διδύμους.
Οι ερευνητές από τη Βρετανία, την Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και τη Σιγκαπούρη, με επικεφαλής τη δρα Τσία-τσεν Τσανγκ του Εθνικού Πανεπιστημίου της Σιγκαπούρης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό Βιολογίας PloS Biology, μελέτησαν 1.153 ζεύγη διδύμων αναφορικά με τη σχέση που είχαν αναπτύξει με τη φύση, την επιθυμία τους να βρίσκονται συχνά κοντά της και πόσο συχνές ήταν οι επισκέψεις τους σε πάρκα και κήπους.
Διαπιστώθηκε ότι οι ταυτόσημοι δίδυμοι (μονοζυγωτικοί) που μοιράζονται σχεδόν το 100% των γονιδίων τους είναι πιο όμοιοι μεταξύ τους αναφορικά με την προδιάθεση και την επαφή τους με τη φύση, την οποία επισκέπτονται συχνότερα, σε σχέση με τους μη ταυτόσημους διδύμους (διζυγωτικούς) που μοιράζονται περίπου το 50% του γενετικού υλικού τους. Εκτιμήθηκε ότι η κληρονομικότητα κυμαίνεται από 46% όσον αφορά τον γενικότερο προσανατολισμό απέναντι στη φύση έως 34% όσον αφορά τη συχνότητα των επισκέψεων σε πάρκα και κήπους.
Το συμπέρασμα των επιστημόνων είναι ότι υπάρχει μία μέτρια επιρροή του DNA στο πώς οι άνθρωποι νιώθουν τη φύση και σχετίζονται μαζί της. Από την άλλη πλευρά, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες θεωρούνται σημαντικότεροι, εξηγώντας πάνω από το 50% των διαφορών ανάμεσα στους ανθρώπους αναφορικά με τις διαθέσεις τους και τη συμπεριφορά τους απέναντι στη φύση.
Η γενετική/κληρονομική συνιστώσα φαίνεται, επίσης, να μειώνεται σε σημασία όσο μεγαλώνει κάποιος, με αποτέλεσμα τα γονίδια να ασκούν συνήθως μικρότερη επιρροή στο θέμα της φύσης καθώς οι άνθρωποι μεγαλώνουν, ενώ αντίθετα αυξάνει η περιβαλλοντική επιρροή.
Οι άνθρωποι που αφιερώνουν περισσότερο χρόνο στη φύση έχουν βρεθεί -από προηγούμενες έρευνες- να έχουν καλύτερη ψυχική υγεία, αν και διαφορετικοί άνθρωποι βιώνουν και ωφελούνται από τη φύση με αρκετά διαφορετικό τρόπο.
Όπως δήλωσε η Τσανγκ, «η αφιέρωση χρόνου στη φύση συνδέεται με καλύτερη σωματική και ψυχική υγεία. Η μελέτη των διδύμων δείχνει ότι η επιθυμία ενός ανθρώπου να βρίσκεται στη φύση και το πόσο συχνά το κάνει επηρεάζεται τόσο από τα γονίδια όσο και από τις προσωπικές εμπειρίες του».
Σύνδεσμος για την επιστημονική δημοσίευση:
https://journals.plos.org/plosbiology/article?id=10.1371/journal.pbio.3001500
ΑΠΕ-ΜΠΕ