Ανάμεσα σε άλλα, πολύς λόγος γίνεται αυτές τις μέρες για την πολτοποίηση βιβλίων στις αποθήκες μίας χρεοκοπημένης εκδοτικής εταιρείας από τις πιστώτριες τράπεζες. Ένα κομμάτι του πνευματικού μας κόσμου εξέφρασε την ανησυχία του για αυτό το «αποτρόπαιο» γεγονός, ενώ το θέμα πήρε και πολιτική διάσταση, με βουλευτή του Κοινοβουλίου μας να δηλώνει πως το γεγονός ότι τα βιβλία κατέληξαν στην πολτοποίηση «ως κάτι άχρηστο, μη ανταποδοτικό, μη εκποιήσιμο, χωρίς αξία» είναι «ενδεικτικό τόσο των αξιών ενός οικονομικού συστήματος, όσο και της ανυπαρξίας πολιτικής για το βιβλίο και τις βιβλιοθήκες στη χώρα μας.»
Αναμφίβολα θα ήταν ωραίο να μην πετιέται ή να μην καταστρέφεται ποτέ τίποτα σε αυτόν τον κόσμο εφόσον υπάρχει η προοπτική να χρησιμοποιηθεί εκ νέου, αλλά, εν προκειμένω, είναι λίγο ανακόλουθο να ζητάμε από το κράτος «πολιτική για το βιβλίο» όταν δεν υπάρχει καν πολιτική για την ανάγνωσή του, κάτι που αφορά μία άλλη συζήτηση, περί ελληνικής παιδείας.
Στο θέμα μας τώρα, καταρχάς δεν είναι μυστικό ότι οι εκδότες καταφεύγουν στην πολτοποίηση ως έσχατη λύση για βιβλία που δεν πουλάνε ή για άλλα που βρίσκονται στην αποθήκη τους για πολύ καιρό και πρέπει να καταστραφούν για φορολογικούς λόγους. Κατά δεύτερον, η δωρεά βιβλίων, για την οποία υποτίθεται ότι κόπτονται όσοι ζητούν «πολιτική για το βιβλίο», δεν είναι ακριβώς κάτι σπάνιο στη χώρα μας. Με πολιτική ή χωρίς, είναι κοινή πρακτική να δωρίζονται βιβλία από ιδιώτες σε σχολεία, κοινωνικά παντοπωλεία και τοπικές βιβλιοθήκες. Βιβλίο στα σκουπίδια, δε, μπορεί να δει κανείς μόνο όταν φτάνει η λήξη της σχολικής χρονιάς, και είναι συνήθως τα Μαθηματικά ή τα Αρχαία.
Κατά τρίτον, είτε μιλάμε για τη συγκεκριμένη είτε για οποιαδήποτε άλλη περίπτωση καταστροφής βιβλίων, αν είναι να ματαιώσουμε την πολτοποίηση για να μεταφέρουμε τα βιβλία σε μία βιβλιοθήκη μόνο για να σκονίζονται, απλά μεταθέτουμε το χρόνο καταστροφής τους για αργότερα… Εκτός κι αν πιστεύουμε ότι πρέπει να μην πετιέται ποτέ και υπό καμία συνθήκη κανένα βιβλίο, ακόμα κι αν χρειαστεί να αρχίσουμε κάποια μέρα να τα στοιβάζουμε σε γήπεδα, μέχρι να βρεθεί ένας περίεργος να το διαβάσει.
Η απάντηση στα παραπάνω συνήθως είναι πως το βιβλίο δεν είναι απλά ένα αντικείμενο που πιάνει χώρο, αλλά κάτι πολύ περισσότερο. Συγκεκριμένα, η πραγματική αξία του βιβλίου δεν είναι η εμπορική, λένε. Έχουν δίκιο… Μπορεί να είναι και πολύ πιο κάτω από την εμπορική… Για παράδειγμα, το δεύτερο πιο πετυχημένο βιβλίο τα πρώτα διακόσια χρόνια της τυπογραφίας (το πρώτο ήταν βεβαίως η Βίβλος) ήταν ένας οδηγός για το πώς να εντοπίζονται, να βασανίζονται και να σκοτώνονται οι μάγισσες. Ο τίτλος του είναι Malleus Maleficarum («Σφυρί Μαγισσών»), χρησιμοποιήθηκε σε αμέτρητες δίκες και βασανισμούς αθώων γυναικών και υπήρχε σχεδόν σε κάθε σπίτι της εποχής στη δυτική Ευρώπη.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η τυπογραφία έκανε κακό στην ανθρωπότητα, αλλά ότι αν υπάρχουν βιβλία που αξίζουν πολύ περισσότερο από το χαρτί που τυπώθηκαν, σίγουρα υπάρχουν και αυτά που αξίζουν πολύ λιγότερο και, μεταξύ μας, τα τελευταία μάλλον είναι περισσότερα. Υπάρχει βέβαια και η πρόσφατη ιστορική μνήμη των Ναζί να καίνε βιβλία, αλλά όσο δυνατή κι αν είναι αυτή η πράξη σε συμβολικό επίπεδο, η βαρβαρότητά της δεν έγκειται στο ότι έβαλαν φωτιά σε χαρτιά και δερμάτινα καλύμματα, αλλά στο ότι έβαλαν φωτιά στη διαφορετικότητα. Πιθανότατα κάποιοι που βλέπουν την πολτοποίηση βιβλίων ενός χρεωμένου εκδότη ως μία «απολίτιστη και ανατριχιαστική διαδικασία» να θέλουν να συνδέσουν το ναζιστικό καθεστώς με το τωρινό ελληνικό, αλλά σήμερα μπορούν να σταματήσουν αυτή τη «φρίκη» και να σώσουν τα βιβλία παίρνοντάς τα σπίτι τους, χωρίς να τους εμποδίσει κανένας.
Για να μην παρεξηγηθούμε… Τα βιβλία όντως έχουν αξία που δεν μετριέται σε χρήματα, γιατί είναι πάνω από όλα ιδέες. Καλές ή κακές, αυτές είναι ο θησαυρός του κάθε βιβλίου και η αξία του οφείλεται στην υλική αποτύπωση αυτών των ιδεών και τη διαχρονικότητα που τη συνοδεύει. Είναι δε βέβαιο πως χωρίς αυτή την αποτύπωση, το ανθρώπινο πνεύμα σήμερα θα ήταν τρομακτικά φτωχότερο. Εδώ και λίγα χρόνια, όμως, υπάρχει και η εναλλακτική του διαδικτύου και των ψηφιοποιημένων κειμένων… Αν δεν υπήρχε, θα είχαμε μία πολύ διαφορετική συζήτηση για την πολτοποίηση βιβλίων. Ναι, η οθόνη δεν μπορεί να αντικαταστήσει το χαρτί, αλλά για αυτό τον λόγο υπάρχει και η εκτύπωση από τον υπολογιστή. Και ναι, τίποτα δεν συγκρίνεται με ένα καινούριο δερματόδετο βιβλίο ή μία κομψή και γεμάτη βιβλιοθήκη, αλλά τίποτα δεν συγκρίνεται και με άλλα πράγματα με τα οποία μεγαλώσαμε και βλέπουμε σιγά σιγά την τεχνολογία να τα απαξιώνει, δίνοντας μας νέες, εύχρηστες επιλογές. Αφού, στο κάτω κάτω, είπαμε ότι η αξία είναι στο περιεχόμενο και όχι στο εξώφυλλο, μάλλον θα μπορούμε στο μέλλον να ζήσουμε και χωρίς δερματόδετες και λοιπές καλαίσθητες εκδόσεις.
Το ζήτημα άλλωστε (θα έπρεπε να) είναι το γιατί πληρώνουμε χρήματα για να έρθουμε σε επαφή με ιδέες άλλων, όχι το τι θα κάνουμε με το χαρτί που τις αποτυπώνει άπαξ και το πληρώσουμε. Αφού το πληρώσαμε, μας ανήκει και μπορούμε να το κάνουμε ό,τι θέλουμε, αλλά επειδή είναι αλήθεια πως, όντως, σε κάποιες περιπτώσεις πρέπει να υπάρχουν όρια στο πώς μεταχειρίζεται κανείς την ιδιοκτησία του (π.χ., πολύ λογικά απαγορεύεται να βάλεις φωτιά το χωράφι σου), ας συμφωνήσουμε τουλάχιστον πως το να πολτοποιούνται τα βιβλία μίας χρεοκοπημένης εκδοτικής εταιρείας τη σήμερον ημέρα, δεν είναι δα και καταστροφή επιπέδου πυρκαγιάς στη Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας…