Κύριε Τσίπρα τις προτάσεις σας δεν τις απορρίπτει σήμερα η κοινοβουλευτική πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας. Τις απέρριψε ο ελληνικός λαός στις εκλογές της 7ης Ιουλίου.
Γι’ αυτό εξάλλου μεσολαβεί η λαϊκή ετυμηγορία μεταξύ των δύο φάσεων της συνταγματικής αναθεώρησης. Ήταν αντικείμενο των εκλογών και η συνταγματική αναθεώρηση κ. Τσίπρα.
Και αν μάλιστα είχατε το θάρρος να προσυπογράψετε την πρότασή μου για να θέσουμε στην κρίση του ελληνικού λαού, με αυξημένη πλειοψηφία, ένα μεγαλύτερο εύρος διατάξεων θα είχαμε τη δυνατότητα να εξηγήσουμε στον ελληνικό λαό γιατί οι εκλογές της 7ης Ιουλίου αφορούσαν και τη συνταγματική αναθεώρηση. Δεν το κάνατε γιατί προφανώς γνωρίζατε ποιο είναι το αποτέλεσμα. Θα αργήσουμε πολύ κ. Τσίπρα να έχουμε άλλη αναθεωρητική διαδικασία, διότι η επόμενη αναθεώρηση -όπως καλά γνωρίζετε- δεν μπορεί να ολοκληρωθεί παρά μόνο αν παρέλθει ουσιαστικά μία δεκαετία.
Κατά συνέπεια είναι σήμερα μια ευκαιρία, καθώς ολοκληρώνεται αυτή η συζήτηση, να κάνουμε μία όσο το δυνατόν ψύχραιμη αποτίμηση του τι ακριβώς συνέβη κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, διότι το έχουν πει όλοι, η αναθεώρηση του Συντάγματος είναι η σημαντικότερη στιγμή κάθε Βουλής. Δεν έχουν όλοι οι βουλευτές τη δυνατότητα να συμμετέχουν σε αυτήν την διαδικασία. Πολλοί βουλευτές πέρασαν απο τα βουλευτικά έδρανα χωρίς να τους δοθεί η δυνατότητα να συμμετέχουν σε αυτήν την συζήτηση. Σήμερα ολοκληρώνεται μια διαδικασία η οποία ξεκίνησε στη Βουλή -διότι η Βουλή είναι ο φυσικός χώρος της αναθεωρητικής διαδικασίας- ξεκίνησε πριν από ένα χρόνο και από αύριο η χώρα θα έχει νέο Σύνταγμα. Το Σύνταγμα του 2019.
Θα φέρει τη σφραγίδα της σημερινής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Αλλά θα είναι και προϊόν διακομματικής συναίνεσης, όπως εξάλλου το ίδιο το Σύνταγμα επιτάσσει. Ο συνολικός απολογισμός παρά τις επιμέρους ενστάσεις, αμφιβολίες, προβληματισμούς -θα αναφερθώ σε αυτούς στη συνέχεια- είναι θετικός. Τον θεωρώ ένα ακόμη μεγάλο βήμα Δημοκρατίας και Κοινοβουλευτισμού. Και δεν μπορώ να μην σχολιάσω κ. Τσίπρα ότι ο τόνος της ομιλίας σας ήταν εκτός κλίματος της γενικότερης συζήτησης. Και της συζήτησης η οποία έγινε σε επίπεδο αρχηγών Κομμάτων στη Βουλή. Δεν ακούσατε κανέναν πολιτικό αρχηγό, ήρθατε μόνο για να κάνετε την ομιλία σας και να ακούσετε εμένα. Αλλά ήταν και εκτός κλίματος σε σχέση με τη συζήτηση η οποία έγινε στην Επιτροπή.
Στο επίπεδο της διαδικασίας, οφείλω να επισημάνω ότι για έναν σχετικά μικρό αριθμό διατάξεων, μεσολάβησαν περίπου 80 ώρες πλούσιου διαλόγου. Έγιναν 168 παρεμβάσεις βουλευτών από όλες τις πτέρυγες. Η αντιπαράθεση των επιχειρημάτων αποδείχθηκε γόνιμη. Θα ήθελα ακόμα μια φορά να συγχαρώ τον Πρόεδρο της Επιτροπής, τον συνάδελφο Ευριπίδη Στυλιανίδη, τον Γενικό Εισηγητή κ. Κώστα Τζαβάρα, αλλά και όλους τους Γενικούς Εισηγητές της αντιπολίτευσης. Αντιμετώπισαν αυτή τη διαδικασία, ο καθένας με τη δική του ματιά, από τη δική του οπτική γωνία, με τη σοβαρότητα που επιβάλλεται. Όπως είχαμε δεσμευτεί, προσεγγίσαμε τη συνταγματική αναθεώρηση με έναν διαφορετικό τρόπο από εκείνον του ΣΥΡΙΖΑ, την προηγούμενη περίοδο.
Η διαδικασία αναθεώρησης ξεκίνησε στο φυσικό της χώρο, στην Βουλή, και όχι ως μαζική κομματική φιέστα στο προαύλιό της. Ευτυχώς ξεχάστηκαν αυτά τα οποία έλεγε ο εισηγητής σας, η ρητορική περί συντακτικής συνέλευσης. Όπως και οι εξαγγελίες περί συνταγματικού δημοψηφίσματος, που αποδείχθηκαν αντεπιστημονικοί και δημαγωγικοί ελιγμοί. Δεύτερον, τώρα το Κοινοβούλιο εργάστηκε παραγωγικά μέσα σε προσδιορισμένο χρόνο. Γιατί έμεινε αδρανές για 31 μήνες κ. Τσίπρα; Για να θυμηθείτε τη συνταγματική αναθεώρηση προσχηματικά λίγο πριν τις προηγούμενες εκλογές; Είναι ένα ερώτημα στο οποίο δεν απαντήσατε.
Η πλειοψηφία σε αντίθεση με αυτό που ισχυριστήκατε δεν αγνόησε τις θέσεις της μειοψηφίας. Με την αναθεωρητική του σύνθεση το Κοινοβούλιο εξέτασε τις διατάξεις που έφτασαν σε αυτό από την απελθούσα, την προτείνουσα Βουλή. Δεν είχε, εξάλλου, δυνατότητα να κάνει κάτι διαφορετικό. Θυμίζω, διατάξεις όπως το άρθρο 16 δεν μπορούσαν να συζητηθούν στην αναθεωρητική Βουλή διότι πολύ απλά δεν συγκέντρωσαν την απαιτούμενη πλειοψηφία στην προτείνουσα Βουλή.
Το συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι οι κανόνες επέστρεψαν: Η αναθεωρητική διαδικασία ακολουθήθηκε και τα βήματα που ορίζει το ίδιο το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής αποτέλεσαν τον οδηγό μας. Η διαδικασία πυροδότησε τον αναγκαίο παραγωγικό διάλογο μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων. Κατά πλειοψηφία -και με ελάχιστες εξαιρέσεις- απέφυγε να μετατραπεί σε φθηνό εργαλείο μικροκομματικών σκοπιμοτήτων.
Στο ίδιο διάστημα, όμως, αποτυπώθηκαν ανάγλυφα και οι διαφορετικές αντιλήψεις στο πεδίο της ουσίας. Στο ίδιο το περιεχόμενο, δηλαδή, των εισηγήσεων για το νέο Σύνταγμα. Υπενθυμίζω ότι στην προηγούμενη Βουλή η ευρεία και γενναία πρόταση αναθεώρησης της Νέας Δημοκρατίας -αυτήν την οποία σπεύσατε, απαξιωτικά, να χαρακτηρίσετε ως μία συρραφή διατάξεων- στηριζόταν σε τέσσερις άξονες: Απαντώντας στις μεγάλες προκλήσεις του 21ου αιώνα, προέβλεπε την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων αλλά και την οριζόντια περιβαλλοντική προστασία που θα ενέτασσε την ιδιωτική οικονομική πρωτοβουλία και την ανάπτυξη της χώρας σε ένα σύγχρονο περιβαλλοντικό ισοζύγιο.
Αλήθεια, κ Τσίπρα, σας είχα ρωτήσει και στην προηγούμενη Βουλή, δεν κρίνατε απαραίτητη μία αναφορά στο Σύνταγμα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής; Σας το είπε και η κυρία Γεννηματά. Άρα το άρθρο 24 δεν κρίνατε ότι έπρεπε να αναθεωρηθεί. Εσείς, που είστε φίλος τους περιβάλλοντος κρίνατε ότι καλυπτόμαστε από ένα άρθρο το οποίο συντάχθηκε -και ήταν πολύ καινοτόμο για την εποχή του- το 1975.
Αναζητώντας εντονότερη κοινοβουλευτική λειτουργία και βελτίωση του νομοθετικού έργου, ζητούσαμε έναν πιο έγκυρο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων. Τη σύμμετρη διεύρυνση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας. Αλλά κυρίως την καθιέρωση σταθερών εκλογικών κύκλων. Διεκδικώντας ευέλικτο κράτος, δημοσιονομική συνέπεια αλλά και οικονομική ανάπτυξη, προτείναμε μία ευρεία δέσμη προβλέψεων. Από κανόνες αξιοκρατίας στο Δημόσιο και πόρους για την Αυτοδιοίκηση μέχρι συνθήκες ασφαλούς επενδυτικού περιβάλλοντος και απαγόρευση της αναδρομικής φορολόγησης.
Και, τέλος, ενισχύοντας την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, προτείναμε -δεν ήμασταν μόνοι, και άλλα κόμματα συμφώνησαν με αυτήν την πρόταση- την αποσύνδεση της επιλογής των ανωτάτων δικαστικών από την κυβέρνηση. Ενώ για μεγαλύτερη ταχύτητα στην απονομή της Δικαιοσύνης, προκρίναμε ειδικά δικαστικά τμήματα για σημαντικές υποθέσεις.
Όπως και εσείς θα θυμάστε, αντίθετα με τα παραπάνω, ο ΣΥΡΙΖΑ επέμεινε σε μία διαφορετική κατεύθυνση. Κατά την άποψή μας με περιττούς συνταγματικούς βερμπαλισμούς, καθώς σχεδόν όλα τα ζητήματα τα οποία θίξατε καλύπτονται ήδη από την πάγια νομολογία των δικαστηρίων, για δικαιώματα τα οποία είναι ήδη κατοχυρωμένα. Με επικίνδυνες κάποιες διατάξεις κομματικού καιροσκοπισμού, όπως η καθιέρωση της απλής αναλογικής ως πάγιου εκλογικού συστήματος για μόνιμη ακυβερνησία.
Πού ακούσατε κ. Τσίπρα ότι εμείς είχαμε προτείνει ποτέ την απλή αναλογική ως μόνιμο σύστημα; Ποιος σας τα λέει αυτά; Δεν έχετε καν διαβάσει την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας; Δεν γνωρίζετε την πάγια αντίθεσή μας στην απλή αναλογική; Είναι άλλο η Συνταγματική κατοχύρωση σταθερού εκλογικού συστήματος και άλλο αυτό το οποίο είπατε ότι προτείναμε την απλή αναλογική ως σύστημα. Μα λίγη απλή κοινή λογική δεν έχετε κ. Τσίπρα; Καλά, σας γράφουν κάποιοι τις ομιλίες, αλλά βάλτε και μία δικιά σας αξιολογική κρίση σε αυτά τα οποία λέτε. Διότι ενίοτε, όταν παρεισφρύουν λογογράφοι άλλοι, μπορεί να υποπίπτετε σε τέτοια σφάλματα.
Αλλά έχει ένα ενδιαφέρον ότι ενώ αναγνωρίζουμε όλοι σε αυτήν την αίθουσα ότι στην Μεταπολίτευση εκδηλώθηκε μια σειρά από σημαντικές θεσμικές αρρυθμίες η πρότασή σας -θέλω να το υπενθυμίσω πια έχει μόνο ιστορική αξία- δεν συμπεριλάμβανε λέξη για τη Δημόσια Διοίκηση. Λέξη για την Εκπαίδευση. Λέξη για τη Δικαιοσύνη. Λέξη για την Οικονομία. Λέξη για το Περιβάλλον. Το αποτέλεσμα ήταν ότι από τις 154 προτάσεις αλλαγών που είχαν τεθεί αρχικά, η προτείνουσα Βουλή να φέρει προς αναθεώρηση στην παρούσα Βουλή μόνον 40. Αυτό φυσικά ήταν δική σας απόφαση, ενώ και αυτές κατά βάση αφορούσαν είτε εισηγήσεις της προηγούμενης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας είτε καταργήσεις παρωχημένων διατάξεων.
Γίνεται, έτσι, προφανές ότι η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση όταν έκανε λόγο για αναθεώρηση δεν είχε ως σκοπό τον εκσυγχρονισμό του Συντάγματος. Αλλά τη ματαίωση για μία 10ετία μιας ριζικής αλλαγής. Μιας «νεοφιλελεύθερης» αναθεώρησης που «θα άνοιγε την πόρτα στα ιδιωτικά πανεπιστήμια». Αυτά, άλλωστε, ήταν λέξη προς λέξη τα λόγια της κυνικής ομολογίας του σημερινού Εισηγητή της μειοψηφίας, του κ. Κατρούγκαλου. Για να προσθέσετε τώρα, χωρίς ίχνος αυτοκριτικής, ότι αυτή η αναθεώρηση την οποία εσείς οι ίδιοι περιορίσατε ως προηγούμενη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, τη μικρύνατε με δική σας απόφαση, είναι -λέει- μία «τζούφια αναθεώρηση». Για άλλη μια φορά, είστε κατώτερος των περιστάσεων και μικρότερος ενώπιον της ιστορικής ευκαιρίας για τη χώρα.
Παρά όμως, αυτήν την περιορισμένη «κληρονομία», η παρούσα αναθεωρητική Βουλή πέτυχε τη συμφωνία σε εννέα κρίσιμα κεφάλαια του συνταγματικού μας χάρτη. Από τις εννέα διατάξεις που θα κριθούν τελικά αναθεωρητέες οι δύο ήταν προτάσεις της Νέας Δημοκρατίας στην προηγούμενη Βουλή. Η μεν πρώτη αφορά την ισοτιμία των στρατιωτικών με τους τακτικούς δικαστές, ώστε να διασφαλίζεται η πλήρης ανεξαρτησία τους. Η δεύτερη παρέχει, πλέον, και στη μειοψηφία της Βουλής τη δυνατότητα συγκρότησης Εξεταστικών Επιτροπών. Θέλω να επιμείνω ιδιαιτέρως στη δεύτερη αυτή διάταξη. Τη θεωρώ σημαντική για το πολίτευμα. Αποκαθιστά, επιτέλους, την Εξεταστική Επιτροπή ως ένα γνήσιο μέσο του κοινοβουλευτικού ελέγχου, όπως άλλωστε τη θέλησε και ο συντακτικός νομοθέτης το 1975.
Δυστυχώς, στην εξέλιξη του χρόνου, η ερμηνεία που δόθηκε γύρω από τις Επιτροπές αυτές ήταν ότι μπορούσε να τις συγκροτήσει μόνο η πλειοψηφία. Έτσι, από όργανο επίκαιρου ελέγχου από την αντιπολίτευση, κατέληξε εύκολο όπλο των κατά καιρούς κυβερνητικών πλειοψηφιών εναντίον των αντιπάλων τους. Θα επισημάνω, ακόμη, ότι φέρνουμε τη συγκεκριμένη διάταξη ενόσω διαθέτουμε αυτοδυναμία στην παρούσα Βουλή. Κάτι που βέβαια επιβεβαιώνει την προσήλωσή μας στο Σύνταγμα, ανεξάρτητα από πρόσκαιρα κομματικά οφέλη.
Τομή -σημαντική τομή- θεωρώ, επίσης, την πρότασή μας για τη συνταγματική κατοχύρωση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος. Είναι μια σταθερή δέσμευση ότι το κράτος θα μεριμνά για την αξιοπρεπή διαβίωση του κάθε πολίτη. Το ερώτημα, λοιπόν, αντιστρέφεται κ. Τσίπρα. Γιατί εσείς δεν υπερψηφίζετε σήμερα την πρότασή μας για το Ελάχιστο Εγγυημένο Εισόδημα; Ελπίζω, τελικά, να το κάνετε. Από τη στιγμή που και οι δύο συμφωνούμε ότι είναι ένα απαραίτητο, το μόνο αποτελεσματικό εργαλείο, για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά τις περιπτώσεις της ακραίας φτώχειας. Εύχομαι και ελπίζω τελικά να πρυτανεύσει η λογική και το κρίσιμο αυτό άρθρο να υπερψηφιστεί με ευρεία πλειοψηφία.
Συνεχίζω με την περιστολή των προνομίων βουλευτών και υπουργών που περιέχονται σε διατάξεις οι οποίες όντως είναι ώριμες προς αναθεώρηση. Προτείνουμε τον περιορισμό της ασυλίας των βουλευτών μόνο σε πράξεις που αφορούν την πολιτική δράση τους. Και την κατάργηση της αποσβεστικής προθεσμίας για την ευθύνη των υπουργών, ώστε η Βουλή να μπορεί να ασκεί δίωξη εντός των χρονικών ορίων της κοινής παραγραφής για κάθε αδίκημα. Με άλλα λόγια, ο πολιτικός να έχει την ίδια αντιμετώπιση με κάθε πολίτη. Ας χειροκροτήσουμε επιτέλους ότι το άρθρο 86 αλλάζει με τη διακομματική στήριξη της Βουλής των Ελλήνων.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Ξεχωριστό κεφάλαιο θεωρώ τη διάταξη στο άρθρο 54, που διευκολύνει την άσκηση του δικαιώματος ψήφου από τους εκτός Επικράτειας εκλογείς. Είναι μία πρωτοβουλία για την οποία πρέπει να είμαστε υπερήφανοι. Τόσο για την ουσία, όσο και για τον τρόπο που διαβουλευτήκαμε με τα άλλα κόμματα. Εξαρχής είχα δηλώσει ότι η βούληση της ΝΔ ήταν η σύνθεση των απόψεων, ώστε να καταστεί δυνατή και η συνταγματική διασφάλιση αυτού του δικαιώματος για τους Έλληνες που κατοικούν μόνιμα εκτός συνόρων.
Έτσι, αν κι εμείς πιστεύουμε -και δεν το κρύψαμε- ότι πρέπει να ψηφίζουν όλοι οι Έλληνες του εξωτερικού, που είναι Έλληνες πολίτες, εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους -χωρίς προϋποθέσεις και γιατί όχι μέσω της επιστολικής ψήφου- φανήκαμε ευέλικτοι. Κάναμε υποχωρήσεις και ανταποκριθήκαμε με ευθύνη στην κατεύθυνση συναίνεσης που το ίδιο το Σύνταγμα μας επιβάλλει. Διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το Σύνταγμα προβλέπει ότι για να αλλάξει η σχετική διάταξη χρειάζονται 200 βουλευτές. Ήμασταν υποχρεωμένοι, λοιπόν, να κάνουμε παραχωρήσεις σε αυτό το οποίο θεωρούσαμε ότι είναι το σωστό, για να μπορέσουμε να πετύχουμε επιτέλους μία μεγάλη θεσμική τομή. Και να κλείσει μια πληγή η οποία μένει ανοιχτή εδώ και 45 χρόνια.
Η πατρίδα μας έχει ανάγκη όσο ποτέ τον Παγκόσμιο Ελληνισμό. Έχει ανάγκη τα παιδιά που έφυγαν στα χρόνια της κρίσης, αλλά και τους παλαιότερους οι οποίοι αν και διαπρέπουν εκτός συνόρων στο όνομα της Ελλάδας, δεν έχουν λόγο για ό,τι συμβαίνει μέσα στην Ελλάδα. Κάθε υπεκφυγή συνιστά προσβολή. Αλλά και στερεί από την ίδια τη χώρα ισχύ και επιρροή. Σήμερα, λοιπόν, κάνουμε το πρώτο βήμα. Το βήμα αυτό θα γίνει άλμα. Γιατί ενωμένοι οι Έλληνες παντού στον κόσμο, πάντα μεγαλουργούν.
Η Νέα Δημοκρατία, μετά την υπερψήφιση της σχετικής προσθήκης στο άρθρο 54, θα καταθέσει άμεσα σε δημόσια διαβούλευση το σχετικό νομοσχέδιο, με πρόθεση να έχει ψηφιστεί πριν το τέλος του χρόνου. Έγιναν πάρα πολλές συζητήσεις στο αρμόδιο Υπουργείο με εκπροσώπους τον κομμάτων. Όπως σας είπα, κάναμε κάθε δυνατή προσπάθεια να βρούμε έναν κοινό τόπο. Καταλήξαμε σε μία πρόταση την οποία θεωρώ αρκούντως ικανοποιητική και για αυτό την εισηγούμαστε. Εύχομαι και ελπίζω -όπως το έχω πει πολλές φορές- αυτό το νομοσχέδιο, τουλάχιστον αυτό το νομοσχέδιο, ας είναι μόνο αυτό το νομοσχέδιο, που θα ψηφιστεί από αυτήν την αίθουσα από 300 βουλευτές.
Σε ό,τι αφορά την επόμενη διάταξη, που πρόκειται να αναθεωρηθεί, δεν έχω να πω πολλά. Η εμπειρία έδειξε ότι συχνά παρουσιάζεται μια μεγάλη αδυναμία στη συγκρότηση Ανεξάρτητων Αρχών από τα πρόσωπα που επιλέγονται. Η πρότασή μας, λοιπόν, περιορίζει την απαιτούμενη πλειοψηφία από τα 4/5 στα 3/5 των μελών της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής. Προβλέπει την επέκταση της θητείας των υφιστάμενων μελών για όσο χρόνο δεν είναι δυνατή η νέα συγκρότηση, ώστε να διασφαλίζεται η αδιάλειπτη και νόμιμη λειτουργία τους. Μπορεί να ακούγεται ως παρέμβαση με χαρακτήρα «τεχνοκρατικό», «λειτουργικό». Έχει, όμως, ουσιαστικό αντίκτυπο, καθώς διευκολύνει τη δράση των Ανεξάρτητων Αρχών που αποτελούν, πλέον, συστατικό στοιχείο κάθε σύγχρονης Δημοκρατίας. Το περιεχόμενό της, συνεπώς, είναι άκρως πολιτικό.
Με συναινετική διάθεση, η κοινοβουλευτική μας ομάδα ενσωμάτωσε στην τελική της πρόταση και την «λαϊκή νομοθετική πρωτοβουλία» που πρότεινε η αντιπολίτευση. Συμφωνήσαμε οι υπογραφές 500.000 πολιτών με δικαίωμα ψήφου να οδηγούν στην κατάθεση προτάσεων, οι οποίες θα συζητούνται υποχρεωτικά στην Βουλή. Βεβαίως, μία διαδικασία όπως αυτή -η οποία σε πρώτη ανάγνωση φαίνεται ανοιχτή στην λαϊκή συμμετοχή- εγκυμονεί και κινδύνους, μπορεί να κρύβει κινδύνους, για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Γι΄ αυτό περιορίζουμε τον αριθμό τέτοιων προτάσεων σε δύο ανά βουλευτική περίοδο. Και θέτουμε κάποια, εκτιμώ απολύτως αυτονόητα, όρια, ώστε να μην αφορούν θέματα όπως η Εθνική Άμυνα, η δημοσιονομική πολιτική και η εξωτερική πολιτική. Δείξαμε, όμως, υιοθετώντας αυτή την πρόταση, τη διάθεσή μας να αξιοποιήσουμε αυτή τη μακρά διαδικασία και να ενσωματώσουμε προτάσεις οι οποίες θεωρούμε ότι κινούνται στη σωστή κατεύθυνση και δεν βρίσκονταν στον πυρήνα της δικής μας πρότασης.
Αγαπητοί συνάδελφοι,
Έχουμε, τέλος, την διάταξη που προκάλεσε τη μεγαλύτερη συζήτηση σε αυτήν την αίθουσα. Την αλλαγή στον τρόπο εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας. Μία κρίσιμη διάταξη που υπέστη και μια σοβαρή μετάλλαξη στη διάρκεια της μεταπολίτευσης: Η αρχική πρόβλεψη του Συντάγματος κατέτεινε πάντα στην αναζήτηση πολιτικών συναινέσεων. Στην ουσία όμως, ειδικά μετά την αναθεώρηση του 2001, λειτούργησε ως προνόμιο της εκάστοτε αντιπολίτευσης για την πρόκληση εκλογών και τη διακοπή του εκλογικού κύκλου. Γι’ αυτό, άλλωστε η προτείνουσα Βουλή συνέκλινε στη θέση ότι αυτή η διάταξη έπρεπε να αναθεωρηθεί.
Αναθεωρούμε τη διάταξη η οποία αποσυνδέει την πρόωρη διάλυση της Βουλής από την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας. Δεν αναθεωρούμε το άρθρο που καθορίζει πώς εκλέγεται ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Ήταν τόσο πρόχειρη η διάταξή σας κ. Τσίπρα, που δεν μεριμνήσατε καν να αναθεωρήσετε το άρθρο 30. Το οποίο καθορίζει ότι ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εκλέγεται από την εθνική αντιπροσωπεία. Αν θέλαμε να κάνουμε μια συζήτηση αν ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας πρέπει να εκλέγεται από τον λαό, θα είχατε υποχρέωση να προτείνετε την αναθεώρηση και του σχετικού άρθρου.
Η πρόταση που υποβάλαμε ήταν σαφής και καθαρή: Θα ισχύσει η υφιστάμενη διάταξη, που αρχικά και επαναλαμβανόμενα αναζητεί μεγάλες συνθέσεις. Εν τέλει καταλήγει στην απλή πλειοψηφία, αφαιρώντας την μεσολάβηση εκλογών. Μας μέμφεστε ότι προσχωρήσαμε στη θέση αυτή αντίθετα με παλαιότερες προτάσεις μας. Καλό είναι στο σπίτι του κρεμασμένου να μην μιλάνε για σχοινί.
Διότι από την πρότασή μας το 2014 μεσολάβησε μία δραματική εμπειρία, κ. Τσίπρα, που προσέφερε διδάγματα και -ναι- αναθεώρησε οπτικές. Και αυτή δεν ήταν άλλη από την ωμή καταστρατήγηση του νοήματος του Συντάγματος από εσάς προσωπικά, το 2014. Όταν αρνηθήκατε προκλητικά τότε την εκλογή οποιουδήποτε προσώπου προτεινόταν για τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας. Κι εσάς αν προτείναμε, φανταζόμασταν, πάλι αντίθετοι θα ήσασταν. Τόσο πολύ θέλατε να αξιοποιήσετε το Σύνταγμα ως εργαλείο για να διαλύσετε τη Βουλή.
Με δηλωμένο τότε τον προκλητικό σας στόχο να διακόψετε τη θητεία της προηγούμενης κυβέρνησης, διακόψατε την πορεία της. Κι οδηγήσατε αμέσως στο εθνικά ολέθριο πρώτο εξάμηνο του 2015. Έχει ενδιαφέρον, κ. Τσίπρα, ότι κάνατε αναφορές στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και στον Κωνσταντίνο Τσάτσο. Αναρωτηθήκατε αν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ότι θα μπορούσε ο ίδιος να υιοθετήσει μία τέτοια διάταξη. Πάλι αδιάβαστος κ. Τσίπρα, γιατί εκλέχθηκε με 153 βουλευτές ο Κωνσταντίνος Καραμανλής Πρόεδρος το 1990. Και δεν γνωρίζατε ότι αυτή ήταν η διάταξη που υπήρχε στο αρχικό Σύνταγμα, που γράφτηκε από τον Καραμανλή και τον Τσάτσο. Πάλι αδιάβαστος. Και στα συνταγματικά αδιάβαστος. Πάλι αδιάβαστος. Και σε αυτό αδιάβαστος.
Πιστεύετε πραγματικά κ. Τσίπρα, ότι μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση με απόλυτη πλειοψηφία η οποία να εκλέξει Πρόεδρο της Δημοκρατίας με σχετική πλειοψηφία και να μπορεί να σταθεί εδώ, σε αυτή την αίθουσα, την επόμενη μέρα; Η λύση που προτείνουμε είναι η μόνη εφαρμόσιμη που μας επιτρέπει, οριστικά και αμετάκλητα, να απεμπλέξουμε τη διαδικασία εκλογής Προέδρου της Δημοκρατίας από την πρόωρη διάλυση της Βουλής. Δεν υπάρχει άλλη, που να ξέρουμε εμείς τουλάχιστον, που να μπορεί να δουλέψει στην πράξη. Η πρότασή σας καταρχάς -εάν ψηφιζόταν- θα ήταν συνταγματικά τελείως έωλη, γιατί δεν έχετε φροντίσει να αναθεωρήσετε το άρθρο 30. Αλλά παραπέμπει επίσης σε άλλα συστήματα, με ισχυρό Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Θα προκαλούσε σοβαρότατες τριβές στο δικό μας πολίτευμα. Διότι, μην έχουμε καμία αμφιβολία, σε αυτή την περίπτωση ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα καθίστατο πρόσωπο με κομματική ταυτότητα.
Η εκλογή του δεν μπορεί να είναι μέρος της πολιτικής ατζέντας αυτών που τον προτείνουν. Βέβαια είναι και παράξενο, κ. Τσίπρα, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας ο οποίος μπορεί να εκλεγεί από τη Βουλή με αυξημένη κοινοβουλευτική συναίνεση- αυτό δηλαδή που όλοι επιθυμούμε- να έχει τελικά λιγότερη πολιτική νομιμοποίηση από έναν Πρόεδρο ο οποίος δεν θα έχει εκλεγεί με αυξημένη συναίνεση από τη Βουλή, αλλά θα έχει εκλεγεί από τον λαό. Θα έχουμε, δηλαδή, δύο κατηγορίες Προέδρων. Αν θέλαμε να κάνουμε μία ουσιαστική συζήτηση -δεν την προκρίνω γι’ αυτό και δεν το προτείναμε- για το εάν πρέπει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας εξ αρχής να εκλέγεται από τον λαό, αυτή θα ήταν θεμιτή συζήτηση. Μπορούμε να την κάνουμε. Δεν προκρίνουμε όμως σε καμία περίπτωση, ειδικά μετά την τραυματική εμπειρία του 2015, ότι η προεδρική εκλογή πρέπει καθ’ οιονδήποτε τρόπο να εμπλακεί στα γρανάζια της πολιτικής διαδικασίας.
Αυτή είναι η πρόταση την οποία εισηγούμαστε στη Βουλή και είναι αυτονόητο ότι η συνταγματική πρόβλεψη για τελική εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας με απλή πλειοψηφία δεν αναιρεί, το επαναλαμβάνω, δεν αναιρεί, την πολιτική ευθύνη της εκάστοτε πλειοψηφίας, να αναζητεί πρόσωπο το οποίο θα εξασφαλίζει τη μεγαλύτερη δυνατή συναίνεση. Άλλωστε και αυτή η επιλογή θα είναι πάντα ανοιχτή στην κρίση των πολιτών.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Κλείνω λέγοντας ότι παρά τα βέλη τα οποία με πολύ μεγάλη άνεση κάποιοι εκτοξεύουν κατά της Μεταπολίτευσης, αυτή η περίοδος εισέφερε στην Ελλάδα μια μακρά περίοδο συνταγματικής ομαλότητας για την οποία -γνωρίζοντας την ταραγμένη ιστορία του τόπου μας- πρέπει να είμαστε ευγνώμονες. Η οικονομική κρίση προσέθεσε μεγάλες προκλήσεις στο συνταγματικό μας οπλοστάσιο. Κλόνισε την παράσταση καταλληλότητας των θεσμών.
Ασφαλώς, το Σύνταγμα από μόνο του δεν ευθύνεται για την οικονομική περιπέτεια. Ούτε μπορεί, με οποιοδήποτε τρόπο, ένα Σύνταγμα να εξασφαλίζει ευημερία. Εντούτοις, το Σύνταγμα που θα ισχύσει από αύριο, έστω και χωρίς την έκταση που εμείς θα επιθυμούσαμε, εκπέμπει ένα μήνυμα εκσυγχρονισμού.
Δεν μπορεί κανένα Σύνταγμα, κυρίες και κύριοι, να υποκαταστήσει τη διαδικασία ωρίμανσης της ίδιας της κοινωνίας. Αυτή συντελέστηκε με τρόπο βίαιο, με τρόπο επώδυνο, με τρόπο τραυματικό. Καθώς όμως σήμερα η Ελλάδα, με σταθερά βήματα, αφήνει πίσω της την περίοδο της κρίσης, πλαισιώνει αυτό το Σύνταγμα θεσμικά την εθνική προσπάθεια για μία Ελλάδα που μας αξίζει. Με αξιοπρέπεια για όλους. Με ασφάλεια για όλους. Με Δημοκρατία για όλους. Με ανάπτυξη για όλους.
Με επίγνωση, λοιπόν, της ιστορικότητας των στιγμών και της ευθύνης μας απέναντι στις επόμενες γενιές, παραδίδουμε σήμερα το νέο κείμενο Συντάγματος της Ελλάδος. Για μια νέα εποχή και μια νέα Ελλάδα.