Γράφει ο Ευάγγελος Βενιζέλος
Το άρθρο 84 του Συντάγματος εισάγει την κοινοβουλευτική αρχή, δηλαδή τον κανόνα της εξάρτησης της κυβέρνησης από την εμπιστοσύνη της Βουλής. Εξειδικεύει όμως έτσι τον κανόνα αυτόν ώστε να διευκολύνεται η κυβερνητική σταθερότητα, δηλαδή η δυνατότητα της κυβέρνησης που διορίζεται σύμφωνα με την αρχή της δεδηλωμένης, να λάβει τελικά ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή.
Για την αποδοχή λοιπόν της πρότασης εμπιστοσύνης αρκεί η πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών που δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δυο πέμπτων του συνολικού τους αριθμού (τουλάχιστον 120/300). Αντίστροφα δυσχεραίνεται η αποδοχή μιας πρότασης δυσπιστίας που πρέπει να υπερψηφιστεί από την απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών (151/300).
Μια κοινοβουλευτική κυβέρνηση υπάρχει όμως και λειτουργεί κατά το Σύνταγμα όχι ως μηχανισμός κυνικής άσκησης της εξουσίας, μέσα από τη συνεργασία ετερόκλητων τυχοδιωκτικών στοιχείων που παίζουν με την συνταγματική αριθμητική, αλλά για να ασκείται μια συνταγματικά προβλεπόμενη αρμοδιότητα, ένας θεσμικός ρόλος.
Κατά το άρθρο 82 «Η Κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει τη γενική πολιτική της χώρας, σύμφωνα με τους ορισμούς του συντάγματος και των νόμων». Βασικό κεφάλαιο της γενικής πολιτικής της Χώρας είναι η εξωτερική πολιτική και πρωτίστως η διαχείριση των λεγόμενων εθνικών θεμάτων. Επί αυτών των θεμάτων η κυβέρνηση πρέπει να καθορίζει και να κατευθύνει την πολιτική της Χώρας ως πολιτειακό όργανο και όχι απλώς στο επίπεδο των κομμάτων που τυχόν τη συναπαρτίζουν ή στο επίπεδο του πρωθυπουργού ή ορισμένων υπουργών ατομικά.
Όταν αυτό δεν συμβαίνει, αλλά εν τούτοις υπάρχει πολιτική συμφωνία των κυβερνητικών εταίρων να διατηρηθεί η Κυβέρνηση στην εξουσία λόγω των αριθμητικών υπολογισμών του άρθρου 84, βρισκόμαστε ενώπιον του φαινομένου της καταστρατήγησης του Συντάγματος. Δηλαδή της προσχηματικής επίκλησης του συνταγματικού τύπου προκειμένου να παραβιασθεί το ουσιαστικό κανονιστικό περιεχόμενο του Συντάγματος. Για το λόγο αυτό στην ιστορία του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος – διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα- έχουν διαμορφωθεί λόγοι παραίτησης της Κυβέρνησης. Αυτοί όμως αφορούν κυβερνήσεις, κόμματα και πολιτικά πρόσωπα με δημοκρατική ευαισθησία και κοινοβουλευτικό ήθος. Καμία σχέση με την παρούσα κατάσταση στην Ελλάδα.
Η καταστρατήγηση γίνεται μάλιστα βαρύτερη όταν οι κυβερνητικοί εταίροι παρότι διαφωνούν γύρω από σοβαρό ζήτημα της εξωτερικής πολιτικής και αυτό παραλύει την άσκηση της βασικής κυβερνητικής αρμοδιότητας, συμφωνούν μεταξύ τους να εξακολουθούν να συνεργάζονται σαν να μη συμβαίνει τίποτα και να καλέσουν την αντιπολίτευση να επωμισθεί το βάρος των σχετικών αποφάσεων.
Η κυβέρνηση μετατρέπει έτσι την εξωτερική πολιτική σε εσωτερικό πολιτικό τέχνασμα. Ζητά από την αντιπολίτευση να επιδείξει εθνική υπευθυνότητα, ενώ η ίδια επιδεικνύει προκλητική και πρωτοφανή εθνική και συνταγματική ανευθυνότητα. Η κυβέρνηση θέλει, ως έχει και ευρίσκεται, χωρίς δική της πολιτική ενότητα, να εκπροσωπεί τη χώρα, να διαπραγματεύεται, να συμφωνεί και μετά να καλεί την αντιπολίτευση να καλύψει το πολιτικό κενό της κυβέρνησης ψηφίζοντας ό,τι δεν ψηφίζει το ένα από τα δυο συνεργαζόμενα κυβερνητικά κόμματα. Αυτό το κόμμα μάλιστα δεν διαφωνεί απλώς αλλά οργανώνει ήδη δημαγωγική εκστρατεία εθνικολαϊκιστικής καταγγελίας όσων συμφωνήσουν με την κυβερνητική πρόταση!
Ο θεσμικός παραλογισμός είναι ακόμη μεγαλύτερος. Κρίσιμα στοιχεία για το momentum σε σχέση με το ονοματολογικό είναι η ύπαρξη μιας νέας κυβέρνησης στα Σκόπια με ενεργό συμμετοχή του μεγαλύτερου αλβανικού κόμματος ( παρά την προχθεσινή αποχώρηση του δεύτερου αλβανικού κόμματος), η πιθανή συμφωνία Βελιγραδίου – Πρίστινας και ό,τι αυτή θα σημαίνει για τους αλβανικούς πληθυσμούς στα Δυτικά Βαλκάνια, η συμφωνία Σόφιας – Σκοπίων, αλλά και η επόμενη Σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ. Δεν μνημονεύω εδώ την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης με αφορμή το Βουκουρέστι, γιατί αυτή δεν αφορά τη στάση των άλλων κρατών- μελών του ΝΑΤΟ και τα γενικά κριτήρια που πρέπει να πληρούν οι χώρες που εντάσσονται στη Συμμαχία. Στις συνοδούς κορυφής του ΝΑΤΟ κάθε κοινοβουλευτική χώρα την εκπροσωπούν όμως ο Πρωθυπουργός της και οι υπουργοί Εξωτερικών και Αμύνης. Προφανώς με ενιαία γραμμή σε όλα τα θέματα. Ποιά γραμμή;
Για να απαντήσουμε ως προς τη γραμμή χρειάζεται να θυμηθούμε:
Πρώτον, ότι η Ελλάδα αποδέχθηκε πριν 25 χρόνια, τον Απρίλιο του 1993, επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, την ένταξη στον ΟΗΕ της ΠΓΔΜ με προσωρινή συνθέτη ονομασία που περιέχει τον όρο Μακεδονία με επιθετικό προσδιορισμό, χωρίς όμως να διασφαλίζεται τότε η erga omnes χρήση της.
Δεύτερον, ότι η ενδιάμεση συμφωνία του 1995 και οι χειρισμοί της περιόδου 1994-95 που την κατέστησαν εφικτή επέβαλαν τη χρήση του προσωρινού σύνθετου ονόματος στους διεθνείς οργανισμούς, έλυσαν το ζήτημα της σημαίας, επέτρεψαν να οικοδομηθούν μέτρα εμπιστοσύνης και οικονομικής συνεργασίας και μας επιτρέπουν τώρα να είμαστε κοντά σε λύση με σύνθετο όνομα, με γεωγραφικό προσδιορισμό, για κάθε χρήση. Δηλαδή σε λύση πολύ καλύτερη από το προσωρινό όνομα και τις χρήσεις του.
Τρίτον, ότι ένα ευρύτατο φάσμα πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα (σίγουρα το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ και ο Συνασπισμός/ ΣΥΡΙΖΑ) έχει πολλές φορές στο παρελθόν δηλώσει ότι συμφωνεί με τηνενιαία εθνική γραμμή που έχει διαμορφωθεί, αν και κάποιοι θέλουν να ξεχνούν ότι τη συνδιαμόρφωσαν ή έστω την αποδέχθηκαν και τη στήριξαν ως υπουργοί και βουλευτές. Το πλαίσιο που ανακοινώθηκε μετά τη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών τον Απρίλιο του 1992 έχει προ πολλού αντικατασταθεί από την ενιαία εθνική θέση που διαμορφώθηκε μετά το 1993 και διατυπώθηκε κατ´επανάληψη με τις προγραμματικές δηλώσεις των κυβερνήσεων που ακολούθησαν καθώς και με αλλεπάλληλες σχετικές δηλώσεις των Ελλήνων πρωθυπουργών και υπουργών εξωτερικών και των κομμάτων του δημοκρατικού φάσματος. Οι Γ.Γ. του ΟΗΕ και ο κ. Μ. Νίμιτς έχουν γίνει δεκάδες φορές αποδέκτες αυτής της ενιαίας και σαφούς ελληνικής θέσης.
Μπορεί άραγε, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, να διαμορφωθεί τώρα μια στάση της αντιπολίτευσης που είναι εθνικά υπεύθυνη και αντιλαμβάνεται τη σημασία του momentum, χωρίς όμως να είναι πολιτικά αφελής, δηλαδή χωρίς να διευκολύνει τον τυχοδιωκτισμό και το διπλό παιχνίδι των κυβερνητικών εταίρων που δεν επιδιώκουν απλώς να συνεχιστεί ο βίος της κυβέρνησης, αλλά ενθαρρύνουν επιπλέον ένα παροξυσμό εθνικολαϊκιστικής δημαγωγίας με αφορμή μια συμφωνία την οποία ο ένας κυβερνητικός εταίρος προτείνει στην αντιπολίτευση να την ψηφίσει, ενώ ο άλλος εταίρος την καταγγέλλει «εθνικά υπερήφανος»;
Μια τέτοια στάση είναι αυτή που συνδυάζει τα ακόλουθα στοιχεία:
Πρώτον, προστατεύει την άσκηση της εξωτερικής πολιτικής από τους πειρασμούς της κομματικής σκοπιμότητας και προτάσσει τον πραγματικό και σύγχρονο πατριωτισμό σε σχέση με το λαθρεμπόριο υπερπατριωτισμού και ιστορικής αμνησίας για τις εξελίξεις των τελευταίων 28 ετών.
Δεύτερον, επιβάλλει την ουσιαστική λειτουργία των κανόνων του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος και προβάλλει στην κοινή γνώμη τους τυχοδιωκτισμούς που γίνονται μόνον και μόνον για να παραταθεί η νομή της ωμής εξουσίας.
Τρίτον, στρέφει την προσοχή στο μεγάλο εθνικό ζήτημα της πραγματικής και όχι της εικονικής εξόδου από το μνημόνιο και της επανόδου στην κανονικότητα μιας χώρας μέλους της ΕΕ και της Ευρωζώνης.
Το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινείται διπλωματικά η χώρα στο ονοματολογικό είναι, όπως είδαμε, γνωστό και σταθερό εδώ και χρόνια. Είναι όμως πρωθύστερο θεσμικά και διπλωματικά να ζητείται από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να τοποθετηθούν ειδικότερα για τις τρέχουσες εξελίξεις και για την αποδοχή μιας συγκεκριμένης συμφωνίας πριν υπάρξει επίσημη και πλήρης ενημέρωση από την κυβέρνηση για το τι συμβαίνει επί της ουσίας, αλλά και για το ποια είναι η ενδοκυβερνητική κατάσταση. Για το αν, δηλαδή, μπορεί ή όχι η κυβέρνηση να αναλάβει το βάρος της συνταγματικής της αρμοδιότητας. Από την άλλη μεριά είναι προφανές ότι μια κυβέρνηση με το θεσμικό, εθνικό και πολιτικό ήθος της σημερινής δεν πρόκειται να εγκαταλείψει την εξουσία για να χειριστεί υπεύθυνα το ζήτημα του ονόματος της ΠΓΔΜ. Δεν χειρίστηκε και δεν πρόκειται να χειριστεί υπεύθυνα κανένα θέμα. Εμάς όμως μας ενδιαφέρει ο Τόπος και το μέλλον του. Μας ενδιαφέρει να κατανοούν οι πολίτες την πραγματικότητα.
Η διαχείριση του θέματος γίνεται έως τώρα όχι μόνο με μικροπολιτική διάθεση αλλά και πρωθύστερα, γιατί αυτό το παιχνίδι θέλησε να στήσει η κυβέρνηση. Εξελίσσεται μια συζήτηση με εσωτερικούς πολιτικούς όρους που μειώνει το περιθώριο διπλωματικών χειρισμών και τη δυνατότητα απάντησης σε διεθνείς πιέσεις τη στιγμή που υποτίθεται ότι διεξάγεται διμερής διαπραγμάτευση με στόχο μια οριστική και πλήρη λύση που θα περιέχει συνθέτη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό για κάθε χρήση (erga omnes), λύση στην οποία έχουν όμως μεγάλη σημασία οι λεπτομέρειες.
Είναι συνεπώς αναγκαίο να τοποθετηθούν τα πράγματα στη λογική τους σειρά τόσο από πλευράς συνταγματικών θεσμών, όσο και από πλευράς εξωτερικής πολιτικής. Πρώτον, οφείλει η κυβέρνηση να ενημερώσει για το αν υπάρχει συμφωνία και για το περιεχόμενό της. Δεύτερον, οφείλει η κυβέρνηση να ενημερώσει όχι μόνον για τη στάση των κυβερνητικών κομμάτων αλλά και για το πώς τοποθετείται πολιτικά και θεσμικά το καθένα από αυτά έναντι του άλλου. Τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης οφείλουν να τοποθετηθούν και μάλιστα δημόσια μόνο όταν η κυβέρνηση αποσαφηνίσει το τοπίο.
Τα τελευταία οκτώ πέτρινα χρόνια έχω πολλές φορές τονίσει ότι δεν υπάρχει κομματικός πατριωτισμός αλλά μόνον εθνικός. Ότι για όλα τα ζητήματα υπάρχει μόνο μια στάση, αυτή που προκύπτει από την αλήθεια και το εθνικό συμφέρον. Αυτό όμως δεν ισχύει μόνο για το όνομα της ΠΓΔΜ. Ισχύει και για την οικονομία, για το μέλλον της χώρας και την επόμενη κυβέρνηση που έχει ανάγκη ο τόπος. Ισχύει για το εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης και την «Ελλάδα μετά». Ισχύει για την υπεράσπιση της τεράστιας προσπάθειας της περιόδου 2010-2015 που ανακόπηκε στις 29 Δεκεμβρίου 2014 με την καταψήφιση του υποψηφίου ΠτΔ. Δεν επιτρέπονται αμφιθυμίες και αμφισημίες. Για όλα τα θέματα αληθής και εθνικά υπεύθυνη στάση, από όλους. Αυτό μας δίδαξε ο πόλεμος της γενιάς μας ότι έχει ανάγκη η Πατρίδα.