Στις 11 Μαΐου ανατριχιάσαμε όλοι όταν κάναμε εικόνα στο μυαλό μας, το μωρό να βρίσκεται στο κρεβάτι, δίπλα στη νεκρή μητέρα του, στα Γλυκά Νερά. Όταν την Πέμπτη 17 Ιουνίου ακούσαμε στα έκτακτα δελτία ειδήσεων, ότι ο δολοφόνος ήταν ο σύζυγος, η έκπληξή μας δεν ήταν τόσο μεγάλη.
Και δεν αναφέρομαι στους επίδοξους Σέρλοκ Χολμς και στους Πουαρώ. Αναφέρομαι σε όλους εμάς που, στο πίσω μέρος της μνήμης μας, έχουν καταγράψει δημοσιογραφικά και ειδησεογραφικά σημαντικές περιπτώσεις δολοφονιών γυναικών που έγιναν τον τελευταίο χρόνο. 12 γυναίκες μέσα στους 15 μήνες της καραντίνας δολοφονήθηκαν από τον σύζυγό τους (νυν ή πρώην), τον σύντροφό της ή τον επίδοξο βιαστή τους. Γυναίκες με ονοματεπώνυμο, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις, φιλοξενούσαν τον θάνατο κάτω από τη στέγη τους.
Είναι πολλά τα περιστατικά, κι όσο κι αν δεν το θέλουμε, η απουσία έκπληξης από την ομολογία του δολοφόνου των Γλυκών Νερών, είναι αποτέλεσμα κι ενός κοινωνικού μιθριδατισμού. Έχουμε συνηθίσει (;) στην ενδοοικογενειακή βία, την απαντάμε συχνά ή υποψιαζόμαστε την ύπαρξή της πίσω από τις κλειστές πόρτες, κι η κορύφωσή της, που είναι ο φόνος, δεν είναι σπάνια, απ’ ότι δείχνουν τα δεδομένα.
Στην πραγματικότητα το πρόβλημα υποκρύπτεται πίσω από φοβισμένα και κλειστά στόματα, που μπορεί να είναι άτομα της διπλανής μας πόρτας. Γυναικείες ζωές και περιβάλλοντα οικογενειών που διανύουν σχεδόν το σύνολο του βίου τους μέσα σε συνθήκες βίας, καταπίεσης, κακοποίησης σωματικής και ψυχικής. Συνθήκες που δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές ακόμα κι αν δεν φτάνουν στην κορύφωση της βαριάς βλάβης ή της απώλειας ζωής.
Ένα από τα μαθήματα που εισπράξαμε όσοι βλέπουμε τη σειρά The Handmaid’s tale, είναι η ευκολία με την οποία ο τρόμος μπορεί να γίνει συνήθεια. Ακόμα κι αν στη δυστοπική Gilead έχουν συγκεντρωθεί όλα τα χαρακτηριστικά που βρίσκονται διάσπαρτα σήμερα σε πολλά ανελεύθερα – αλλά και υποτιθέμενα δημοκρατικά – καθεστώτα, γεγονός παραμένει ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα και η γυναικεία χειραφέτηση, δεν είναι δεδομένα ακόμα κι αν έχουν κατακτηθεί,. Χρειάζονται διαρκή επαγρύπνηση, γιατί η διολίσθηση προς τα πίσω είναι συνήθως κατηφορική κι εύκολη.
Από την μισογυνική ρητορική του Τραμπ και των οπαδών του, μέχρι την απαγόρευση των αμβλώσεων στην Πολωνία και την απαγόρευση «της προώθησης της ομοφυλοφιλίας» στην Ουγγαρία, η απόσταση από την ελευθερία και την χειραφέτηση μεγαλώνει επικίνδυνα. Κατανοώ τις καλοπροαίρετες φωνές που παροτρύνουν τις γυναίκες «να φύγουν» από μια κακοποιητική σχέση.
Όμως ο μηχανισμός πρόσδεσης σε μια τέτοια σχέση, είναι πολύ πιο περίπλοκος και γι’ αυτό ισχυρός. Είναι ένας μηχανισμός που η κοινωνία μας έχει χτίσει. Δεν πάνε πολλά χρόνια που παιδιά στο Δημοτικό τραγουδούσαμε εν χορώ «…κι ο Μενούσης, μεθυσμένος πάει την έσφαξε. Το πρωί ξεμεθυσμένος πάει την έκλαψε». Οι, δε, αγαπημένες μας ελληνικές ταινίες εξακολουθούν αναπαράγουν τα στερεότυπα του «ξύλου που βγήκε από τον παράδεισο» και της «γυνής που πρέπει να φοβείται τον άντρα.»
Όλα αυτά είναι κομμάτια της παράδοσής μας, κι είναι χρήσιμες αφορμές για να ανοίξουμε κουβέντα με τους γύρω μας, για το πως ήταν κάποτε η κοινωνία μας, να μιλήσουμε για τα βήματα προόδου που έχουν γίνει – με το ΠΑΣΟΚ στην πρωτοπορία των αλλαγών του οικογενειακού Δικαίου την δεκαετία του 1980 – και να τους μεταφέρουμε την γνώση, ότι ευτυχία χωρίς χειραφέτηση δεν υπάρχει.
Αυτό, άλλωστε, το δόλωμα της ευτυχίας, είναι το ισχυρό χαρτί που παίζουν οι κακοποιητές σε μια σχέση.
Το Συμβούλιο της Ευρώπης έχει αναπτύξει μια σειρά εργαλείων και «παιχνιδιών» μέσα από τα οποία οι νέοι μπορούν να μάθουν να αναγνωρίζουν και να καταπολεμούν την έμφυλη βία. Ένα από αυτά έχει τίτλο «Ο ιππότης με την ασημένια πανοπλία » και δείχνει, μέσα από το παιχνίδι, πως λειτουργούν οι ναρκισσιστικές, μακιαβελικές προσωπικότητες σε μια σχέση. Η γοητεία, η αίσθηση που οι άνθρωποι αυτοί σου δημιουργούν ότι είσαι μοναδικός, η απομάκρυνση από τους οικείους «που δεν καταλαβαίνουν το δεσμό που έχουμε εμείς» και μια προϊούσα αποστέρηση της στοργής, μια συναισθηματική πείνα, που οδηγεί το πιο ανίσχυρο μέλος της σχέσης σε αυξανόμενη δοτικότητα, με την προσδοκία να εισπράξει λίγη συναισθηματική θαλπωρή, δημιουργούν ένα περιβάλλον που μοιάζει με φυλακή χωρίς τα κάγκελα. Είναι πολύ δύσκολο να φύγεις.
Γι’ αυτό χρειάζεται ενεργή δημόσια πολιτική προώθησης της ουσιαστικής ισότητας των φύλων και ενδυνάμωσης των γυναικών. Και οργανωμένη ανάπτυξη της αντίληψης των ορίων και του σεβασμού που έχει κάθε άνθρωπος με τον διπλανό του, πόσο μάλλον όταν αποφασίζουν να ζήσουν μαζί. Κι όπως κάθε δημόσια πολιτική, έτσι κι η πολιτική ισότητας, για να είναι επιτυχημένη πρέπει όχι μόνο να υιοθετεί σωστά μέτρα και προτάσεις, αλλά να είναι και συμμετοχική, να διαμορφώνεται μαζί με τους πολίτες και – κυρίως – να αντικατοπτρίζεται στην γενικότερη στάση της κυβέρνησης. Στα λόγια, όλα τα κοινοβουλευτικά κόμματα είναι υπέρ της ισότητας. Όμως στο συμβολικό επίπεδο η κυβέρνηση ξεκίνησε ταυτίζοντας τον ρόλο της γυναίκας με την οικογένεια, αφού μετονόμασε τη γενική γραμματεία ισότητας σε «γενική γραμματεία δημογραφικής και οικογενειακής πολιτικής και ισότητας των φύλων».
Η οικογένεια είναι επιλογή – μια από τις επιλογές που πρέπει να έχει κάθε ζευγάρι, ανεξάρτητα από το φύλο των ατόμων που το αποτελούν. Το αυτονόητο δικαίωμα των γυναικών στην αυτοδιάθεση και την ισότητα υποσκάπτεται με την συμβολική σύνδεσή του με την προϋπόθεση της οικογένειας. Δεν είναι τυχαίο ότι μέσα σε έναν χρόνο, το 2020, η Ελλάδα κατρακύλησε 14 θέσεις στον παγκόσμιο δείκτη που μετράει το χάσμα μεταξύ αντρών και γυναικών, κατατάσσοντας τη χώρα στην τελευταία θέση μεταξύ των δυτικοευρωπαΪκών χωρών. Η πτώση αυτή, οφείλεται, σε έναν βαθμό, στην σχεδόν παντελή απουσία γυναικών από το υπουργικό συμβούλιο: Μόνο 2 ήταν γυναίκες από τους 22 υπουργούς της μετεκλογικής κυβέρνησης Μητσοτάκη. Όταν, μάλιστα, ο πρωθυπουργός ρωτήθηκε σχετικά από το BBC είπε ανερυθρίαστα ότι «δεν υπάρχουν τόσες γυναίκες που θα ενδιαφέρονταν να ασχοληθούν με την πολιτική στην Ελλάδα»!
Η προβληματική στάση της κυβέρνησης είναι διάχυτη και εμφανής σε πολλά σημεία. Από την εμμονή της να νομοθετήσει για την συνεπιμέλεια με έναν τρόπο που καθιστά τις μητέρες που έχουν πέσει θύματα κακοποίησης, ομήρους του κακοποιητή τους, μέχρι την διάταξη που πέρασε εν μέσω θέρους τον Αύγουστο 2020, όταν άλλαξε το άρθρο 1513 του Αστικού Κώδικα και πλέον, σύμφωνα με αυτό «Μεταβολή του τόπου διαμονής του τέκνου, που επιδρά ουσιωδώς στο δικαίωμα επικοινωνίας του γονέα με τον οποίο δεν διαμένει το τέκνο, απαιτεί προηγούμενη συμφωνία των γονέων ή προηγούμενη οριστική δικαστική απόφαση μετά από αίτημα οποιουδήποτε από τους γονείς».
Με άλλα λόγια, σου λέει ο νόμος της ΝΔ «θα κάτσεις και θα τον υποστείς για όλη σου τη ζωή (ή θα πρέπει να παλέψεις πολύ σκληρά δικαστικά για να απελευθερωθείς) από τον κακοποιητή σου αν έχεις παιδί μαζί του- δεν φτάνει ένα απλό διαζύγιο για να φύγεις.
Ο προβληματικός λόγος διαπερνά, επίσης, και τον κ. Μητσοτάκη, κάθε φορά που απευθύνεται στην κ. Γεννηματά, την μόνη γυναίκα αρχηγό κοινοβουλευτικού κόμματος, από το βήμα της Βουλής. Κάθε φορά κουνά το δάχτυλο με συγκατάβαση, λέγοντας «να σας δώσω μια συμβουλή κ. Γεννηματά…». Πρόκειται για τον ορισμό του mansplaining, όταν ένας άντρας απευθύνεται συγκαταβατικά σε μια γυναίκα, για ένα θέμα που εκείνος θεωρεί ότι γνωρίζει καλύτερα, ενώ στην πραγματικότητα η γνώση του δεν είναι περισσότερη από εκείνη της γυναίκας στην οποία απευθύνεται.
Η πολιτεία οφείλει να επενδύσει με σαφές σχέδιο και συντονισμό φορέων για να δημιουργήσει ένα ξεκάθαρο πλέγμα προστασίας. Κοινωνικές δομές πληροφόρησης & υποστήριξης, φιλοξενίας, άμεσης παρέμβασης, επιστημονικές ομάδες με επαγγελματική επάρκεια και θεσμική ευελιξία να εξατομικεύουν κάθε περίπτωση και σε συνεργασία με τις δικαστικές αρχές να παρεμβαίνουν αποτελεσματικά.
Δεν είναι τυχαίο πως σε αρκετές από τις περιπτώσεις που έφτασαν στην απώλεια ζωής είχε υπάρξει πρότερη αναζήτηση βοήθειας και σχετικές καταγγελίες. Καμία γυναίκα δεν πρέπει να νιώθει μόνη και αδύναμη. Δυστυχώς στον 21ο αιώνα το στοιχειώδες κοινωνικό δικαίωμα αυτοδιάθεσης του εαυτού και της σωματικής ακεραιότητας εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος δεν είναι εξασφαλισμένο για πολλές γυναίκες.
Χρειαζόμαστε μια στοχευμένη, γιγάντια, προσπάθεια εκπαιδευτικού και ενημερωτικού χαρακτήρα που θα αφορά όλους μας: Εκπαιδευτικό σύστημα, Κόμματα, κοινωνικές οργανώσεις, ΜΜΕ κλπ. ώστε να ξεριζωθεί κάθε απαρχαιωμένη αντίληψη για τον ρόλο των γυναικών, κάθε «ιδιοκτησιακή» νοοτροπία του συζύγου, κάθε αίσθηση επιβολής και εξουσίας του συζύγου/συντρόφου στο άλλο φύλο. Στην εποχή μας παρέχεται κάθε εξειδικευμένη επιστημονική υποστήριξη, κάλυψη και θεραπεία, αρκεί όλοι οι πολίτες να έχουν την δυνατότητα να το πληροφορηθούν και βεβαίως την οικονομική στήριξη και τις κατάλληλες δομές, όπου χρειάζεται, για να το αξιοποιήσουν.
Μετά από περιόδους κρίσης, όπως αυτή που διάγουμε, η επιθυμία των ανθρώπων για «κανονικότητα» μπορεί να είναι τόσο βαθιά που εύκολα μετατρέπεται σε εφησυχασμό. Η «νέα κανονικότητα» σε ένα τέτοιο περιβάλλον, σημαίνει παραχώρηση βασικών δικαιωμάτων, ήσυχα, σιγά-σιγά με τον τρόπο που χτίζονται γύρω μας τα καβαφικά τείχη Νόμοι που ψηφίζονται από τους εκλεγμένους νομοθέτες στο κοινοβούλιο: Συνηθισμένα πράγματα, μια κανονικότητα θα μπορούσε να πει κανείς.
Όμως είναι συχνά νόμοι που κρύβουν οπισθοδρόμηση στο θέμα της χειραφέτησης και της ενδυνάμωσης των γυναικών. Μέρος της πρόκλησης, για όλους τους πολίτες, είναι να αντιληφθούμε ότι συμβαίνει η διολίσθηση προς την απώλεια των δικαιωμάτων με έναν τρόπο «γραφειοκρατικό» και όχι εξωτερικά βίαιο. Υπάρχουν πολλοί τρόποι για να γίνει το αδιανόητο μια κανονικότητα, για να γίνει το κακό «μπανάλ» για να θυμηθούμε τη Χάνα Άρεντ.