Κυρίες και κύριοι βουλευτές,
Παίρνω τον λόγο σήμερα για να επισημάνω ορισμένες κρίσιμες πλευρές της θέσης μας γύρω από το ζήτημα του πανεπιστημιακού ασύλου. Νομίζω ότι ο καλύτερος τρόπος για να προσεγγίσουμε το θέμα αυτό, είναι να επιχειρήσουμε το δούμε μέσα από τη ματιά ενός απλού φοιτητή. Ας φανταστούμε, λοιπόν, έναν πρωτοετή φοιτητή σε μία σχολή, στο κέντρο της Αθήνας. Φτάνει στο Πανεπιστήμιο, γεμάτος δέος, χαρά, αγωνία, προσμονή, ελαφρώς «ψαρωμένος», όπως θα έλεγαν οι συνομήλικοί του, διψά όμως για νέες εικόνες, νέες εμπειρίες, γνώση. Τι συναντά; Σίγουρα θα αισθανθεί αμήχανα, βλέποντας από την αρχή κιόλας άγνωστους να μπαινοβγαίνουν στις αίθουσες και βρίσκοντας κλειστή την βιβλιοθήκη, το ίδιο και την Γραμματεία της Σχολής, οι υπάλληλοι της οποίας φοβήθηκαν κάποια επεισόδια. Περπατώντας μέσα στους βρώμικους διαδρόμους, θα αναρωτηθεί αν όποιος θέλει μπορεί να γράφει στους τοίχους.
Σίγουρα θα αγανακτήσει διαπιστώνοντας ότι και το εργαστήριο, αυτό το οποίο τόσο ήθελε να δει, έχει βάλει και αυτό λουκέτο. Μια ανακοίνωση θα τον ειδοποιήσει ότι κάποια από τα μαθήματά του μεταφέρονται διότι αρκετές αίθουσες έχουν καταληφθεί και με τον καιρό θα συμβιβαστεί με το τρέξιμο πίσω από τις έκτακτες παραδόσεις για να μην χαθεί το εξάμηνο. Μέχρι να φτάσει στο πτυχίο του, ο φοιτητής αυτός θα έχει δει ολόκληρες αίθουσες, κομμάτια του δημόσιου χώρου, υπό κατάληψη στα χέρια ποικιλώνυμων οργανώσεων, ναρκωτικά να κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι, υπόγεια γεμάτα από μολότοφ και κουκούλες, το τεχνικό προσωπικό του Πανεπιστημίου να βάφει και να ξαναβάφει μάταια τους τοίχους και καθηγητές να καθυβρίζονται – ακόμη και να χτίζονται μέσα στα γραφεία τους.
Όλα αυτά, ίσως και να τον άφησαν αδιάφορο στο πέρασμα του χρόνου. Ίσως κάποτε και να του φάνηκαν και λίγο φολκλόρ. Ο ίδιος, άλλωστε, τώρα πέτυχε το στόχο του. Είναι διπλωματούχος. Ασυνείδητα, ωστόσο, ύστερα από τέσσερα χρόνια, θα έχει συμβιβαστεί με κάτι πολύ απειλητικό: Ότι αυτή και μόνον αυτή είναι η πραγματικότητα του ελληνικού Πανεπιστημίου. Πραγματικότητα που έχει γίνει, δυστυχώς, παγιωμένο καθεστώς. Μία «κανονικότητα» της οποίας, δυστυχώς, ο κανόνας είναι η παρέκκλιση.
Ο φοιτητής αυτός μπορεί να είναι μεταξύ εκείνων των πολλών, που συνεχίζουν τις σπουδές τους στο εξωτερικό και εκεί θα βιώσει τη μεγάλη απογοήτευση, ίσως και τη μεγάλη ντροπή. Θα δει μαθήματα να διεξάγονται κανονικά, εξετάσεις να γίνονται στην ώρα τους, βιβλιοθήκες ανοιχτές. Θα περπατήσει σε Πανεπιστήμια καθαρά που φιλοξενούν γνώση, έρευνα και πολιτισμό, με φοιτητές και καθηγητές που δουλεύουν απερίσπαστοι, αφού κανείς δεν καταστρέφει την περιουσία του Πανεπιστημίου και θα αντιληφθεί ότι εκεί ο περιθωριακός είναι πράγματι στο περιθώριο, ενώ εδώ έχει εγκατασταθεί στο επίκεντρο της πανεπιστημιακής ζωής. Ο φοιτητής τότε θα νιώσει αδικημένος γιατί ούτε ο ίδιος ούτε οι καθηγητές του στην Ελλάδα είχαν να ζηλέψουν κάτι απ’ τους ξένους συναδέλφους τους. Και όμως η σύγκριση θα είναι συντριπτική γιατί θα διαπιστώσει, πικρά, ότι όλη αυτή η αταξία του ελληνικού δημόσιου Πανεπιστημίου του φάνταζε αδιάφορη ή και ανώδυνη.
Στην πραγματικότητα, όμως, τον πήγε πίσω. Και θα συμπεράνει το πιο κρίσιμο: Ότι τελικά η ελευθερία μέσα στο Πανεπιστήμιο κάθε άλλο παρά ασυμβίβαστη είναι με την ομαλή του λειτουργία. Και τότε, δυστυχώς, είναι αρκετά πιθανόν ο φοιτητής μας να αποφασίσει να μείνει στο Κράτος που τον υποδέχτηκε και να μην γυρίσει στην Ελλάδα. Να γίνει και αυτός ένας από τους χιλιάδες επιστήμονές μας που ζουν εκτός συνόρων και να διηγείται στους ξένους φίλους του, πώς ο ίδιος ξεκίνησε, κάποτε, τις σπουδές του σε μία Σχολή αλλιώτικη απ’ τις άλλες, σε ένα Πανεπιστήμιο όπου ίσχυε το άσυλο «αλά Ελληνικά»!
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Δεν είναι ανάγκη τα παιδιά μας -και μαζί οι οικογένειές τους- να βιώνουν μία πολυετή αυταπάτη για να διαπιστώνουν, στο τέλος, ότι όλα θα μπορούσαν να είναι αλλιώς. Είναι καιρός να φωνάξουμε ότι τα ελληνικά Πανεπιστήμια δεν είναι καταδικασμένα. Ότι η πραγματικότητα την οποία έζησε ο φοιτητής της ιστορίας μας και την οποία βιώνουν χιλιάδες άλλοι Έλληνες φοιτητές, μπορεί να αλλάξει. Και η Ελλάδα θα σπουδάζει καλύτερα τα παιδιά της. Θα τους παρέχει γνώση, προοπτική, αλλά και ασφάλεια. Και, έτσι, να μπορεί, επιτέλους να τα κρατήσει κοντά της.
Μία από τις τομές, όχι η μόνη, προς αυτήν την κατεύθυνση είναι και η νέα ρύθμιση που εισάγουμε σήμερα για το πανεπιστημιακό άσυλο. Μία μεταρρύθμιση που υπηρετεί την ακαδημαϊκή ελευθερία και την απρόσκοπτη διακίνηση των ιδεών. Θέλουμε τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα να γίνουν κυψέλες προβληματισμού και στέκια δημιουργίας. Να μένουν όλη μέρα ανοιχτά στον κάθε νέο για μαθήματα, για συζητήσεις και συναυλίες. Να είναι δεξαμενές φρεσκάδας στη σκέψη ολόκληρης της χώρας. Δίχως τον φόβο των επεισοδίων, του μίσους και των καταστροφών. Να γίνουν ένας τόπος συνάντησης νέων ρευμάτων και καινοτομίας, όπως συμβαίνει, δηλαδή, παντού στον κόσμο.
Για να το πω αλλιώς: Τα Πανεπιστήμια ανοίγουν! Δεν συμβιβάζονται, πλέον, με την ασχήμια και την μετριότητα. Διεκδικούν το κύρος και τη λάμψη που τους αξίζει, με παρόντες τους φοιτητές, με τα εργαστήριά τους σε λειτουργία. Με καθηγητές ελεύθερους να διδάσκουν και σπουδαστές ελεύθερους να αμφισβητούν και να ερευνούν. Και όλο αυτό το πανηγύρι της γνώσης να συνοδεύεται από το άρωμα της νιότης που θα απλώνεται στην γύρω περιοχή. Είναι καλύτερα λοιπόν να μιλάμε σήμερα για την αναγέννηση της πανεπιστημιακής ζωής, για αποκατάσταση του ασύλου παρά για κατάργησή του. Διότι «ά-συλο» σημαίνει τον ασφαλή, «τον προστατευόμενο από σύληση τόπο». Και σήμερα -ας το παραδεχτούμε- οι τόποι των Πανεπιστημίων έχουν συληθεί, έχουν βανδαλιστεί και πολλά κτίρια έχουν λεηλατηθεί. Στο προαύλιο του Οικονομικού Πανεπιστημίου οι πωλητές λαθραίων εκθέτουν τα προϊόντα τους και χλευάζουν μέσα από τα κάγκελα όποιον πάει να τους ελέγξει.
Στο Αριστοτέλειο τα ναρκωτικά διακινούνται δημόσια. Στα υπόγεια των ιδρυμάτων ανακαλύπτονται αποθήκες πυρομαχικών. Σχολές ολόκληρες έχουν μετατραπεί σε γιάφκες βίας των κουκουλοφόρων και αυτή είναι η πραγματικότητα σήμερα. Και σ’ αυτή δίνουν άσυλο και ατιμωρησία όσοι αντιδρούν και σήμερα σε αυτή τη νέα ρύθμιση. Γιατί πώς μπορούμε να μιλάμε για «δημόσιο» Πανεπιστήμιο, όταν αυτό παραμένει αποκλεισμένο από τον «Δήμο»; Πώς αναφερόμαστε στο «δημοκρατικό» Πανεπιστήμιο, όταν αυτό δεν ανήκει στους πολλούς, αλλά το ελέγχουν οι λίγοι; αι νοείται, άραγε, σύγχρονο Κράτος Δικαίου, όταν η επικράτειά του περιλαμβάνει «νησίδες» ανομίας, αυταρχισμού και βίας;
Ο στόχος μας, λοιπόν, είναι να απελευθερώσουμε δυνάμεις των Πανεπιστημίων που σήμερα είναι φυλακισμένες. Και ειδικά σε αυτούς τους κατεξοχήν χώρους ανοιχτής έκφρασης δεν μπορεί να γίνονται αποδεκτές ούτε πράξεις κοινών μαφιόζων ούτε δράσεις πολιτικών «μπράβων». Η ζωή στις Σχολές πρέπει να αναπνέει τον αέρα του διαλόγου και να στηρίζεται στα θεμέλια του νόμου. Αυτός, άλλωστε, αποτελεί και το καταφύγιο του αδύναμου. Οι ισχυροί εξάλλου έχουν πολλούς τρόπους να προστατεύονται… Για να μιλήσω στη γλώσσα της Αντιπολίτευσης: Εμείς δεν θέλουμε αστυνόμους στα Πανεπιστήμια. Θέλουμε, όμως, να διώξουμε από εκεί τους κουκουλοφόρους που αστυνομεύουν τη ζωή των φοιτητών. Τουλάχιστον, κύριοι του ΣΥΡΙΖΑ, όσοι φορούν στολή και εθνόσημο είναι όργανα της Δημοκρατίας και απολογούνται σε αυτήν, ενώ οι γνωστοί-άγνωστοι τραμπούκοι υπηρετούν μόνο σκοτεινά συμφέροντα.
Αγαπητοί συνάδελφοι, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εδώ υπάρχουν διαχρονικές και διακομματικές ευθύνες. Κι εμείς αποδεχόμαστε το δικό μας μερίδιο. Σήμερα, όμως, η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο. Η συζήτηση, λοιπόν, για το λεγόμενο άσυλο, αν θέλουμε να είναι ουσιαστική, προϋποθέτει τολμηρές παραδοχές και ειλικρινή διάθεση να δώσουμε λύση, να διεξαχθεί χωρίς πυροτεχνήματα, όπως αυτό το περί δήθεν σεβασμού του ασύλου από τους Ναζί, στην κατοχή. Όχι μόνο γιατί κάτι τέτοιο είναι ανιστόρητο, αλλά γιατί εξισώνει τις δυνάμεις κατοχής του ναζισμού με τη νόμιμη εξουσία ενός δημοκρατικού Κράτους. Να αποφύγει, επίσης, την ψεύτικη ωραιοποίηση της κατάστασης στ’ όνομα κάποιων ιδεολογικών εμμονών. Γιατί είναι παγίδα που εξωραΐζει τις δυσκολίες και αποθρασύνει τελικά τους υπεύθυνους. Κυρίως, θολώνει την λαϊκή εγρήγορση. Τέλος, η συζήτηση ας μείνει μακριά και από επικίνδυνες απόψεις, όπως αυτή που ακούστηκε, ότι τάχα τα Πανεπιστήμια πρέπει να είναι φυτώρια πολιτικών στελεχών. Η χώρα πλήρωσε πολύ ακριβά τους κομματικούς σωλήνες και τα προϊόντα τους.
Η διάταξη που φέρνει η Κυβέρνηση προστατεύει πολλά. Καταρχάς, την γνώση γιατί είναι καθεστώς, πλέον, διάφορες μικροομάδες να διαλύουν, όποτε θέλουν, μαθήματα. Την έρευνα. Ποιος εγγυάται σήμερα ότι σε μία Σχολή μπορεί να οργανωθεί ένα ανοιχτό επιστημονικό συνέδριο με διαφορετικές απόψεις, εάν τυχαίνει η θεματολογία να διαφωνεί με τις απόψεις των γνωστών μπαχαλάκηδων; Τον πολιτισμό, γιατί πολλά ιδρύματά μας αποτελούν ιστορικά μνημεία ολόκληρης της χώρας και πρέπει να προστατεύονται. Αλλά και τα χρήματα των φορολογουμένων γιατί όλοι αυτοί οι βανδαλισμοί κοστίζουν, όχι σε αυτούς που τους προκαλούν αλλά σε όλους μας. Η ρύθμιση, τέλος, θωρακίζει και τον ίδιο τον πολιτικό διάλογο στα Πανεπιστήμια γιατί μέχρι τώρα κάποιοι περιθωριακοί αποφάσιζαν «με το έτσι θέλω» να διαλύουν μία φοιτητική συνέλευση ή ακόμη και τις ίδιες τις φοιτητικές εκλογές. Κοντολογίς, οι πράξεις τους είναι αντιδημοκρατικές και αυταρχικές.
Όταν μιλάμε, λοιπόν, για κατάργηση του «ασύλου ανομίας», μιλάμε πολύ απλά για την απαγόρευση της παραβατικής συμπεριφοράς μέσα στους πανεπιστημιακούς χώρους γιατί είναι και αυτοί δημόσιος χώρος, όπως ακριβώς οι δρόμοι και οι πλατείες μας όπου σε περίπτωση κινδύνου όλοι ζητούμε την βοήθεια της αστυνομίας. Τίποτα λιγότερο και τίποτα περισσότερο από αυτό. Μιλάμε, όμως, και για την απαγόρευση της δυνατότητας να καταφεύγουν εκεί όσοι παρανομούν. Όποιος θέλει τέτοια ασυλία, υποστηρίζει την ατιμωρησία, βοηθά την μετατροπή των Πανεπιστημίων σε ορμητήρια βίας. Και όσοι κινδυνολογούν ότι τάχα η αστυνομία θα μπαίνει κάθε τόσο στα Πανεπιστήμια, ας αναλογιστούν ότι έχουν ήδη κάνει, έχουν ήδη ανεχτεί μία σοβαρή δημοκρατική υποχώρηση. Τα έχουν αποδεχθεί ως δεδομένα «φρούρια» που έχουν κατακτηθεί και αυτό συνιστά μία σοβαρή δημοκρατική υποχώρηση. Τα έχουν αποδεχθεί ως δεδομένα «φρούρια» που έχουν κατακτηθεί και ανήκουν σε «κάποιους» άλλους πέραν των φοιτητών και των καθηγητών τους.
Το πρόβλημα είναι όσο ποτέ επίκαιρο γιατί η ζωή απέδειξε ότι η δημόσια ανοχή το κλιμακώνει και, κυρίως, μεταλλάσσει επικίνδυνα την υφή του ίδιου του προβλήματος. Θυμίζω ότι από τις ολιγόωρες, συμβολικές καταλήψεις φοιτητικών παρατάξεων, πήγαμε στην μόνιμη εγκατάσταση εξωπανεπιστημιακών στις Σχολές και φτάσαμε στη μόνιμη παρουσία παραεμπόρων και διακινητών ουσιών στα ιδρύματα. Από τις λεκτικές αντιπαραθέσεις, περάσαμε στα ρόπαλα και τις μολότοφ. Η φωνή έγινε γροθιά και η γροθιά φονική βόμβα. Για να καταλήξουμε, εν τέλει, στις ένοπλες παρελάσεις κάποιων που αυτοαποκαλούνται «αναρχικοί». Συνεπώς, όσο δεν αντιμετωπίζεται, η πληγή διευρύνεται και κακοφορμίζει, αλλά και δημιουργεί μεταστάσεις…
Είναι λάθος, επίσης, η οργανωμένη Πολιτεία σταδιακά να συμβιβάζεται με το κακό: Θυμίζω ότι και επί δικών σας ημερών, ουσιαστικά η περιοχή γύρω από το Πολυτεχνείο παραδόθηκε. Μετεφέρθηκαν από εκεί δημόσιες υπηρεσίες μέχρι και στάση των λεωφορείων. Αντί να εμποδίζουμε αυτούς που έκαιγαν τα οχήματα …άλλαξαν τα δρομολόγιά τους. Ώστε να ακολουθήσει, μετά, η αναγκαστική υποχώρηση των κατοίκων, των μικροεμπόρων. Που είτε μετακόμισαν, είτε άρχισαν να κλείνονται από νωρίς στο σπίτι τους, είτε εγκατέλειψαν τα μαγαζιά τους. Με αποτέλεσμα να παραλύσει η ζωή σε μια ολόκληρη συνοικία. Αλλά και στην υπόλοιπη κοινωνία «να αρχίσουμε να συνηθίζουμε την μορφή του τέρατος», όπως έλεγε και ο Μάνος Χατζιδάκις.
Αυτήν την οπισθοδρομική τάση ετών θα ανακόψει η Κυβέρνηση μας, όχι μόνο αποκαθιστώντας, επιτέλους, την ηρεμία μέσα και γύρω από τα Πανεπιστήμια. Αλλά προβάλλοντας και ένα διαφορετικό μοντέλο καθημερινής ευημερίας. Το νέο Αρχαιολογικό Μουσείο, η διασύνδεσή του με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, είναι για παράδειγμα, ένα τέτοιο εμβληματικό έργο. Και ο πολιτισμός θα γεφυρωθεί, έτσι, με τη γνώση και ο τουρισμός με την εμπορική ανάπτυξη. Και μία ολόκληρη συνοικία θα βγει από τη σκιά βίας και της υποβάθμισης και θα έρθει στο φως της ευημερίας και της προόδου.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,
Προφανώς οι διαφορές μας με τον ΣΥΡΙΖΑ στο θέμα δεν είναι ανεξάρτητες από την τελείως διαφορετική άποψη που έχουμε στα θέματα συνολικά της ανώτατης εκπαίδευσης. Κάποιοι εξακολουθούν να επιμένουν στην ετήσια παραγωγή χιλιάδων ανέργων πτυχιούχων, ενώ εμείς είμαστε υπέρ της σύνδεσης της Παιδείας με την αγορά εργασίας. Κάποιοι εξακολουθούν να υποστηρίζουν τον στενό έλεγχο των πανεπιστημίων από το Υπουργείο, ενώ εμείς τους δίνουμε πλήρη αυτονομία. Κάποιοι έσπειραν απρογραμμάτιστα Σχολές σε όλη την Ελλάδα, ενώ εμείς θέλουμε τα ίδια τα Πανεπιστήμια τελικά να κρίνουν τον αριθμό εισακτέων τους. Κάποιοι τάσσονται υπέρ της δήθεν ελεύθερης πρόσβασης στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, ενώ εμείς καθιερώνουμε ένα όριο, στο οποίο θα έχουν λόγο και τα ίδια τα Πανεπιστήμια, για το ποιος θα μπορεί να εισαχθεί σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα. Και προωθούμε την αξιολόγηση, ώστε οι σπουδές να βελτιώνονται και οι απόφοιτοί μας να προκόβουν όλο και περισσότερο. Με λίγα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπεί σήμερα, την οπισθοδρόμηση, ενώ εμείς διεκδικούμε με πείσμα την πραγματική πρόοδο.
Αλλά η πρόοδος προϋποθέτει ηρεμία, ασφάλεια και δημοκρατικούς κανόνες. Η θέση μας είναι ένα ισχυρό μήνυμα πολιτικής βούλησης ότι στην Ελλάδα υπάρχει Δημοκρατία που δεν επιτρέπει στους λίγους να καθορίζουν την καθημερινότητα των πολλών. Ότι εκτός από τις ανώνυμες συλλογικότητες υπάρχει και ο επώνυμος φοιτητής, η ξεχωριστή προσωπικότητα κάθε πολίτη αυτής της χώρας. Και ότι λειτουργεί επιτέλους το οργανωμένο Κράτος, το οποίο δεν θα αφήσει την κοινωνία μας να μεταβληθεί σε ζούγκλα όπου θα διοικούν όσοι ασκούν βία. Η πρότασή μας, λοιπόν, είναι ένα κάλεσμα προς όλους. Ένα κάλεσμα νομιμότητας, ενότητας και υπέρβασης. Κάλεσμα με πρόσημο μόνο εθνικό. Κάλεσμα στο οποίο πρέπει να ανταποκριθούν όλοι, κυρίως αυτοί τους οποίους και αφορά πρωτίστως: Φοιτητές, καθηγητές και εργαζόμενοι. Και είναι πολύ ενθαρρυντικό ότι πρώτοι οι άνθρωποι που διδάσκουν στα δημόσια Πανεπιστήμια, οι ίδιοι οι καθηγητές, έσπευσαν να συμφωνήσουν με την πρωτοβουλία.
Αυτή η προσπάθεια όμως, μας θέλει όλους ενωμένους. Γιατί το δικαίωμα στην ασφάλεια και στην ελευθερία αποτελεί, πράγματι μία διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στις δυνάμεις της Δημοκρατίας και του αυταρχισμού. Γι’ αυτό και, παρά τις επιμέρους ενστάσεις, προσδοκώ ότι τα προοδευτικά κόμματα θα σταθούν, τελικά, με τη σωστή μεριά της ιστορίας ψηφίζοντας την συγκεκριμένη διάταξη.
Σας ευχαριστώ.