Η σημασία της Ουκρανίας υπερβαίνει τον ρόλο της ως χώρου αντιπαράθεσης, ενδιάμεσου κράτους και γεωπολιτικού άξονα που οι μεγάλες δυνάμεις επιδιώκουν να ελέγξουν για τις δικές τους γεωπολιτικές επιδιώξεις. Αυτό το ανατολικοευρωπαϊκό κράτος είναι σημαντικό και από γεωοικονομική άποψη.
Διαθέτει υποδομές που συνδέουν τη Ρωσία με την υπόλοιπη Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένων δικτύων αγωγών φυσικού αερίου και αυτοκινητοδρόμων. Ως εκ τούτου, μπορεί να λειτουργήσει ως διάδρομος εμπορίου και ενεργειακών ροών. Επιπλέον, ο ποταμός Δνείπερος ─μια πλωτή οδός─ και η πρόσβαση της Ουκρανίας στη Μαύρη Θάλασσα μέσω του λιμανιού της Οδησσού σημαίνει ότι η γεωγραφία της Ουκρανίας προσφέρει μια βέλτιστη πύλη για συμμετοχή στο διεθνές εμπόριο, ενώ παράλληλα μπορεί να αξιοποιήσει τα οφέλη της, από την προώθηση της ανάπτυξης και της ευημερίας.
Ομοίως, η Ουκρανία ήταν μια από τις πιο ανεπτυγμένες δημοκρατίες της ΕΣΣΔ και το ΑΕΠ της είναι το τρίτο μεγαλύτερο στον μετασοβιετικό χώρο, μετά τη Ρωσική Ομοσπονδία και το Καζακστάν. Επιπλέον, παρά τις παρατεταμένες οικονομικές δυσκολίες, η Ουκρανία διατηρεί σημαντικές βιομηχανικές δυνατότητες στους τομείς της χαλυβουργίας, της αεροδιαστημικής, της ναυπηγικής, των χημικών και της κατασκευής στρατιωτικού υλικού. Επιπλέον, χάρη στο καλά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό της και την άφιξη ξένων επενδύσεων, η Ουκρανία έχει δημιουργήσει έναν δυναμικό τομέα υψηλής τεχνολογίας με συγκριτικά πλεονεκτήματα στην παραγωγή λογισμικού, υπηρεσιών πληροφορικής και δραστηριοτήτων έρευνας και ανάπτυξης. Έτσι, ως αναδυόμενη οικονομία με μεγάλες δυνατότητες, η Ουκρανία απέχει πολύ από το να βρίσκεται σε ένα περιφερειακό τέλμα.
Τέλος, όσον αφορά τους φυσικούς πόρους, η Ουκρανία περιέχει κοιτάσματα άνθρακα και μεταλλικών ορυκτών όπως σίδηρος, τιτάνιο, μαγγάνιο και ουράνιο, τα οποία είναι απαραίτητα για διάφορες βιομηχανικές εφαρμογές. Αυτή η χώρα είναι επίσης μια σημαντική πηγή νέον, ένα αέριο χημικό στοιχείο που είναι ζωτικής σημασίας για την παραγωγή μικροεπεξεργαστών και λέιζερ.
Μια άλλη σχετική πτυχή είναι ότι η Ουκρανία διαθέτει εύφορη γη (γνωστή ως chernozem ή «μαύρο έδαφος») που είναι κατάλληλη για την καλλιέργεια δημητριακών ‒όπως σιτάρι, καλαμπόκι και κριθάρι‒, καθώς και εμπορικές καλλιέργειες όπως πατάτες, ζαχαρότευτλα, ηλίανθοι και κολοκύθες. Αναμφισβήτητα, ο ρόλος της Ουκρανίας ως μεγάλου σιτοβολώνα απεικονίζεται ακόμη και στα χρώματα της σημαίας της: αντιπροσωπεύει ένα τοπίο ενός λαμπερού κίτρινου χωραφιού σίτου, κάτω από έναν γαλάζιο ουρανό. Συγκεκριμένα, τα κέρδη που προέκυψαν από τις εξαγωγές ουκρανικών σιτηρών χρηματοδότησαν τα φιλόδοξα σχέδια του Στάλιν να επιταχύνει τη σοβιετική εκβιομηχάνιση. Επιπλέον, ένας από τους λόγους για τους οποίους οι στρατηγοί του Τρίτου Ράιχ ενδιαφέρονταν τόσο για την κατάκτηση της Ουκρανίας ήταν επειδή η ναζιστική Γερμανία δεν ήταν αυτάρκης στην παραγωγή τροφίμων. Ο ίδιος ο Χίτλερ εκτίμησε ότι, χωρίς την Ουκρανία, η γερμανική πολεμική προσπάθεια θα κατέρρεε λόγω της επισιτιστικής ανεπάρκειας.
Επομένως, λαμβάνοντας υπόψη το γεωοικονομικό της προφίλ, η Ουκρανία είναι ένα πολύ επιθυμητό έπαθλο. Ως εκ τούτου, οι μεγάλες δυνάμεις είναι πρόθυμες να καταβάλουν κάθε δυνατή προσπάθεια για να καθορίσουν τον προσανατολισμό της. Για τη Ρωσία, η επιτυχής ολοκλήρωση της Ευρασιατικής Οικονομικής Ένωσης ─ένα γεωοικονομικό μπλοκ υπό την ηγεσία της Μόσχας─ απαιτεί την ένταξη της Ουκρανίας στο εν λόγω πλαίσιο. Αυτό το σχέδιο, που προωθήθηκε για να ενθαρρύνει την επανένταξη στον μετασοβιετικό χώρο μέσω της διαμόρφωσης ενός ενιαίου οικονομικού χώρου, υιοθετεί την άρση των εμπορικών περιορισμών, τη δημιουργία διεθνικών βιομηχανικών δομών, την κυκλοφορία των επενδύσεων, τη δημιουργία συμπληρωματικότητας, ακόμη και νομισματικής και μακροπρόθεσμα, την οικονομική ενοποίηση. Έτσι, η Ουκρανία θα ήταν η κορωνίδα αυτού του ρωσικού σχεδίου, καθώς και μια γέφυρα για την εμβάθυνση των δεσμών με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Ωστόσο, ως αποτέλεσμα της Πορτοκαλί Επανάστασης του 2004 και των διαδηλώσεων του Euromaidan που ξέσπασαν μια δεκαετία αργότερα, το Κίεβο έχει υιοθετήσει έναν φιλοδυτικό προσανατολισμό. Αυτή η αναδιάταξη αντικατοπτρίζεται στην προσπάθεια για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για την ΕΕ, η Ουκρανία θα μπορούσε να είναι ένας βολικός μικρός εταίρος ως πηγή τόσο φθηνού εργατικού δυναμικού όσο και πρώτων υλών, μαγνήτης για επικερδείς επενδύσεις και ως ελκυστική καταναλωτική αγορά που θα μπορούσε να απορροφήσει εξαγωγές από τις χώρες της ΕΕ. Με τη σειρά του, το Κίεβο θα προτιμούσε να προσκολληθεί άμεσα στη γεωοικονομική τροχιά των Βρυξελλών τόσο για επιχειρηματικούς όσο και για πολιτικούς λόγους.
Ωστόσο, η επίσημη ένταξη είναι αμφίβολη για πολλούς λόγους, παρά τις φιλοευρωπαϊκές απόψεις που έχουν πολλοί Ουκρανοί. Η χώρα έχει αρκετά μεγάλο πληθυσμό (πάνω από 42 εκατομμύρια άτομα) και το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της είναι σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο των μελών της ΕΕ, πόσο μάλλον των πλουσιότερων. Επιπλέον, ένα σκληρό νόμισμα όπως το ευρώ δύσκολα θα προσαρμόζονταν με λειτουργικό τρόπο στην Ουκρανία. Η αντιμετώπιση αυτών των ανισορροπιών θα ήταν πρόκληση μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο, στο οποίο η ΕΕ παλεύει ήδη με τα δικά της εσωτερικά προβλήματα, διαφωνίες και ελλείψεις.
Επιπρόσθετα, οι πολιτικές συνθήκες της Ουκρανίας είναι ακόμη πιο χαοτικές λόγω παραγόντων όπως η διακυβευμένη εδαφική της ακεραιότητα, η γεωπολιτική αστάθεια που προέρχεται από την κατάστασή της ως διαρκές πεδίο μάχης και οι σκληροί εσωτερικοί ανταγωνισμοί, για να μην αναφέρουμε την παρουσία ρωσικών στρατευμάτων. Ως εκ τούτου, η Ουκρανία θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να απορροφηθεί βάσει αυτών και μόνο.
Παράλληλα, η βαθμολογία της Ουκρανίας στον δείκτη για τη διαφθορά είναι χαμηλότερη από την Ταϊλάνδη, το Ελ Σαλβαδόρ και την Αίγυπτο. Τέλος, όπως παραδέχονται ακόμη και αμερικανικά think tanks όπως το Freedom House, το καθεστώς της Ουκρανίας εξακολουθεί να μην μπορεί να χαρακτηριστεί ως μια πλήρης δημοκρατία, ένα ονομαστικό εμπόδιο για την ένταξη στην ΕΕ. Έτσι, οι Βρυξέλλες θα έπρεπε να μειώσουν τα απαιτητικά τους πρότυπα και στάδια προσαρμογής που ισχύουν για άλλες υποψήφιες χώρες.
Ως απάντηση στην πρόσφατη εισβολή που ξεκίνησε από το Κρεμλίνο και ως πράξη αλληλεγγύης, η Πολωνία πρότεινε να γίνει δεκτή η Ουκρανία στην ΕΕ, αλλά η καλή θέληση από μόνη της δεν θα αρκεί για να ξεπεραστούν αυτά τα ζητήματα ή να καλυφθεί το κόστος ανοικοδόμησης μόλις τελειώσει πόλεμος. Και απαραίτητη προϋπόθεση είναι να μπορέσουν να νικήσουν οι ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας, σε αυτό τον πόλεμο. Αυτό προς το παρόν, δεν είναι ορατό.
Ερωτηματικά τίθενται επίσης και από το γεγονός ότι η προέλαση των ρωσικών στρατευμάτων και η κατάληψη εδαφών, αφορά περιοχές που είναι πλούσιες σε οικονομικούς πόρους. Σε αυτό πρέπει να προστεθεί ότι να τα ρωσικά στρατεύματα καταλάβουν το λιμάνι της Οδησσού, τότε η Ουκρανία θα καταστεί μια περίκλειστη χώρα. Υπό ένα τέτοιο status, είναι αμφίβολο αν η ΕΕ θα επεδείκνυε την ίδια θέρμη για να την ενσωματώσει στις τάξεις της.
Με τα σημερινά δεδομένα, η γεωοικονομική σημασία της Ουκρανίας θα πρέπει να επανεκτιμηθεί όταν θα τελειώσει ο πόλεμος.