Η εβδομάδα που ξεκινάει τις αμέσως επόμενες ημέρες είναι η εβδομάδα των Χριστουγέννων και το ΑΠΕ-ΜΠΕ προτείνει για την περίοδο αυτή, που ευνοεί τη χαλάρωση και το διάβασμα, πέντε ελληνικά μυθιστορήματα τα οποία κυκλοφόρησαν είτε κατά τη διάρκεια του περασμένου εξαμήνου είτε πριν από λίγες μόνο ημέρες.
Όλα δείχνουν την ποικιλία της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας και τη μεγάλη θεματική γκάμα στην οποία ανοίγονται οι ελληνες συγγραφείς.
Ο Ισίδωρος Ζουργός μάς έχει ταξιδέψει με τα ιστορικά του μυθιστορήματα σε πολλές και κατά πολύ διαφορετικές μεταξύ τους ιστορικές εποχές. Αυτή τη φορά, με το ογκώδες αλλά ουδόλως φλύαρο ή κουραστικό μυθιστόρημά του «Περί της εαυτού ψυχής» (εκδόσεις Πατάκη), μετακινείται στο Βυζάντιο και στα πρώτα χρόνια της βασιλείας του Μανουήλ Α’ Κομνηνού, σε μιαν ερημική ακτή της Προποντίδας, όπου ο Σταυράκιος Κλαδάς ανακαλεί κομμάτια από τον βίο του. Νοτάριος και εξ επαγγέλματος αντιγραφέας, που έχει μεταγράψει απειράριθμα κείμενα λογίων και αγίων, ο Σταυράκιος αισθάνεται πως έχει έρθει πλέον η ώρα να μιλήσει για τον εαυτό του και για το παρελθόν του, συντάσσοντας το δικό του χρονικό ή τη δική του χρονογραφία. Τι ακριβώς, όμως, έχουμε εδώ; Αντί για στρατιωτικές συγκρούσεις και αυλικές συνωμοσίες (είναι τα πρώτα που μας έρχονται στον νου όταν ακούμε για Βυζάντιο), ο Ζουργός εισάγει τον αναγνώστη του στον κόσμο των βυζαντινών μοναχών και των γραπτών τους, αναπαράγοντας δεξιοτεχνικά και το κλίμα της γλώσσας τους, ενώ αντί να μιλήσει για τα μεγάλα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα του τέλους του 11ου αιώνα, προτιμά να φωτίσει τις συνθήκες της καθημερινής ζωής στο Βυζάντιο.
Η Λεύκα είναι ένα αφηγηματικό πρόσωπο και μια ηρωίδα που έχει δικαίως μαγέψει τους λάτρεις της Ζυράννας Ζατέλη με τις εμφανίσεις της στα προηγούμενα βιβλία της. Η Λεύκα (κάτι σαν δεύτερος εαυτός της Ζατέλη) πρωταγωνιστεί και στο μυθιστόρημα «Ορατή σαν αόρατη» (εκδόσεις Καστανιώτη), αυτή τη φορά όμως σε έναν ρόλο διαφορετικό από τους ρόλους στους οποίους την έχουμε συνηθίσει. Μετά από όσα περίεργα και παράξενα της έχουν συμβεί και ενόσω η εμπειρία, οι μνήμες και η φαντασία της γεμίζουν την ψυχή και τη φαντασία της με τις σχεδόν μαγικές εικόνες τους, η Λεύκα θέλει να γράψει από τα βάθη της καρδιάς της (έτσι τουλάχιστον το νιώθει) μιαν ιστορία την οποία η ίδια ονομάζει «ιστορία φάντασμα». Τι θα κάνει, ωστόσο, για να ξεκινήσει να γράφει μια τέτοια ιστορία; Πώς θα δώσει σχήμα και χρώμα σε όλα εκείνα που επιμένουν και την παρακινούν; Η Ζατέλη θα καταλήξει να γράψει ένα μυθιστόρημα για τον τρόπο με τον οποίο γράφεται ένα μυθιστόρημα, για το πώς όχι μόνο η Λεύκα αλλά και ένας συγγραφέας κρύβεται και ταυτοχρόνως φανερώνεται πίσω από το τείχος της μυθοπλασίας και των χαρακτήρων του.
Ο έρωτας κυριαρχεί στη ζωή των ηρώων του Γιώργου Ν. Παπαδάκη, παραπέμποντας τόσο στον κρητικό πόθο για ελευθερία του Νίκου Καζαντζάκη όσο και σε ένα περιπετειώδες οικογενειακό χρονικό με ασίγαστα πάθη. Ο λόγος είναι για το χορταστικό μυθιστόρημα «Άτακτο αίμα» (Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»). Ο συγγραφέας κέρδισε την προσοχή του κοινού και της κριτικής πριν από τρία χρόνια, με το αμέσως προηγούμενο μυθιστόρημά του «Ο ταχυδρόμος», που έχει ως σκηνικό δράσης την καθημερινότητα της μεταπολεμικής Κρήτης, αλλά στο «Άτακτο αίμα» σπεύδει να καταπιαστεί με μια μακρά ιστορική περίοδο, που ξεκινάει από το 1896 και την τελευταία κρητική επανάσταση (η μεγαλόνησος θα γίνει μέρος της ελληνικής επικράτειας το 1913), φτάνοντας μέχρι την απόβαση από αέρος της ναζιστικής Γερμανίας το 1941. Αίμα επίμονο και πανταχού παρόν, αίμα «άτακτο» και εξουθενωτικό. Το ατιθάσευτο αυτό αίμα είναι κάτι σαν ακτινογραφία της πολύτροπης επίδρασης της διαχρονικής Κρήτης στους ανθρώπους της: οι άντρες χρησιμοποιούν κατά το δοκούν τις γυναίκες ενόσω οι τελευταίες προσπαθούν να αναπνεύσουν και να επιβιώσουν μέσα στα σκληρά συμφραζόμενα της υπέρτερης κοινωνικής τους νόρμας.
Και από τους έρωτες της Κρήτης στη Σικελία, όπου μας μεταφέρει το μυθιστόρημα της Σώτης Τριανταφύλλου «Σικελικό ειδύλλιο» (εκδόσεις Πατάκη). Σε έναν πολύ μικρό τόπο θα συναντηθούν ο Λούκα Ντε Ματέις και η Κοντσέττα Βιτάλε. Εκείνος κοντά στα πενήντα και καραμπινιέρος αφοσιωμένος στον πόλεμο κατά της Μαφίας, εκείνη μαθήτρια ακόμη. Η περιορισμένη επαρχιακή ζωή δεν δυσκολεύει τη συγγραφέα να απλώσει το δίχτυ της στην Ιταλία του Μουσολίνι και του φασισμού κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ή να μιλήσει για τη μεταπολεμική ιταλική και σικελική καθημερινότητα μέσα από τις κινηματογραφικές ταινίες, τα αστέρια του σινεμά, τα τραγούδια, τη μόδα και τα γυναικεία περιοδικά. Η Τριανταφύλλου χαρτογραφεί με ψαγμένες λεπτομέρειες τα παντού απλωμένα πλοκάμια της Μαφίας, την απολύτως παραμερισμένη θέση της γυναίκας, όπως και την αλόγιστη βία των Σικελών, πρόθυμη να ξεσπάσει με την παραμικρή αφορμή. Η Κοντσέττα είναι ένας αριστουργηματικά σχεδιασμένος χαρακτήρας: ευφυής, διαβαστερή, ανάλαφρη, με όσες άγνοιες έχει επισωρεύσει η κοινωνική απαξίωση του φύλου της, ταιριάζει γάντι με τον ώριμο και θεληματικό Λούκα, που θυσιάζεται στον βωμό των πεποιθήσεών του με πλήρη επίγνωση.
Το καινούργιο μυθιστόρημα Χ. Α. Χωμενίδη «Ο Τζίμης στην Κυψέλη» (εκδόσεις Πατάκη) έχει σχέση με το θέατρο και με την ψηφιακή τεχνολογία. Ο κεντρικός ήρωας, ο Τζίμης Παπαδάκης, υιοθετημένος από έναν παλαιό πρωταγωνιστή του Εθνικού Θεάτρου, ετοιμάζεται να εξελιχθεί σε έναν από τους σπουδαιότερους θεατρικούς επιχειρηματίες της χώρας, αλλά ενώ δουλεύει για την παράσταση της ζωής του, την παράσταση που θα επισφραγίσει τον ολοκληρωτικό του θρίαμβο, μια τυχαία συνάντηση θα καταστρέψει το σύμπαν, αφήνοντας τη στάχτη της ψηφιακής τεχνολογίας και της ηλεκτρονικής δικτύωσης να σκεπάσει δικαίους και αδίκους. Και το πιο νόστιμο είναι πως ο Τζίμης δεν είναι τεχνοφοβικός ούτε προσκολλημένος σε συντηρητικές αξίες. Αυτή εντούτοις είναι η πικρή ειρωνεία ενός μυθιστορήματος που επιδιώκει να μιλήσει κριτικά για την εποχή μας, χωρίς να μας στερήσει τη χαρά και το σασπένς της αναγνωστικής απόλαυσης.
Β. Χατζηβασιλείου / ΑΠΕ-ΜΠΕ