Όταν τον περασμένο χειμώνα ξεκινούσε το βιωματικό σεμινάριο για την παιδική επιθετικότητα σε διάφορες περιοχές της Κεντρικής Μακεδονίας, αρκετοί από τους γονείς που προσέρχονταν σε αυτό δήλωναν πολύ απογοητευμένοι από τη συμπεριφορά των παιδιών τους. Χαρακτήριζαν τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν ως πολύ σοβαρά και, περιγράφοντας τη στάση των παιδιών, μιλούσαν για έντονη επιθετικότητα. Δήλωναν προβληματισμένοι και ένιωθαν ότι βρίσκονταν μπροστά σε ένα αδιέξοδο.
Στο πλαίσιο της ομάδας των γονέων και με την καθοδήγηση των επιστημόνων, παρά τις αρχικές επιφυλάξεις για τον βιωματικό τρόπο προσέγγισης του θέματος, τα μέλη της ομάδας άρχισαν να μιλούν για τις εμπειρίες τους, τις προσδοκίες τους, τους κανόνες που ισχύουν στο δικό τους περιβάλλον. Μετέφεραν απόψεις, έδιναν το έναυσμα για συζητήσεις και αναζητούσαν λύσεις, ανακαλύπτοντας σταδιακά τα συναισθήματα που κρύβονται πίσω από την παιδική επιθετικότητα.
Το συναίσθημα πίσω από την επιθετικότητα
«Πίσω από ένα επιθετικό παιδί υπήρχε η λύπη που αισθανόταν, επειδή δεν είχε την προσοχή του πατέρα του, τη στιγμή που την είχε ανάγκη. Πίσω από το άγχος ενός παιδιού που ξεκινούσε την πρώτη δημοτικού βρισκόταν ο φόβος για το καινούριο περιβάλλον και πίσω από τον θυμό που εξέφρασε ένα μικρό κορίτσι βρισκόταν η απογοήτευσή του επειδή τελικά ο πατέρας του δεν πρόλαβε να το συνοδεύσει σε μια βόλτα» αναφέρει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ η ψυχολόγος της Διεύθυνσης Κοινωνικής Μέριμνας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, Ελένη Πατίδου.
Σύμφωνα με την ίδια, η επιθετικότητα είναι απλώς το αποτέλεσμα μιας κατάστασης, στην οποία τα παιδιά δεν έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν το συναίσθημά τους. «Το χρέος μας, ως γονείς, είναι να μάθουμε στα παιδιά και να τα ενθαρρύνουμε να αναγνωρίζουν το συναίσθημά τους, ώστε αυτό να εκφραστεί και να γίνει αντικείμενο διαχείρισης. Σε αυτή την περίπτωση το παιδί δεν χρειάζεται την επιθετικότητα για να εκφραστεί αλλά μπορεί να χρησιμοποιήσει τον λόγο για να περιγράψει όσα αισθάνεται. Με τον τρόπο αυτό αποκτά αυτοπεποίθηση, βελτιώνεται η αυτοεικόνα του και όλα αυτά επιδρούν ευνοϊκά στο σύνολο της οικογένειας» υπογραμμίζει χαρακτηριστικά.
Η τεχνική της «ενεργητικής ακρόασης»
Σημαντικό «εργαλείο» που προτείνεται στους γονείς ώστε να αναγνωρίζουν το συναίσθημα των παιδιών και να τα διευκολύνουν να το εκφράσουν είναι η «ενεργητική ακρόαση», μια τεχνική που όπως αναφέρει η κ. Πατίδου, προϋποθέτει τη διάθεση του γονιού να ακούσει όσα έχει το παιδί του να του πει, με μια διάθεση να εμβαθύνει στο συναίσθημα που κρύβεται πίσω από την επιθετικότητα. «Τι εννοείς», «αισθάνομαι ότι νιώθεις λυπημένος», «σε βλέπω στεναχωρημένη», «όταν θελήσεις να μου μιλήσεις θα είμαι εδώ για σένα» είναι μερικές από τις φράσεις που χρησιμοποιούν οι γονείς εξασκώντας την εν λόγω τεχνική, με στόχο να προβάλλουν στα παιδιά το συναίσθημά τους και να τους δώσουν τη δυνατότητα αφενός να το αναγνωρίσουν, αφετέρου να το διαχειριστούν.
Η διαδικασία, μάλιστα, μπορεί να ξεκινά από τη βρεφική ηλικία, όταν ακόμη τα παιδιά δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν τον λόγο. Ακόμη και το βλέμμα ή ένας ήχος ενός βρέφους μπορούν να δώσουν στους γονείς μια ευκαιρία επικοινωνίας. «Περιμένουμε κάποια από τα πρώτα ψελλίσματα που κάνει ένα μωρό. Παραμένουμε σιωπηλοί και μόλις το μωρό παράγει έναν ήχο που μπορεί να μοιάζει με λέξη, ανταποκρινόμαστε απαντώντας του ή κοιτάζοντάς το. Ακόμη και αυτός είναι ένας τρόπος εκπαίδευσης στην επικοινωνία παιδιών και γονέων, από τη βρεφική, ακόμη ηλικία» σχολιάζει.
Δεν παραλείπει, άλλωστε, να αναφερθεί στις δυσκολίες που βιώνουν οι γονείς στην εφαρμογή της «ενεργητικής ακρόασης», καθώς οι ρυθμοί της καθημερινότητας δυσχεραίνουν την επικοινωνία στο εσωτερικό της οικογένειας. «Συμβαίνει κάποιες φορές να προτρέχουμε όταν μας μιλούν τα παιδιά. Να τους απαντάμε ότι ξέρουμε τι συμβαίνει, να τους δίνουμε μια γρήγορη απάντηση, συχνά διεκπεραιωτική, με μια γρήγορη συμβουλή, χωρίς ουσιαστική επικοινωνία. Όταν μάλιστα οι γονείς τρέχουν για να προλάβουν τα πάντα, η δυσκολία είναι μεγάλη» υπογραμμίζει. Στον αντίποδα, όπως αναφέρει, μια μικρή διακοπή στις δουλειές του σπιτιού για να ακούσει ο πατέρας ή η μητέρα το πρόβλημα που απασχολεί ένα παιδί, ή απλώς για να αναφέρει ότι το βλέπει προβληματισμένο, είναι αρκετή ώστε να «ξεκλειδώσει» ένα συναίσθημα και να δώσει το έναυσμα για την υγιή του έκφραση.
Η σημασία των ορίων
Στο ίδιο μήκος κύματος, αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στα όρια και τους κανόνες που τίθενται σε μια οικογένεια. «Γονείς που χαρακτήριζαν τα παιδιά τους ατίθασα και ανέφεραν ότι αδυνατούσαν να συμπεριφερθούν κατάλληλα σε μια οικογενειακή έξοδο, διαπίστωσαν αργότερα ότι εφόσον προηγηθεί μια συνεννόηση για τον τρόπο που όλοι πρέπει να συμπεριφερθούν, όλα τελικά κυλούν ομαλά. Παιδιά που αντιδρούσαν έντονα όταν επρόκειτο να καθίσουν στο τραπέζι σε ένα εξωτερικό περιβάλλον, με την κατάλληλη προετοιμασία έμαθαν ότι πρέπει να φέρονται σωστά σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, με τη δυνατότητα μιας σύντομης βόλτας μέχρι να ξεκουραστούν και να εκτονωθούν. Σε περίπτωση, μάλιστα, που δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο τα παιδιά γνώριζαν από πριν ότι θα πρέπει όλοι να αποχωρήσουν», σημειώνει.
Η επαφή με τις τεχνικές αυτές και η σταδιακή εξάσκησή τους, αξιολογήθηκε ως αποτελεσματική από τους ίδιους τους γονείς που συμμετείχαν στα βιωματικά σεμινάρια για την παιδική επιθετικότητα. «Μετά το πέρας των συνεδριών, οι γονείς αναγνώρισαν ότι τελικά δεν ήταν τα παιδιά τους που δεν έκαναν κάτι σωστά αλλά οι ίδιοι, και θεώρησαν ότι κατέχουν πλέον τη δυνατότητα να αλλάξουν την κατάσταση» τονίζει η κ. Πατίδου. Η ίδια, μάλιστα, εκτιμά ως αποτελεσματική τη διαδικασία των βιωματικών σεμιναρίων, επισημαίνοντας την ανάγκη αύξησης του χρόνου που διατίθεται και του προσωπικού που απαιτείται για την διεξαγωγή τους.
Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση διευκρινίζει ότι όλα τα παραπάνω έχουν εφαρμογή όταν οι γονείς έχουν τη διάθεση να βρουν λύση για μια δύσκολη συμπεριφορά του παιδιού τους και είναι διαθέσιμοι να εγκαταλείψουν τον εγωισμό και την εξουσιαστική τους τάση απέναντι του. Τέλος, προϋπόθεση για την εξάλειψη της επιθετικής συμπεριφοράς είναι να μην είναι οι ίδιοι οι γονείς ή το ευρύτερο περιβάλλον επιθετικό γιατί τότε αναπόφευκτα υπάρχει μίμηση προτύπου.
Σύμφωνα με την προϊσταμένη του Τμήματος Δημόσιας Υγείας της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, Μαρία Σιδηροπούλου, στο εν λόγω πρόγραμμα συμμετείχαν 64 γονείς από τη Θεσσαλονίκη, τη Χαλκιδική, τις Σέρρες και το Κιλκίς. Τέτοιου είδους ψυχοκοινωνικά προγράμματα ξεκίνησαν το 2017, ενώ πρόθεση της Διεύθυνσης είναι η επέκταση των προγραμμάτων σε νέες θεματικές ενότητες αλλά και η αύξηση του αριθμού τους.
ΑΠΕ-ΜΠΕ