Οι αλιευτικοί στόλοι αδειάζουν στον ωκεανό περίπου το 10% από τα ψάρια που αλιεύουν σε μια “υπερβολική σπατάλη” ψαριών μικρής αξίας παρά την μικρή πρόοδο που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια ως προς τον περιορισμό των απορριμμάτων, ανακοίνωσαν σήμερα επιστήμονες.
Η μελέτη, η οποία διήρκεσε δέκα χρόνια και είναι η πρώτη του είδους της που πραγματοποιείται μετά το 2005, βασίστηκε στο έργο 300 ειδικών και αποφάνθηκε ότι ο ρυθμός με τον οποίο αδειάζονται πίσω στον ωκεανό τα ψάρια παραμένει υψηλός παρά την μείωση που γνώρισε από τα τέλη του 80 όταν κατέγραφε ρεκόρ. Τα ψάρια που πετιούνται πίσω στον ωκεανό συνήθως είναι νεκρά.
Σχεδόν δέκα εκατομμύρια τόνοι από τους περίπου 100 εκατομμύρια τόνους ψαριών που αλιεύονταν ετησίως την τελευταία δεκαετία πετάχτηκαν πίσω στη θάλασσα, σύμφωνα με την έκθεση των πανεπιστημίων British Columbia και University of Western Australia, η οποία τιτλοφορείται “Η Θάλασσα Γύρω Μας”.
Οι βιομηχανικοί στόλοι πετούν συχνά πίσω στον ωκεανό ψάρια που έχουν καταστραφεί, μολυσμένα, υπερβολικά μικρά ή είδη που δεν έχουν ζήτηση. Για παράδειγμα, ένα αλιευτικό με άδεια να αλιεύει μόνο μπακαλιάρο του Βόρειου Ατλαντικού πιθανόν να πετάξει μερλούκιους (ένα είδος βακαλάου υπό εξαφάνιση), που μπορεί να πιάστηκαν στα ίδια δίχτυα.
Η έκθεση, η οποία δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Fish & Fisheries, χαιρετίζει την μείωση στην πρακτική αυτή επισημαίνοντας ότι μπορεί να συνδέεται με τους περιορισμούς που εφαρμόζονται σε ορισμένες χώρες και την βελτίωση του εξοπλισμού αλιείας.
Ελάχιστα ψάρια επιβιώνουν αφού πεταχθούν πίσω στη θάλασσα, παρότι κάποια είδη όπως οι καρχαρίες ή τα σαλάχια είναι περισσότερο ανθεκτικά.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών (FAO) εκτίμησε την τελευταία φορά, το 2005, ότι το 8% των ψαριών πετάχτηκε κατά την περίοδο 1992-2001, αριθμός που ωστόσο με τη χρήση διαφορετικών μεθόδων μέτρησης δεν είναι άμεσα συγκρίσιμος με τα δεδομένα της έκθεσης. Οι επιστήμονες λένε ότι η πρακτική αυτή σήμερα είναι πιο διαδεδομένη στον Ειρηνικό Ωκεανό αντί του Ατλαντικού.
ΑΠΕ-ΜΠΕ