Περί κούρδων και Ελληνισμού – Γράφει ο αντιστράτηγος ε.α. Λάζαρος Σκυλάκης

Τα τελευταία γεγονότα στην βορειοανατολική Συρία, η εισβολή του τουρκικού στρατού, η εγκατάλειψη των Κούρδων από τις  ΗΠΑ και από τη Ρωσία, οι απώλειές τους και ιδίως των αμάχων, αναζωπύρωσε τον ήδη υπάρχον φιλοκουρδικό αίσθημα των Ελλήνων. Ένα αίσθημα που είναι εν μέρει δικαιολογημένο και απορρέει από τη γνωστή και πάντοτε επίκαιρη ρήση ότι «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου», αλλά  και από τα ανείπωτα δεινά που έχει υποστεί ο ελληνισμός διαχρονικά από τους Τούρκους.

Λάζαρος Σκυλάκης
Γράφει ο αντιστράτηγος ε.α. Λάζαρος Σκυλάκης

Η απομάκρυνση του κουρδικού ονείρου περί αυτοδιάθεσης και ανεξαρτησίας πλήγωσε τόσο τους Κούρδους, όσο και τους περισσοτέρους Έλληνες. Πιστεύαμε ότι θα μπορούσαν οι Κούρδοι να δημιουργήσουν τεράστιο πρόβλημα στα ανατολικά της Άγκυρας, που θα είχε ως αποτέλεσμα την μείωση έως και εξαφάνιση της ασφυκτικής πίεσης που δεχόμαστε, τόσο στο Αιγαίο, όσο και στην Κύπρο.

     Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Εάν ανατρέξουμε στην ιστορία θα δούμε ότι οι τωρινοί «φίλοι μας Κούρδοι» ήταν οι σφαγείς των Ελλήνων και κάθε χριστιανού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Τότε, το Κουρδιστάν έχαιρε ευρείας αυτονομίας και παρείχε στρατιώτες στον οθωμανικό στρατό, καθώς και φρουρές στα σύνορα με τη Ρωσία. Συμμετείχαν με ένοπλα τμήματα στις εκστρατείες των σουλτάνων, ως Σπαχήδες. Η περίοδος από τα μέσα του 16ου αιώνα έως τις αρχές του 19ου, θεωρείται ως «ο χρυσός αιώνας» των Κούρδων εντός της οθωμανικής επικράτειας, στον αντίποδα με την κατάσταση που επικρατούσε στην τότε περσική αυτοκρατορία (Ιράν).

Οι γνωστοί από την ελληνική επανάσταση «Τουφεξήδες» δεν ήταν τίποτα άλλο παρά Κούρδοι άτακτοι, εξοπλισμένοι με ελαφρύ οπλισμό, επιτιθόντουσαν σε δύο ζυγούς των 40 έως 50 ατόμων, τα ονομαζόμενα «μπουλούκια» και επιδίδονταν κυρίως σε σφαγές και λεηλασίες.  Το 1890 δημιουργήθηκαν ειδικές κουρδικές δυνάμεις ιππικού, τα λεγόμενα συντάγματα Hamidiye, που ευθύνονται για τις σφαγές και γενοκτονίες των Αρμενίων, Ελλήνων (Ποντίων) και Ασσυρίων. Οι Κούρδοι στήριξαν με κάθε μέσο τους Τούρκους κατά τη διάρκεια των Βαλκανικών Πολέμων, του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και την Μικρασιατική Καταστροφή. Τα πράγματα άλλαξαν άρδην με την επικράτηση του Κεμάλ και τη βίαιη προσπάθεια εκτουρκισμού και αφομοίωσή τους.

Ας αφήσουμε όμως το αμαρτωλό παρελθόν των δυστυχισμένων Κούρδων και ας έλθουμε στην παρούσα κατάσταση. Η πολυθρύλητη δημιουργία ενός πιθανού κουρδικού κράτους, 30 περίπου εκατομμυρίων ψυχών, είναι εφικτή; Θα ήταν σφάλμα να θεωρήσουμε ότι ο κουρδικός λαός είναι ενωμένος και σύσσωμος υποστηρίζει το όνειρο της αυτοδιάθεσης και δημιουργίας ενός μεγάλου κουρδικού έθνους. Μεγάλα τμήματα των κουρδικών πληθυσμών έχουν ενταχθεί στις κοινωνίες των χωρών που διαμένουν. Πολλοί Κούρδοι επανδρώνουν και τις δυνάμεις ασφαλείας που καταδιώκουν τους ομοεθνείς τους. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι υπάρχουν διαφορετικές επιδιώξεις όχι μόνο μεταξύ των κουρδικών πληθυσμών που είναι διασκορπισμένοι στις τέσσερις χώρες αλλά ακόμη και εντός αυτών. Στο κουρδικό Ιράκ υπάρχουν δύο ισχυρές οικογένειες που συγκρούονται συνεχώς για την επικράτησή τους (Barzani, Talabani). ΟΙ Κούρδοι είναι χωρισμένοι σε φυλές, φατρίες και ισχυρές οικογένειες που είναι έτοιμες να αλληλοσπαραχθούν μεταξύ τους, οι εμφύλιες συγκρούσεις είναι κοινό γνώρισμα του Κουρδιστάν. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι ο λαός αυτός δεν έχει ακόμη αποκτήσει μια κυριαρχούσα αντίληψη εθνοτικής συνείδησης και ευρεία επιθυμία απόκτησης κρατικής υπόστασης. Ο δεύτερος σημαντικός παράγοντας που καθιστά ανέφικτη κάθε προσπάθεια δημιουργίας του Κουρδιστάν είναι η αδιασάλευτη απόφαση των τεσσάρων χωρών στις οποίες  διαβιεί αυτή η εθνοτική ομάδα να μην τους παραχωρήσουν δικαιώματα αυτονομίας και ανεξαρτησίας (Τουρκία, Συρία, Ιράν και Ιράκ).

Θα ήταν όμως προς το συμφέρον της χώρας μας η δημιουργία ενός Κουρδιστάν; Η απάντηση είναι μάλλον όχι. Η δημιουργία ενός τέτοιου κράτους, που κανείς δεν εγγυάται ότι θα είναι φιλικό προς την Ελλάδα, θα απεγκλώβιζε όλο το τουρκικό δυναμικό προς Δυσμάς. Πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι συμπαγείς κουρδικοί πληθυσμοί είναι στην ανατολή και απορροφούν ένα μεγάλο μέρος του στρατιωτικού, οικονομικού και διπλωματικού δυναμικού της Τουρκίας. Αντίθετα η δημογραφική, οικονομική, βιομηχανική, τεχνολογική και πολιτιστική ισχύς της Άγκυρας βρίσκεται στα δυτικά. Η καρδία της Τουρκίας βρίσκεται στην Ανατολική Θράκη, στη Βιθυνία, στην Ιωνία και στην Αττάλεια. Σκεφτείτε μια μικρότερη κατά το 1/3 Τουρκία, των 50 – 60 εκατομμυρίων ακραιφνώς Τούρκων με καθαρά δυτικό προσανατολισμό και απαλλασσόμενη από το βάρος της καθυστερημένης και αραιοκατοικημένης ανατολικής Τουρκίας (Κουρδιστάν). Θα μπορούσε η χώρα μας να την αντιμετωπίσει; Η απάντηση είναι πολύ πιο δύσκολα από τη σημερινή. Στο δυσμενές αυτό σενάριο τόσο για εμάς, όσο και για την Τουρκία, τυχόν δημιουργία κουρδικού κράτους ενδεχόμενα να αποτελέσει και την ταφόπλακα της Συνθήκης της Λωζάννης επί της οποίας στηρίζουμε το μέγιστο των θέσεων μας για τη διαφύλαξη της εδαφικής μας ακεραιότητας και πλήθους κυριαρχικών δικαιωμάτων μας.

Το ίδιο δύσκολο και ίσως χειρότερο θα ήταν να αντιμετωπίσει η χώρα μας μια έξυπνη Τουρκία που θα έλυνε το κουρδικό με ευέλικτα και αποτελεσματικά μέσα. Μια επιτυχημένη προσέγγιση της Άγκυρας προς τα μετριοπαθή κουρδικά στρώματα με την επίκληση της κοινής θρησκείας (σουνίτες) και παροχή αρκετών αυτονόητων δικαιωμάτων θα ήταν ότι χειρότερο για τη χώρα μας. Μια τέτοια κίνηση, εφόσον θα ήταν επιτυχημένη, θα συντελούσε στην ακόμη μεγαλύτερη ενδυνάμωση της Τουρκίας απομακρύνοντας τον σημαντικότερο εφιάλτη της Άγκυρας και απελευθερώνοντας ακόμη μεγαλύτερη δυναμικότητα στις επεκτατικές τάσεις της.

Η διαιώνιση της σημερινής κατάστασης στα ανατολικά και νοτιοανατολικά της Τουρκίας είναι το βέλτιστο σενάριο για εμάς. Οι Κούρδοι απομυζούν μεγάλο δυναμικό της Τουρκίας, που θα πρέπει να δαπανήσει χρήμα, αίμα και διπλωματικά μέσα για να επιβάλλεται στην περιοχή.  Όμως, σε κάθε περίπτωση η Ελλάδα δεν πρέπει να στηρίζεται στους Κούρδους, τους οποίους η ιστορία πιθανόν να εκδικείται, αλλά στον εαυτό της. Η ισχυροποίηση της πατρίδος μας, στο δημογραφικό, οικονομικό, διπλωματικό και στρατιωτικό τομέα είναι μονόδρομος εάν επιθυμούμε να συνεχίσουμε τη μακραίωνα ιστορία μας και την ισχυρή παρουσία μας στην περιοχή.

 

ΑΠΕ-ΜΠΕ
Προηγούμενο άρθροΗΠΑ: Η αμερικανική Βουλή αναγνώρισε την γενοκτονία των Αρμενίων
Επόμενο άρθροΈκτακτο Δελτίο Επιδείνωσης Καιρού (ΕΔΕΚ)
O αντιστράτηγος Λάζαρος Σκυλάκης γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 4 Οκτωβρίου 1961. Μετά την αποφοίτησή του από τη Σχολή Ευελπίδων (1979-1983) ονομάστηκε Ανθυπολοχαγός Πυροβολικού και συνέχισε την εκπαίδευσή του στη Σχολή Πυροβολικού. Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του υπηρέτησε σε διάφορες θέσεις του όπλου του, μεταξύ των οποίων διετέλεσε διοικητής υπομονάδων και μονάδων πυροβολικού μάχης και αντιαεροπορικού πυροβολικού, αξιωματικός τακτικού ελέγχου, επιχειρήσεων και πληροφοριών. Επίσης τοποθετήθηκε σε θέσεις επιτελείων σχηματισμών, διευθυντής στρατιωτικής εκπαίδευσης στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, καθώς και στο Γενικό Επιτελείο Στρατού. Υπηρέτησε στο ΓΕΕΦ (Κύπρο), στο Αφγανιστάν, ως αξιωματικός μελλοντικών επιχειρήσεων, και Ακόλουθος Άμυνας στην Κίνα. Αποστρατεύτηκε το 2016, ως διοικητής του Πεδίου Βολής Κρήτης. Έχει αποφοιτήσει από όλα τα προβλεπόμενα σχολεία του όπλου του, την ΑΔΙΣΠΟ και την ΣΕΘΑ. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, του τμήματος Ιστορίας Χωρών Χερσονήσου του Αίμου και Τουρκολογίας, καθώς και μεταπτυχιακού τίτλου στις Στρατηγικές Σπουδές του τμήματος του Γαλλικού Πανεπιστημίου στην Αθήνα, Pari 2.