Με στόχο τη βαθύτερη κατανόηση του ηφαιστειακού συστήματος στην ευρύτερη περιοχή της Σαντορίνης ξεκίνησε μια νέα διεθνής ερευνητική αποστολή, με επικεφαλής το ερευνητικό κέντρο GEOMAR Helmholtz Centre for Ocean Research Kiel και τη συμμετοχή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΕΚΠΑ). Ένας από τους στόχους του προγράμματος θα είναι η μετάδοση σε πραγματικό χρόνο δεδομένων από την περιοχή.
Η ωκεανογραφική αποστολή Μ215 ξεκίνησε χθες από το Ηράκλειο της Κρήτης και σήμερα βρίσκεται στην περιοχή της Σαντορίνης. Σε απόσταση μόλις επτά χιλιομέτρων βορειοανατολικά της Σαντορίνης βρίσκεται το υποθαλάσσιο ενεργό ηφαίστειο Κολούμπο, μέρος μιας αλυσίδας περισσότερων από 20 υποθαλάσσιων ηφαιστείων που συγκροτούν το ηφαιστειακό πεδίο Σαντορίνης-Κολούμπου.
Κεντρικός άξονας της αποστολής είναι η δοκιμή και επέκταση καινοτόμων συστημάτων παρακολούθησης, τα οποία στο μέλλον μπορούν να συμβάλουν σε πιο αποτελεσματική έγκαιρη προειδοποίηση για σεισμικά και ηφαιστειακά φαινόμενα.
Στις αρχές του 2025, η Σαντορίνη βρέθηκε σε κατάσταση αυξημένης επιφυλακής, καθώς σε διάστημα λίγων εβδομάδων καταγράφηκαν περισσότερες από 28.000 σεισμικές δονήσεις. Ήδη από τον Δεκέμβριο του 2024, στο πλαίσιο του ερευνητικού έργου MULTI-MAREX, η ερευνητική ομάδα μελέτησε στην περιοχή γεωλογικές διεργασίες που μπορούν να προκαλέσουν κατολισθήσεις, ηφαιστειακές εκρήξεις και τσουνάμι. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ξεκίνησε το σεισμικό σμήνος. Ερευνητές του GEOMAR και του ΕΚΠΑ βρέθηκαν επιτόπου και κατά τη διάρκεια της κρίσης, συλλέγοντας πολύτιμα δεδομένα.
Η ανάλυση δεδομένων από το GEOMAR και το γερμανικό ερευνητικό κέντρο γεωεπιστημών «GFZ Helmholtz-Zentrum für Geoforschung» έδειξε ότι το σεισμικό σμήνος του 2025 προκλήθηκε από μετακίνηση μάγματος σε μεγάλο βάθος. Με την αποστολή M215, οι επιστήμονες επιδιώκουν να κατανοήσουν καλύτερα πώς αντιδρούν τα ηφαιστειακά συστήματα και ποια πιθανά σενάρια μπορεί να προκύψουν στο μέλλον.
Η συστηματική συλλογή θαλάσσιων δεδομένων αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την καλύτερη κατανόηση της σεισμικής δραστηριότητας της περιοχής και για τη διερεύνηση της σχέσης μεταξύ των μαγματικών διεργασιών και της ενεργής τεκτονικής.
Η καθηγήτρια Γεωλογίας του ΕΚΠΑ, Παρασκευή Νομικού, υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ότι «η συνεχής παρακολούθηση του ηφαιστείου Κολούμπου και της ευρύτερης περιοχής έχει σημαντικό κοινωνικό αντίκτυπο. Η θαλάσσια έρευνα υλοποιείται μέσα από διεθνείς συνεργασίες, με στόχο την αξιόπιστη ενημέρωση της τοπικής κοινωνίας και την αποτροπή της παραπληροφόρησης και του αδικαιολόγητου πανικού».
Καινοτόμες τεχνολογίες στον βυθό της Μεσογείου
Κατά τη διάρκεια της νέας αποστολής, θα εγκατασταθούν και θα ανακτηθούν σταθμοί μέτρησης και θα πραγματοποιηθούν εκτεταμένες γεωφυσικές έρευνες. Τον Δεκέμβριο του 2024 είχαν τοποθετηθεί σεισμογράφοι, η αξία των οποίων είναι πολύ σημαντική ερευνητικά, καθώς έχουν παραμείνει έναν χρόνο στον βυθό, μέσα και γύρω από το ηφαίστειου του Κολούμπου, οπότε έχουν καταγράψει το πριν, τη διάρκεια και το μετά της σεισμικής κρίσης. Οι σεισμογράφοι αυτοί θα ανασυρθούν κατά τη διάρκεια της παρούσας αποστολής, προκειμένου να δώσουν πληροφορίες για τις δυναμικές αλλαγές στο ηφαιστειακό σύστημα.
Ο Δρ. Γενς Κάρστενς, θαλάσσιος γεωφυσικός στο GEOMAR και συνεπικεφαλής της αποστολής, κάνει λόγο σε σχετική ανακοίνωση του γερμανικού ερευνητικού ινστιτούτου για μια «μοναδική συγκυρία από επιστημονικής πλευράς». «Έχουμε μετρήσεις πριν, κατά τη διάρκεια και τώρα μετά τη σεισμική κρίση. Η αποστολή M215 μάς επιτρέπει να συγκρίνουμε άμεσα αυτά τα δεδομένα και να επαναλάβουμε τα πειράματά μας. Έτσι, μπορούμε να εξάγουμε συμπεράσματα που, υπό άλλες συνθήκες, θα απαιτούσαν πολλά χρόνια ή και δεκαετίες».
Ένας από τους στόχους της αποστολής είναι η δοκιμή ενός νέου, ολοκληρωμένου συστήματος παρακολούθησης, το οποίο θα συμπληρώνει τα υπάρχοντα συστήματα έγκαιρης προειδοποίησης. Μέχρι σήμερα, αυτά βασίζονται κυρίως σε σεισμογράφους και δίκτυα GPS στην ξηρά.
«Τα χερσαία συστήματα είναι ιδιαίτερα αξιόπιστα. Θέλουμε όμως να πάμε ένα βήμα πιο πριν και να ανιχνεύουμε έγκαιρα τι συμβαίνει στον βυθό, πριν γίνουν αισθητές οι δονήσεις. Βρισκόμαστε σε στενή συνεργασία με την ελληνική πολιτεία, με στόχο την καλύτερη εκτίμηση του κινδύνου για τις παράκτιες περιοχές», σημειώνει η καθηγήτρια του GEOMAR, Χέιντρουν Κοπ, επικεφαλής της αποστολής και συντονίστρια του MULTI-MAREX.
Σημαντικό ρόλο θα διαδραματίσουν τα MOLA (Modular Ocean Lander), μικρές αυτόνομες συσκευές, που καταγράφουν ήχους, θερμοκρασία και συγκεντρώσεις διοξειδίου του άνθρακα στον βυθό και επικοινωνούν μεταξύ τους σε πραγματικό χρόνο. «Αυτό που θέλουμε να πετύχουμε μακροπρόθεσμα είναι η μετάδοση δεδομένων σε πραγματικό χρόνο», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ η κ. Νομικού.
«Η συνεργασία του Υποθαλάσσιου Ηφαιστειακού Παρατηρητηρίου Σαντορίνης (SANTORY) με το πρόγραμμα MULTI-MAREX αναδεικνύει νέες, καινοτόμες προσεγγίσεις στην παρακολούθηση του υποθαλάσσιου ηφαιστείου Κολούμπου σε σχεδόν πραγματικό χρόνο, με απευθείας μετάδοση δεδομένων από τον βυθό. Παράλληλα, η αξιοποίηση αυτόνομων υποβρύχιων οχημάτων επιτρέπει τη λεπτομερή χαρτογράφηση περιοχών, όπου έχουν παρατηρηθεί εκπομπές αερίων, ενώ η υψηλής ανάλυσης οπτικοποίηση του υδροθερμικού πεδίου του Κολούμπου, με εξειδικευμένο υποβρύχιο εξοπλισμό μετά τη σεισμική κρίση, συμβάλλει στην κατανόηση της εξάπλωσης των βακτηριακών κοινοτήτων, καθώς και των μεταβολών στη μορφολογία του θαλάσσιου πυθμένα», περιγράφει η καθηγήτρια του ΕΚΠΑ.
Στην αποστολή θα επαναχρησιμοποιηθεί και το σύστημα βιντεοχαρτογράφησης ΜΟΜΟ, που επιτρέπει τη χαρτογράφηση του βυθού με ακρίβεια χιλιοστού. Παράλληλα, οι ερευνητές θα αξιολογήσουν τη σταθερότητα των ηφαιστειακών πλαγιών στην περιοχή Σαντορίνης-Κολούμπου, διερευνώντας πώς αυτές αντιδρούν σε τεκτονική δραστηριότητα.
Τα επιστημονικά δεδομένα που συλλέγονται, καταλήγει η Παρασκευή Νομικού, θα αξιοποιηθούν, επίσης, «στην εκπαίδευση των παιδιών της Σαντορίνης, μέσω ειδικών εκπαιδευτικών ημερίδων στο πλαίσιο του ερευνητικού προγράμματος, αναδεικνύοντας τη Σαντορίνη ως ένα ζωντανό φυσικό εργαστήριο επιστημονικής έρευνας».
Σημειώνεται ότι το MULTI-MAREX αποτελεί ένα από τα τέσσερα έργα της ερευνητικής αποστολής mareXtreme, η οποία υλοποιείται από τη Γερμανική Συμμαχία Θαλάσσιας Έρευνας (DAM). Στόχος είναι η δημιουργία ενός «ζωντανού εργαστηρίου» για τη μελέτη ακραίων γεωθαλάσσιων φαινομένων, όπως σεισμοί, ηφαιστειακές εκρήξεις και τσουνάμι, στον κεντρικό μεσογειακό χώρο.
* Επισυνάπτεται φωτογραφία από την αποστολή και την τοποθέτηση των MOLA στον βυθό – Τη φωτογραφία παραχώρησε η Παρασκευή Νομικού στο ΑΠΕ-ΜΠΕ για χρήση
ΑΠΕ-ΜΠΕ/Μαρία Κουζινοπούλου












