Η δήλωση της υπουργού Παιδείας ότι είναι σημαντικό η Ιστορία «να έχει χαρακτήρα διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης» προκάλεσε επιθετικά σχόλια από την αντιπολίτευση, τα μέλη της οποίας την ερμήνευσαν ως ένδειξη εθνικισμού και πρόθεσης για επιστροφή στο παρελθόν.
Ας αφήσουμε κατά μέρος το γεγονός πως οι συγκεκριμένοι επικριτές μέχρι πριν λίγα χρόνια αναπολούσαν εποχές δραχμής, καλωσόριζαν τη διεθνή απομόνωση και εν τέλει αναζωογόνησαν τον ελληνικό εθνικισμό όπως αυτός εκφράστηκε στις πλατείες τα πρώτα πέντε χρόνια της κρίσης, και ας μείνουμε στην ευρύτερη συζήτηση που διεξάγεται σχετικά.
Καταρχήν, είναι άτοπο να κατακρίνεται η πρόθεση του έθνους-κράτους να διαμορφώνει εθνική συνείδηση στους μαθητές του. Καλώς ή κακώς, οι πολιτικές ενός κράτους – είτε μιλάμε για αυτοκρατορία είτε για πόλη-κράτος – επιδρούν εξελικτικά στον χαρακτήρα της κοινωνίας του: ορίζουν συμπεριφορές, οι οποίες σε βάθος χρόνου δημιουργούν νοοτροπίες, οι οποίες με τη σειρά τους διαμορφώνουν τα χαρακτηριστικά που απαρτίζουν την ταυτότητα των υπηκόων/πολιτών του. Ακόμη και αν υποθέσουμε, λοιπόν, ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ άσκησε μία πολιτική παιδείας που ήταν αντίθετη στη «διαμόρφωση εθνικής συνείδησης», αφ’ ης στιγμής αυτή η πολιτική διακρίνεται εθνικά από αντίστοιχες πολιτικές άλλων κρατών, δεν γίνεται να μην διαμορφώνει και κάποιου είδους εθνική συνείδηση, με την έννοια ότι θα καλλιεργήσει ένα ή περισσότερα εθνικά χαρακτηριστικά.
Τώρα, το τι ακριβώς χαρακτηριστικά θα είναι αυτά, είναι μία άλλη συζήτηση. Στο μέτρο πάντως που το κράτος θέλει να προβλέπει και να έχει λόγο ως προς τη διαμόρφωση αυτών των χαρακτηριστικών, θα ασκήσει πολιτικές που έχουν χαρακτήρα διαμόρφωσης εθνικής συνείδησης και, σε αυτό το πλαίσιο, μάλλον δεν πρέπει να υπάρχει ούτε ένα κράτος στον ανεπτυγμένο κόσμο που να μην δίνει ενεργά τέτοιου είδους χαρακτήρα στο μάθημα της Ιστορίας στα σχολεία του. Το αν αυτή η προσέγγιση συνιστά έκφραση εθνικισμού, εξαρτάται καθαρά από το τι είδους συνείδηση θέλει το κράτος να καλλιεργήσει. Στη Γερμανία, λ.χ., το μάθημα της Ιστορίας μπορεί να χαρακτηριστεί ως «αντιεθνικιστικό», αφού επικεντρώνεται σε μεγάλο βαθμό στα εγκλήματα του ναζισμού, χωρίς να παύει ταυτόχρονα να καλλιεργεί και την ανάλογη εθνική συνείδηση.
Επειδή όμως η όλη κουβέντα περί Ιστορίας στην Ελλάδα έχει ως αφετηρία την πολιτική εκμετάλλευση, έχει δημιουργηθεί ένα σχετικό ψευτοδίλημμα κατά το οποίο πρέπει να αποφασίσουμε αν θέλουμε να διδάσκουμε στα παιδιά μας μία Ιστορία που «διαμορφώνει εθνική συνείδηση» ή μία Ιστορία που «λέει την αλήθεια». Λες και δεν μπορούν να γίνουν και τα δύο…
Αν θέλουμε να υπάρχει οπωσδήποτε ένα δίλημμα εν προκειμένω, αυτό μάλλον θα έπρεπε να είναι αν θα συνεχίσουμε να διδάσκουμε στους μαθητές μας τη μισή Ιστορία ή αν κάποτε θα το πάρουμε απόφαση να τους την πούμε ολόκληρη. Ναι, υπάρχουν και ζητήματα παιδείας πιο σοβαρά, όπως το κατά πόσο θα τους μάθουμε να έχουν κριτική σκέψη, να ψάχνουν και να μελετούν την Ιστορία από μόνοι τους, να αγαπούν την έρευνα κτλ., αλλά επειδή εδώ γίνεται ουσιαστικά λόγος ως προς το τι εθνικό αφήγημα θα τους παρουσιάσουμε, η απάντηση είναι: ένα ολοκληρωμένο, κανονικό αφήγημα που να συνδέεται με κάποιο τρόπο με το παρόν.
Αν κρύβουμε τα άσχημα και κρατάμε μόνο τα ωραία, η Ιστορία ως λογική συνέχεια των πραγμάτων δεν βγάζει νόημα και, συνεπώς, δεν είναι χρήσιμη παρά για να μας βάζει για ύπνο, σαν παραμυθάκι για τα παιδιά… Και, εδώ που τα λέμε, αυτό ακριβώς κάνει εδώ και πολλά χρόνια μέχρι που μας τράνταξε η κρίση. Το αν μας ξύπνησε κιόλας, θα φανεί εν καιρώ. Πάντως, μέχρι τώρα λέγαμε στα παιδιά μας ότι είμαστε ένα αλάνθαστο έθνος που μονίμως αδικείται από τους ξένους, την ώρα που από τους ίδιους ξένους ζητάμε δανεικά γιατί το σύστημα που φτιάξαμε δεν στέκεται από μόνο του και αυτό που έχει σημασία εδώ δεν είναι απλά να καταλάβουμε τι κάναμε λάθος, αλλά ότι έχουμε ξαναβρεθεί στο παρελθόν στην ίδια ακριβώς δεινή θέση.
Εν ολίγοις, κάποια στιγμή πρέπει να αντιμετωπίσουμε στα σοβαρά τις χειρότερες στιγμές του έθνους μας… Κανένας Έλληνας δεν έμαθε ποτέ για κάποιο λάθος της Ελλάδας στο σχολείο. Ποτέ.
Το αποτέλεσμα είναι πως όλα τα δυσάρεστα περιστατικά της ιστορίας μας είτε τα διαγράφουμε από τη συλλογική μας μνήμη είτε τα παραλλάσσουμε ώσπου γίνονται αγνώριστα. Και ενώ μπορεί να γίνει κατανοητή η σκοπιμότητα πίσω από μία διδασκαλία που εξυπηρετεί ένα συγκεκριμένο αφήγημα, όταν αυτή η σκοπιμότητα δεν αρκείται απλά στο να δίνει έμφαση όπου εκείνη θέλει αλλά αξιώνει και αλλαγή της ίδιας της Ιστορίας, τότε είναι προτιμότερο να αλλάξει το αφήγημα παρά να αλλάξει η αλήθεια…
Και τούτο, όχι απαραίτητα γιατί υπάρχει κάπου γραμμένος ένας υπέρ ιστορικής αλήθειας ηθικός κώδικας που οφείλει να ακολουθήσει οπωσδήποτε η εθνική μας παιδεία, αλλά για να αρχίσουμε επιτέλους ως έθνος να αναπτύσσουμε την ικανότητα να μαθαίνουμε από τα λάθη μας.