Αιματηρές μάχες μεταξύ Ρώσων και Ουκρανών ήταν σε εξέλιξη έως αργά απόψε το βράδυ ακόμη και σε απόσταση μερικών χιλιομέτρων από το Κίεβο, ενώ ο πυρηνικός σταθμός του Τσερνόμπιλ πέρασε στον έλεγχο της Ρωσίας, λίγες ώρες αφότου ο Βλαντίμιρ Πούτιν διέταξε την επίθεση στην Ουκρανία, με αεροπορικά πλήγματα και χερσαία εισβολή.
Για να αποφευχθεί μια εξάπλωση της σύγκρουσης και «σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες», όπως προειδοποίησε ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς, οι στρατιωτικές δυνάμεις των χωρών μελών του ΝΑΤΟ έχουν τεθεί σε κατάσταση συναγερμού. Ορισμένες μονάδες θα μετακινηθούν για να ενισχύσουν την άμυνα των συμμάχων στην ανατολική πτέρυγα του Συμφώνου.
Η πρώτη ημέρα της επιχείρησης χαρακτηρίστηκε «επιτυχής» από το ρωσικό υπουργείο Άμυνας. Μέσα σε λίγες ώρες έχασαν τη ζωή τους δεκάδες άνθρωποι, προκαλώντας την οργή της διεθνούς κοινότητας, κυρίως στη Δύση.
Οι ηγέτες των 27 χωρών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνεδριάζουν εκτάκτως απόψε στις Βρυξέλλες ενώ το ΝΑΤΟ συγκάλεσε τηλεδιάσκεψη για αύριο, Παρασκευή.
Η επίθεση ξεκίνησε τα ξημερώματα, αφού ο Πούτιν αναγνώρισε τη Δευτέρα την ανεξαρτησία των αυτονομιστικών, φιλορωσικών περιοχών του Ντονμπάς. «Έλαβα την απόφαση για μια ειδική στρατιωτική επιχείρηση» με στόχο «την αποστρατιωτικοποίηση και την αποναζιστικοποίηση της Ουκρανίας» ανέφερε στο τηλεοπτικό διάγγελμά του λίγο πριν τις 5 τα ξημερώματα σήμερα. Είπε ότι οι συνθήκες απαιτούσαν την ανάληψη αποφασιστικής δράσης από τη Ρωσία και διαβεβαίωσε πως σκοπός δεν είναι η επιβολή κατοχής. Αξίωσε οι Ουκρανοί στρατιώτες να καταθέσουν τα όπλα και να πάνε σπίτια τους.
Για να δικαιολογήσει την εισβολή, ο Πούτιν επανέλαβε τις κατηγορίες περί «γενοκτονίας» στα εδάφη των αυτονομιστών, επικαλέστηκε την έκκληση για βοήθεια εκ μέρους τους και κατήγγειλε την «επιθετική» πολιτική του ΝΑΤΟ.
Η Ρωσία «δεν είχε κανένα άλλο μέσο» για να αμυνθεί, επανέλαβε στους δημοσιογράφους απόψε.
Λίγο μετά την ομιλία του Πούτιν, ακούστηκαν εκρήξεις στο Κίεβο, την πρωτεύουσα της Ουκρανίας, στο Κραματόρσκ, μια πόλη στα ανατολικά όπου εδρεύει το γενικό επιτελείο του ουκρανικού στρατού, στο Χάρκοβο, την Οδησσό, στη Μαύρη Θάλασσα και τη Μαριούπολη, το μεγαλύτερο λιμάνι στην ανατολική Ουκρανία.
Ο πυρηνικός σταθμός του Τσερνόμπιλ, όπου το 1986 σημειώθηκε το χειρότερο πυρηνικό δυστύχημα στην ιστορία, έπεσε το απόγευμα στα χέρια των Ρώσων στρατιωτών. Οι ουκρανικές αρχές παραδέχτηκαν επίσης ότι έχασαν εδάφη στη Χερσώνα και ένα στρατιωτικό αεροδρόμιο κοντά στο Κίεβο.
Ο πρόεδρος της Ουκρανίας Βολοντίμιρ Ζελένσκι κήρυξε στρατιωτικό νόμο και διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις της χώρας του με τη Μόσχα.
Το πρωί, ένας σύμβουλός του είπε ότι «περισσότεροι από 40 Ουκρανοί στρατιώτες σκοτώθηκαν, δεκάδες τραυματίστηκαν» ενώ υπήρχαν και «περίπου 10 νεκροί άμαχοι». Μόνο στην περιοχή της Οδησσού, ο επίσημος απολογισμός έκανε λόγο για 18 νεκρούς σε ένα χωριό, από τα αεροπορικά πλήγματα της Ρωσίας.
Αργά απόψε, οι αρχές της Χερσώνας ανακοίνωσαν ότι 13 άμαχοι και 9 στρατιώτες σκοτώθηκαν.
Το υπουργείο Υγείας ανακοίνωσε αργά απόψε ότι οι νεκροί της σημερινής ημέρας ανέρχονται σε 57 και οι τραυματίες σε 169 σε όλη τη χώρα.
Καθώς περνούσαν οι ώρες, οι ρωσικές δυνάμεις φαινόταν ότι πλησίαζαν στο Κίεβο, όπου έχει επιβληθεί απαγόρευση της κυκλοφορίας. Οι ουκρανικές αρχές διαβεβαίωναν ότι χερσαίες ρωσικές δυνάμεις βρίσκονταν στα περίχωρα της πρωτεύουσας και ότι ένα στρατιωτικό ουκρανικό αεροσκάφος, με 14 επιβαίνοντες, συνετρίβη στην περιοχή.
Και οι δύο πλευρές έκαναν ανακοινώσεις που δεν ήταν δυνατόν να επαληθευτούν από ανεξάρτητες πηγές, όμως φαινόταν ότι ο ρωσικός στρατός κέρδιζε έδαφος. Στη Χερσώνα, οι τοπικές αρχές ανέφεραν ότι Ρώσοι στρατιώτες είχαν αναπτυχθεί σε πολλές ζώνες και έθεσαν υπό τον έλεγχό τους την πόλη Χενιτσέσκ, που απέχει 300 χιλιόμετρα δυτικά από τα ρωσικά σύνορα.
Η Μόσχα ανακοίνωσε επίσης ότι αποκατέστησε τη ροή των υδάτων σε ένα κανάλι που συνέδεε τον ποταμό Δνείπερο με την Κριμαία. Η Ουκρανία είχε διακόψει αυτήν την παροχή νερού, που κάλυπτε το 85% της χερσονήσου, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, το 2014.
Εκκενώσεις
Στο Κίεβο, από τα ξημερώματα, οι κάτοικοι συνωστίζονταν στο μετρό, κάποιοι για να βρουν καταφύγιο εκεί, άλλοι προσπαθώντας να φύγουν από την πόλη. Αυτοκίνητα γεμάτα με οικογένειες αναχωρούσαν όσο πιο μακριά μπορούσαν από τα ρωσικά σύνορα, που απέχουν 400 χιλιόμετρα.
Άλλοι αποφάσισαν να μείνουν, όπως η Ολένα Σεφτσένκο, μια εργαζόμενη σε μη κυβερνητική οργάνωση. «Ελπίζουμε στη διεθνή υποστήριξη», είπε στο Γαλλικό Πρακτορείιο. «Κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει μετά», είπε.
«Δεν πίστευα ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο στη ζωή μου»,, είπε η 52χρονη Ολένα Κουρίλο, δασκάλα από το Τσουγκούιφ, κοντά στο Χάρκοβο, με το πρόσωπο γεμάτο τσιρότα, αφού τραυματίστηκε στον πρωινό βομβαρδισμό.
Στους μεγάλους οδικούς άξονες της ανατολικής Ουκρανίας, ο ουκρανικός στρατός είναι παντού. Ένας υπεύθυνος της πολιτικής προστασίας είπε ότι οι επιχειρήσεις εκκένωσης παρεμποδίζονται από τα συνεχή πυρά και τις διακοπές στις τηλεπικοινωνίες.
Στη γειτονική Πολωνία, που αναμένει εισροή Ουκρανών προσφύγων, το υπουργείο Εσωτερικών ανακοίνωσε ότι ανοίγει αμέσως κέντρα υποδοχής κοντά στα σύνορα. Η ΕΕ δήλωσε επίσης «πανέτοιμη» να δεχτεί τους πρόσφυγες.
Σύμφωνα με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες (UNHCR), αρκετές χιλιάδες Ουκρανοί έχουν καταφύγει στη Μολδαβία και την Ουκρανία. Υπολογίζεται ότι οι εκτοπισμένοι φτάνουν τις 100.000.
Εκατοντάδες διαδηλωτές συνελήφθησαν στη Ρωσία
Στη Μόσχα, ορισμένοι κάτοικοι εξέφραζαν ανησυχία, άλλοι υποστήριζαν τον Πούτιν.
«Δεν χαίρομαι, ανησυχώ πολύ», είπε ο 34χρονος Νικίτα, προσθέτοντας ότι «δεν ξέρει ποιος έχει δίκιο και ποιος έχει άδικο».
Στο κέντρο της Μόσχας στην πλατεία Πούσκιν και στη λεωφόρο Τβερσκάγια, καθώς και στην Αγία Πετρούπολη αλλά και σε πολλές ακόμη πόλεις οργανώθηκαν διαδηλώσεις υπέρ της ειρήνης. Σύμφωνα με τη μη κυβερνητική οργάνωση OVD-Info, συνελήφθησαν περίπου 1.400 άνθρωποι σε όλη τη Ρωσία επειδή συμμετείχαν σε αυτές τις μη εγκεκριμένες διαδηλώσεις. Στη Μόσχα οι συλληφθέντες ανέρχονται σε 719 και στην Αγία Πετρούπολη σε 342.
«Είμαι σοκαρισμένη. Οι συγγενείς μου ζουν στην Ουκρανία. Τι να τους πω στο τηλέφωνο; Αντέξτε;» είπε μια διαδηλώτρια, η Αναστασία Νεστούλια. «Δεν είμαστε πολλοί (διαδηλωτές), ο κόσμος δεν θέλει να χαλάσει την ήσυχη ζωή του», παραδέχτηκε.
Η ρωσική εισβολή, έπειτα από πολύμηνη ένταση και διπλωματικές προσπάθειες για την αποφυγή του πολέμου, καταδικάστηκε από τις περισσότερες χώρες και διεθνείς οργανισμούς, με πολλούς να εκφράζουν τον φόβο ότι σηματοδοτεί την αρχή της μεγαλύτερης σύρραξης στην Ευρώπη μετά το 1945. Ο Τζο Μπάιντεν κατήγγειλε μια «απρόκλητη επίθεση», ο Εμανουέλ Μακρόν μίλησε για «στροφή στην ιστορία της Ευρώπης» και ο Όλαφ Σολτς εκτίμησε ότι «διακυβεύεται η ειρήνη» στην ήπειρο.
Νέες κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας ανακοίνωσαν οι ΗΠΑ και η Βρετανία, ενώ και η G7 συμφώνησε να επιβάλει σοβαρές κυρώσεις στη Μόσχα. Οι Ευρωπαίοι από την πλευρά τους προειδοποιούν ότι θα «απομονώσουν» τους Ρώσους αξιωματούχους.
Όμως η Ρωσία απειλεί ότι θα επιβάλει αντίμετρα και οι αναλυτές επισημαίνουν ότι ο Πούτιν έχει ήδη δείξει ότι δεν φοβάται μήπως απομονωθεί ή κλονίσει τη διεθνή τάξη – ακριβώς το αντίθετο.
Πανικός στις αγορές
Ο Πούτιν προειδοποίησε εκείνους που «θα επιχειρήσουν να παρέμβουν»: «Να ξέρουν ότι η απάντηση της Ρωσίας θα είναι άμεση και θα έχει συνέπειες που δεν έχετε δει ποτέ».
Η Κίνα, που διατηρεί στενές σχέσεις με τη Μόσχα, είπε ότι παρακολουθεί στενά την κατάσταση και ζήτηση «αυτοσυγκράτηση» από όλες τις πλευρές. Ο πρωθυπουργός της Ινδίας Ναρέντρα Μόντι, μετά την τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον Πούτιν το απόγευμα, ζήτησε «να σταματήσει αμέσως η βία».
Η ρωσική επίθεση προκάλεσε πανικό στις παγκόσμιες αγορές, με τα Χρηματιστήρια να καταγράφουν σημαντική πτώση και την τιμή των πρώτων υλών και των σιτηρών να εκτοξεύεται. Το πετρέλαιο ξεπέρασε επίσης τα 100 δολάρια το βαρέλι, για πρώτη φορά από το 2014.
Το Χρηματιστήριο της Μόσχας έκλεισε με πτώση άνω του 35% και το ρούβλι έφτασε στο χαμηλότερο επίπεδο της ιστορίας του απέναντι στο δολάριο, προτού να παρέμβει η Κεντρική Τράπεζα της Ρωσίας για να το σταθεροποιήσει.
Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα ανέφερε ότι υπάρχει «σοβαρός οικονομικός κίνδυνος για την περιοχή και τον κόσμο», σε μια περίοδο που η παγκόσμια οικονομία προσπαθεί να ανακάμψει, μετά την πανδημία της Covid-19.
ΑΠΕ-ΜΠΕ