Δήλωση Παύλου Χρηστίδη
Εκπροσώπου Τύπου του Κινήματος Αλλαγής
στην εφημερίδα «Το Καρφί».
Ο πρωθυπουργός των Σκοπίων μιλά για μια «Μακεδονία», για μια «μακεδονική γλώσσα».
Ποιο είναι το δικό σας σχόλιο σε αυτές τις δηλώσεις και αν η ελληνική πλευρά θα έπρεπε να αντιδράσει.
Το Κίνημα Αλλαγής πιστεύει στην ειρηνική συμβίωση των λαών και των κρατών, με όρους σεβασμού στην εθνική αξιοπρέπεια, την ιστορική αλήθεια και την ευρωπαϊκή προοπτική.
Στο ανοιχτό εθνικό ζήτημα με την ΠΓΔΜ εξ’ αρχής αλλά και μετά την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, ο κ. Τσίπρας και η κυβέρνησή του έχουν δυστυχώς δημιουργήσει συνθήκες απογοήτευσης και πόλωσης.
Από την πρώτη στιγμή, που άνοιξε η συζήτηση, η Φώφη Γεννηματά ζήτησε τη σύγκληση του συμβουλίου πολιτικών αρχηγών υπό τον ΠτΔ, ώστε να επιβεβαιωθεί η εθνική γραμμή. Δυστυχώς, για ακόμη μια φορά, ο κ. Τσίπρας αρνήθηκε το αυτονόητο. Προφανώς γιατί δεν ήθελε, να διατυπωθεί η πιθανά διαφορετική στάση του συγκυβερνήτη Πάνου Καμμένου. Κάτι που φυσικά βόλεψε και τον κ. Μητσοτάκη, ο οποίος μετατοπίστηκε από την εθνική γραμμή.
Διαπραγματεύτηκαν, λοιπόν, χωρίς να ενημερώσουν τις πολιτικές δυνάμεις και τους πολίτες ενώ εγκατέλειψαν, ως μη όφειλαν, την εθνική γραμμή που είχε διαμορφωθεί τα τελευταία είκοσι χρόνια. Κυρίαρχος στόχος τους ήταν να διχάσουν και να το πολιτικό σύστημα και την ελληνική κοινωνία, με την προσδοκία να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη. Προκάλεσαν έτσι την έντονη δυσαρέσκεια της κοινωνίας και την αυθόρμητη και δικαιολογημένη διαμαρτυρία της.
Οι χειρισμοί της κυβέρνησης, η διγλωσσία στο εσωτερικό της με τις συνεχείς, στα λόγια, διαφοροποιήσεις και ψευτοπαλικαρισμούς του Π. Καμμένου αλλά και η στάση της ΝΔ η οποία υπαναχώρησε από πάγιες θέσεις της, υποκύπτοντας σε λαϊκίστικα εθνικιστικά συνθήματα και ενισχύοντας ακραίες φωνές, έχουν θέσει πρόσθετες δυσκολίες σε ένα δρόμο ήδη δύσκολο.
Εμείς έχουμε ξεκαθαρίσει ότι θέλουμε συνολική και αποτελεσματική λύση, που θα διασφαλίζει πλήρως τα εθνικά συμφέροντα, στο σήμερα και το αύριο.
Η συμφωνία των Πρεσπών δεν το κάνει αυτό. Μια σειρά άρθρων της δημιουργούν ζητήματα, που δεν σέβονται την ενδιάμεση συμφωνία του 1995, στην οποία κατέληξε η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, μετά τα όσα προκάλεσαν οι κυβερνήσεις της ΝΔ. Χαρακτηριστικότερα αυτά για το χαρακτηρισμού της γλώσσας ως Σλαβομακεδονικής και της ιθαγένειας ως Βορειομακεδονικής, ενώ ερωτηματικά προκύπτουν για τους όρους «Μακεδονία» και «Μακεδόνας», που βλέπουμε να χρησιμοποιούνται από διεθνείς παράγοντες και τον κ. Ζάεφ, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή αντίδραση από την ελληνική κυβέρνηση.
Συνεπώς, για όλους αυτούς τους λόγους δεν θα ψηφίσουμε τη συμφωνία.