Πεφτούλης Μαρθόγλου (1994- ) , Εφτά Ποιήματα

Πεφτούλης Μαρθόγλου (1994- ) , Εφτά Ποιήματα

Ο Ποιητής του Κάμπου και το λεπίδι του αίματος λόγου

Του Ηλία Τσέχου

Κερδισμένος απ΄ τη νιότη! Πάντα θα είναι νέος, θαρραλέος, γροθιά ανεκτίμητη, κάμπος βουνίσιος Σκύδρας, παίζοντας μουσικές με δέκα όργανα, βγαίνοντας ποιητής ”Κύριος” από την Ελλάδα όποτε προσδοκά, δίχως άθλια διαβατήρια, ένας άρχοντας διόλου μάστορας λόγου μα κυρίαρχός του λόγου, ένας σκαπανέας να χαίρεσαι τα χώματά του, Χρόνος που πάντα αναζητά η Ποίηση, ο ψεύτης αναγνώστης, η επανάσταση, ένας Ποιητής ” άτιτλος” , στις λέξεις αναστημένος, στο αίμα του δωρίζοντας το μέλλον!

****

Πεφτούλης Μαρθόγλου – Εφτά ποιήματα

***

Τρέλα το είπαν

Ανεμοστρόβιλος όμως είναι

Εκεί που δέρνει

Ο άνεμος

Τομή

***

Μυρίζεις άνοιξη όταν χτενίζεις

τις παπαρούνες στο κεφάλι σου.

Όταν προσφέρεις εκείνο το πεταχτό φιλί

στη βοή του οδοφράγματος.

Με την σπιρτάδα στα μάτια

γυρεύεις ανθρώπους

να τους τυλίξεις με το διάφανο σου πέπλο.

-ποτέ ξανά δεν θα είναι οι ίδιοι-

Η καρδιά σου φωλιά περιστεριών

και τα χέρια σου μια πελώρια αγκαλιά

για κάθε κολασμένο επι της γης.

Μυρίζεις άνοιξη όταν προφέρουν το όνομα σου.

Είσαι γένος θηλυκού γιατί γεννάς παιδιά.

Την Λευτεριά και την Αγάπη.

την Κοινοκτημοσύνη και την Ισότητα.

Μα πάνω από όλα Επανάσταση

γεννάς την Δικαιοσύνη

που στου κράτους τα χέρια μαράθηκε

και βολεύει μονάχα τους λίγους.

Δεν ψιθυρίζεις και δεν ντρέπεσαι

όταν εκεί που διστάζω λες:

Είμαστε οι πολλοί και έχουμε το δίκιο.

***

Λιγοστεύει ο χρόνος,

σταγόνα στο ποτήρι η κρήνη μουγγή.

Δεν κυλάει γλύφοντας τον βράχο,

δεν παραληρεί ροή ορμητική.

Από την άλλη,

στα έλη του μπαλωμένου καναπέ,

όλα δείχνουν κυριλέ.

Ειδήσεις για σουβλάκια,

μελέτες σουτζουκάκια.

Αγωγοί και προστριβές

σκόρδο λάδι ελιές

και τζατζίκι για επενδυτές!

Φούιτ έπαθε ο ασκός του Αιόλου!

Στον κάμπο απανεμιά.

Βουίζουν οι γεννήτριες στα βουνά

και δεν ακούγεται του θυμαριού η μυρωδιά,

μόνο η θηλιά του πνιγμού ακούγεται

η πνοή του πόνου, και η ρωγμή του σπαραγμού.

του γερακιού, της αρκούδας

του λύκου, της αλεπού.

Πάνω σε κάτι δέντρα, οξιές ψηλές

πυκνές λησμονημένες φουντωτές

είναι απλωμένα φύλλα όλη η αλήθεια.

Στου βουνού τα στήθια

θροΐζουν, γνωρίζουν, ριζώνουν, θυμίζουν

το άφθαρτο χρώμα της φύσης.

Λιγοστεύει ο χρόνος,

εσύ θα τους αφήσεις ;

***

Νύχτα είναι και την μέρα.

Σκοτάδι μέταλλο,

πηχτό σεντόνι θανάτου.

Ήρωες,

αγαλματάκια,

ακούνητα, αγέλαστα, αμίλητα,

πήδηξα τον γκρεμό,

ένα σκαλί το θάρρος,

βούτηξα στο ρέμα,

ανάλογο του αναστήματος το βάθος.

Νύχτα είναι και την μέρα.

Αν με ρωτήσουν,

θα πω:

Κάτοικος είμαι της καρδιάς.

***

Πινέλο δεν έπιασα ποτέ!

Δεν γνώρισα την μορφή των ιδεών, απλωμένες στους καμβάδες απείρου.

Δεν έχω παλέτα, το σμίξιμο των χρωμάτων δίνη, εκστατικό πηγάδι.

Το ταίριασμα των σχημάτων, στενεύει.

Από ποια κλωστή των νοημάτων να κρατηθώ όταν το στερέωμα καταρρέει;

Πινέλο δεν έπιασα ποτέ.

Γνώρισα μόνο την κραυγή του σιδήρου καθώς ακονίσει ο ήλιος τις πλάτες των ανθρώπων.

Μα εσύ, μεταίχμιο φωτός και σκοταδιού

θυμίζεις χρώμα θαλασσινό, ακρογιάλι γυαλισμένο.

Σχεδιάζεις το νόημα.

Με τα πόδια το χαλάς, γελάς, χορεύεις και ύστερα βρεγμένη κοιτάς κατάματα τον ήλιο.

***

Σε μία καρέκλα ξύλινη

που πάει πέρα δώθε

παράτησες ιδανικά

και φλόγα που είχες τότε.

Ο ορίζοντας απλώνεται

τεμπέλης και απλός.

Αυτό το μπλουζ καρφώνεται

στην καρδιά σου εντός.

Τρέχουν τα αυτοκίνητα

μα εσύ δεν προλαβαίνεις.

Χτυπάει μάταια η καρδιά

δεν καταλαβαίνεις.

Σφυρίζουν οι μηχανές

θέλουν να σε αλέσουν.

Φανταχτερές οι ανάγκες σου

θέλουν να σε δέσουν.

Τετάρτης μπλουζ το άκουσμα

Σήκω χόρεψε το

Και στο μαντρί που σε έχωσαν

Σήκω γκρέμισε το!

***

Στην κοιλάδα του θανάτου

εκεί που το ξυράφι φτερούγισε

ανάμεσα στα κρυστάλλινα δόντια,

δεν φυσά ο αέρας

γιατί τα πτώματα αφήνουν

στο γκισέ την στερνή ανάσα.

Στην κοιλάδα του θανάτου,

εκεί που η σήψη μπέρδεψε τα πόδια της

ερωτικά με την λήθη,

δεν φυτρώνουν σ αγαπώ

γιατί τα πτώματα αφήνουν

στο γκισέ τα συναισθήματα.

Στην κοιλάδα του θανάτου

μυρίζει πληγή στο γόνατο

και κοκκινόχωμα αγριωπό,

μονάχα κάτι τούφες τρίχες

επιμένουν κάτω από τον ήλιο

να μονολογούν: Δεν είμαι από εδώ!

Προηγούμενο άρθροΓενική συνέλευση ευρωπαϊκών ιστορικών κήπων
Επόμενο άρθροΜνημόσυνο του μακαριστού Μητροπολίτου Διοκλείας κυρού Καλλίστου Ware