Ομιλία του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στο 4ο Οικονομικό Φόρουμ Δελφών
Κυρίες και κύριοι, φίλες και φίλοι, αγαπητοί προσκεκλημένοι από τις ξένες χώρες. Είναι μεγάλη χαρά να βρίσκομαι ξανά εδώ, στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, που αρχίζει πια να αποτελεί έναν πολύ σημαντικό θεσμό. Έναν σημαντικό θεσμό που έλειπε από τη χώρα και είμαι ιδιαίτερα ευτυχής που τον έχει αποκτήσει, με κύρος που γίνεται πλέον και με ακτινοβολία που ξεπερνάει τα σύνορά μας.
Είναι η δεύτερη φορά που βρίσκομαι σε αυτό εδώ το βήμα. Η πρώτη ήταν πέρυσι τέτοιον καιρό. Και, βεβαίως, θα ήθελα να θυμηθώ ότι πέρυσι, σε μια δύσκολη συγκυρία, όλοι ήθελαν να προβλέψουν το μέλλον εδώ στους Δελφούς. Και θα σας θυμίσω ότι κόντρα στο ρεύμα εκείνης της εποχής είχα από αυτό εδώ το βήμα αναφερθεί σε κάποιες αισιόδοξες προβλέψεις για την ελληνική οικονομία. Όχι επειδή επισκέφθηκα τον ναό του Απόλλωνα. Άλλωστε, θα γνωρίζουμε όλοι ότι η Πυθία έδινε αμφίσημες προβλέψεις για το μέλλον, ήξεις αφήξεις ουκ εν τω πολέμω θνήξεις, κάτι σαν τους σημερινούς αστρολόγους στις στήλες των εφημερίδων που τα λένε όλα για να τα πιάσουν όλα. Εγώ πολύ συγκεκριμένα είχα αναφερθεί πέρυσι τέτοιον καιρό παρά το γεγονός ότι διαδέχθηκα σε αυτό εδώ το βήμα ορισμένους αξιότιμους προσκεκλημένους σας, οι οποίοι δεν είχαν έρθει ως Πυθίες να πουν αμφίσημες προβλέψεις, αλλά ως Κασσάνδρες, όπου είπαν πολύ συγκεκριμένες αρνητικές προβλέψεις, όπως για παράδειγμα ότι η Ελλάδα θα δυσκολευτεί να ολοκληρώσει το τρίτο πρόγραμμα διάσωσης και αν το ολοκληρώσει, σίγουρα, μας έλεγαν τότε θα μπει στην πιστοληπτική γραμμή στήριξης. Δηλαδή, θα συνεχίσει με ένα κεκαλυμμένο μνημόνιο.
Εγώ, λοιπόν, από αυτό εδώ το βήμα, σας είχα διαβεβαιώσει ότι η Ελλάδα θα ολοκληρώσει επιτυχώς το τρίτο πρόγραμμα στήριξης, ολοκληρώνοντας με επιτυχία μια σειρά δύσκολων, πολλών εξ αυτών, όμως, αναγκαίων μεταρρυθμίσεων. Μεταρρυθμίσεις σημαντικές, διαρθρωτικές, που άλλαξαν τη δομή της οικονομίας και έδωσαν τη δυνατότητα στη διεθνή κοινότητα, καθώς και στον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης, να χαρακτηρίσει την Ελλάδα πρωταθλήτρια χώρα σε μεταρρυθμίσεις. Σας είχα διαβεβαιώσει ότι δε θα χρειαστεί καμία πιστοληπτική γραμμή στήριξης και σας είχα διαβεβαιώσει ότι σύντομα θα έχουμε μια αξιόλογη συμφωνία για αναδιάρθρωση και ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, την οποία την παλεύαμε εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Και ακόμα παρά πέρα είχα αφήσει να υπονοηθεί ότι η απόδοση της οικονομίας, που ήταν και τότε εξαιρετικά σημαντική, θα συνεχιστεί, πράγμα το οποίο θα μπορούσε να μας οδηγήσει, όπως και έγινε, στο να αποφύγουμε νέα και αχρείαστα μέτρα λιτότητας, όπως οι περικοπές των συντάξεων.
Δεν ξέρω, βεβαίως, αν ήμουν σε θέση πέρυσι να φανταστώ ότι αυτή η εξέλιξη θα ερχόταν παράλληλα με τις διαρκείς αναβαθμίσεις της χώρας από τους πιστοληπτικούς οίκους, ούτε πέρυσι σας είχα διαβεβαιώσει ότι έναν χρόνο μετά η Ελλάδα όχι απλά δεν θα χρειαζόταν, όπως είπα πέρυσι, πιστοληπτική γραμμή στήριξης, αλλά θα είχε τη δυνατότητα να βγει με τις δικές της δυνάμεις, χάρη σε αυτήν τη συμφωνία για την αναδιάρθρωση του χρέους, αλλά και τη σταθερότητα που έδωσε η συναπόφαση με τους εταίρους μας να δημιουργηθεί ένα μαξιλάρι ασφάλειας, ρευστότητας, θα είχε τη δυνατότητα να βγει στις αγορές με επιτόκια, τα οποία ήταν θετικά και σήμερα που μιλάμε, έναν χρόνο μετά από τις περσινές προβλέψεις, ότι η Ελλάδα έχει στο δεκαετές της ομόλογο επιτόκια, τα οποία όχι είναι αντίστοιχα με αυτά που είχαμε πριν από την κρίση του 2008 και του 2009, αλλά είναι αντίστοιχα με αυτά που είχε η χώρα πριν τη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, δηλαδή, του 2002 και 2003. Αυτή, λοιπόν, είναι η πραγματικότητα που βιώσαμε αυτόν τον χρόνο, θετικές λοιπόν ειδήσεις, όχι γιατί επαναλαμβάνω πήγα στο μαντείο των Δελφών, αλλά γιατί όλο το προηγούμενο διάστημα δουλέψαμε σκληρά. Δουλέψαμε σκληρά, προκειμένου να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις, επιτέλους, η Ελλάδα να βγει έξω από αυτήν την περιπέτεια και, κυρίως, να βγει έξω από αυτήν την περιπέτεια με τις λιγότερες δυνατές απώλειες, κρατώντας αυτό που μου αρέσει να λέω πολύ συχνά, την κοινωνία όρθια και κυρίως τη μεγάλη πλειοψηφία, με τις λιγότερες δυνατές απώλειες, τις λιγότερες δυνατές πληγές.
Σήμερα, συμπληρώνουμε το πρώτο εξάμηνο της μεταμνημονιακής εποχής έπειτα από οκτώ δύσκολα χρόνια, στα οποία η αλήθεια είναι ότι η χώρα μας άλλαξε. Άλλαξε κοινωνικά, άλλαξε οικονομικά, άλλαξε πολιτικά. Αυτούς τους έξι μήνες, η κυβέρνησή μου έχει αφοσιωθεί σε ένα εξαιρετικά απαιτητικό, αλλά συνάμα θα έλεγα και όμορφο εγχείρημα. Να βάλουμε τις βάσεις, ώστε η χώρα να κοιτάξει προς τα μπρος, να βαδίσει προς τις λεωφόρους του μέλλοντος. Με ασφάλεια, βασισμένη στις δικές της δυνάμεις και αξιοποιώντας τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Το ζητούμενο για την Ελλάδα, πλέον, είναι να μπορέσει να πορευτεί στο μέλλον, δίχως κάποιοι να την οδηγούν στα μονοπάτια που αυτοί επιλέγουν ερήμην του ελληνικού λαού. Δίχως, όμως, και αυτούς που θέλουν να την τραβούν διαρκώς προς τα πίσω, στο παρελθόν. Στο παρελθόν της διαφθοράς, στο παρελθόν των πελατειακών σχέσεων, στο παρελθόν της διαπλοκής, στο παρελθόν της μεγάλης σπατάλης και των μεγάλων ελλειμμάτων. Γιατί ας μην ξεχνιόμαστε, αυτή ήταν η αιτία μαζί με τις άλλες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας βεβαίως, αλλά αυτή ήταν αιτία και αφορμή για να βρεθούμε σε αυτήν τη μεγάλη περιπέτεια.
Η Ελλάδα πιστεύω ακράδαντα ότι μπορεί πλέον να κοιτά μπροστά. Έχει κάθε λόγο να το κάνει και έχει πια και τη δύναμη να το κάνει. Τη δύναμη και την αυτοπεποίθηση που της δίνουν τα δικά της επιτεύγματα. Κι αυτά δεν είναι επιτεύγματα μίας κυβέρνησης. Είναι επιτεύγματα ενός ολόκληρου λαού που έκανε μεγάλες θυσίες και υπέστη τις συνέπειες μιας κρίσης για την οποία δεν ευθύνεται. Ενός λαού που στα κρίσιμα εμπιστεύτηκε εκείνους που του έδωσαν ελπίδα, προοπτική και διέξοδο και μία κυβέρνηση που δεν είχε την ευθύνη της χρεοκοπίας, ούτε της διαπλοκής, ούτε της διαφθοράς, ούτε της σπατάλης, ούτε των ελλειμμάτων, που μας οδήγησαν στα μνημόνια, αλλά που εργάστηκε έντιμα και αποφασιστικά και ανέλαβε το τιτάνιο έργο και ευθύνες που δεν της αναλογούσαν, προκειμένου να καταφέρει τελικά μέσα σε τέσσερα χρόνια όχι μόνο να επουλώσει παλιές πληγές, αλλά και να συγκροτήσει ένα νέο σχέδιο, ένα νέο όραμα, για την επόμενη μέρα.
Η αποστολή μας ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Πολλοί επιμένουν ή, ορθότερα, επιλέγουν να ξεχνούν πώς ήταν αυτή η χώρα το 2014. Επιτρέψτε μου να σας θυμίσω ορισμένα μόνο μεγέθη εκείνης της εποχής.
Σωρευτική ύφεση, από το 2010, 25% του ΑΕΠ, πλήρης δημοσιονομικός εκτροχιασμός, προγράμματα επιθετικής λιτότητας, η σκληρότερη προσαρμογή που έχει ποτέ εφαρμοστεί, τα οποία όμως δεν ήταν καθόλου αποτελεσματικά, με μέτρα λιτότητας στην πενταετία 2010-2014 ύψους 65 δισ. ευρώ και μια ανεργία που ξεκίνησε από 6% το 2009 και έφτασε το 2014 στο ρεκόρ του 28%. Απαράδεκτο για μία χώρα στον πυρήνα της Ευρώπης, στην Ευρωζώνη, που δεν βρίσκεται σε πόλεμο, αλλά σε καιρό ειρήνης. Και για μια ανεργία των νέων ανθρώπων που πλησίαζε τότε το 60%.
Μία χώρα, η οποία πέραν των πολλαπλών πληγών στην οικονομία και την κοινωνική συνοχή, είδε αυτά τα χρόνια τα δύσκολα και τη θέση της στο διεθνές στερέωμα να υποβαθμίζεται και να απαξιώνεται. Έγινε το μαύρο πρόβατο, συνώνυμο αρνητικών εξελίξεων, ήταν μέρος του προβλήματος, συνώνυμο της κρίσης.
Σήμερα, έχουμε πια διανύσει μεγάλο μέρος της διαδρομής. Γνωρίζουμε, βεβαίως, ότι έχουμε ακόμα πολλά να κάνουμε, προκειμένου να πάρει σάρκα και οστά το όραμα της Ελλάδας που εμείς οραματιζόμαστε. Όμως, ένα πράγμα είναι δεδομένο: Η Ελλάδα του 2014 δεν έχει καμία σχέση με την Ελλάδα του 2019. Είναι η νύχτα με τη μέρα.
Και ξέρετε, ο ισχυρισμός αυτός δεν προκύπτει στη βάση κάποιας αξιολογικής κρίσης. Προκύπτει μονάχα από την ίδια την πραγματικότητα και τα δεδομένα, τότε και τώρα. Η Ελλάδα, τότε, στο χείλος της χρεοκοπίας. Η Ελλάδα, σήμερα, εκτός μνημονίων, εκτός προγραμμάτων στήριξης. Η Ελλάδα, τότε, με έναν δημοσιονομικό εκτροχιασμό και, σήμερα, με μια δυνατότητα η οικονομία της να έχει μια υπεραπόδοση για τέσσερα συνεχόμενα έτη.
Το καθοδικό σπιράλ της ύφεσης και της απώλειας σχεδόν του 1/4 του εθνικού πλούτου τότε, με την επιστροφή στην ανάπτυξη την τελευταία τριετία.
Ο διαρκής αποκλεισμός της χώρας από τις αγορές τότε, με την ανάκτηση της πρόσβασης σε αυτές σήμερα και, μάλιστα, με επιτόκια, επαναλαμβάνω, που αφορούν όχι την προ κρίσης εποχή, αλλά την εποχή της ισχυρής οικονομίας.
Η δαμόκλειος σπάθη του χρέους και της ανυπαρξίας βιώσιμης λύσης για το μέλλον τότε, με αυτόν τον καθαρό διάδρομο που ανοίξαμε για την ελάφρυνση και τη βιωσιμότητα του χρέους, όπως την εξασφαλίσαμε στη σχετική απόφαση του Eurogroup του Ιούνη του ’18 και μας δίνει σήμερα αυτή τη δυνατότητα της βιωσιμότητας .
Η γενικευμένη αποεπένδυση τότε, με την ανάκτηση της θέσης της χώρας σιγά-σιγά ως πόλο έλξης του διεθνούς επενδυτικού ενδιαφέροντος, που αποδεικνύεται και από το ρεκόρ δεκαετίας σε ξένες άμεσες επενδύσεις τα δύο τελευταία χρόνια.
Η Ελλάδα που είδε την ανεργία να εκτοξεύεται 18 μονάδες τότε, με την Ελλάδα που τα τελευταία χρόνια έχει δει την ανεργία να μειώνεται κατά 9 μονάδες και να δημιουργούνται 350.000 νέες θέσεις εργασίας.
Και να πω ένα τελευταίο, αλλά όχι έσχατο. Η Ελλάδα της πολιτικής αστάθειας και της διαρκούς κοινωνικής αναταραχής εξαιτίας της σκληρής λιτότητας τότε, με την Ελλάδα της πολιτικής σταθερότητας, και της κοινωνικής ειρήνης, και συνοχής σήμερα. Αυτά, λοιπόν, τα δεδομένα, φίλες και φίλοι, αυτή η νέα πραγματικότητα δεν είναι τα πλεονεκτήματα της κυβέρνησης μπροστά στις επικείμενες εθνικές εκλογές του φθινόπωρο του 2019, αλλά είναι τα εφόδια της πατρίδας μας στη νέα εποχή. Όμως, όπως σημείωσα στην αρχή, η Ελλάδα δεν είναι μία χώρα που της αρκεί να βρει τον δρόμο της μόνο σε ό,τι αφορά την έξοδο από την κρίση. Το να ξεπεράσει την κρίση και να σταθεί στα πόδια της, να λύσει γόρδιους δεσμούς που αφορούν τη δομή της οικονομίας της, αφορούν τα εσωτερικά της ζητήματα.
Η Ελλάδα είναι μια χώρα η οποία αποτελεί ιστορικό, πολιτισμικό και γεωπολιτικό σημείο αναφοράς για την περιοχή της, μια εύθραυστη περιοχή, για την περιοχή των Βαλκανίων, της ανατολικής Μεσογείου, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη.
Χωρίς τον ενεργό ρόλο της Ελλάδας στις διεθνείς και περιφερειακές εξελίξεις και χωρίς την ενεργητική της εξωτερική πολιτική, είναι σαφές ότι η σταθερότητα, η ειρήνη, η συνεργασία και η ασφάλεια χάνουν έδαφος για όλη την περιοχή. Και αντίστοιχα, το κενό αυτό το καλύπτουν η καχυποψία, οι κάθε λογής αφορισμοί και η στασιμότητα. Στοιχεία που στη σημερινή συγκυρία των πολλαπλών προκλήσεων στο διεθνές πεδίο και κυρίαρχα στη δική μας γειτονιά γεννούν τεράστια αδιέξοδα.
Η σημερινή Ελλάδα, λοιπόν, είναι μια δύναμη που έχει και τη γνώση, αλλά και τους τρόπους να εργαστεί προς όφελος της σταθερότητας, προς όφελος της συνεργασίας και της συνανάπτυξης σε μια πολύπαθη περιοχή.
Προφανώς, δεν διεκδικούμε ούτε το μονοπώλιο ούτε την πρωτοκαθεδρία των θετικών εξελίξεων. Άλλωστε, είναι γνωστό το ταγκό θέλει δύο. Έτσι κι εμείς απλά αξιοποιήσαμε ευκαιρίες ώστε να συνδιαμορφώσουμε θετικές εξελίξεις μαζί με τους γείτονές μας που έδειξαν ανάλογο σθένος, αποφασιστικότητα και σοβαρότητα έναντι των προκλήσεων που θέτει η συγκυρία στο διεθνές πεδίο. Μπορούμε, όμως, με βεβαιότητα να ισχυριστούμε ότι με τις προσπάθειές μας, η εικόνα στα Βαλκάνια και στην ανατολική Μεσόγειο έχει βελτιωθεί αισθητά.
Και είμαι ιδιαίτερα χαρούμενος βλέποντας σήμερα εδώ στους Δελφούς ανθρώπους που εργαστήκαμε από κοινού για τη διαμόρφωση μιας νέας ελπιδοφόρας πραγματικότητας για τις χώρες και τους λαούς μας στην περιοχή.
Επιτρέψτε μου να ξεκινήσω από μια κομβικής σημασίας επιλογή που κάναμε ως χώρα και αφορά την επιλογή ενίσχυσης των δεσμών συνεργασίας σε όλα τα επίπεδα με γειτονικές χώρες μέσα από πολυμερείς διασκέψεις.
Έχουμε ήδη στο ενεργητικό μας τριμερή και τετραμερή σχήματα συνεργασίας, τόσο στην περιοχή των Βαλκανίων όσο όμως και νοτιοανατολικά, στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Στα Βαλκάνια με τη Σερβία, τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, νότια και νοτιοανατολικά με το Ισραήλ, την Αίγυπτο, την Ιορδανία και την Παλαιστίνη. Και, βεβαίως, σε αυτό το δεύτερο σκέλος, ιδιαίτερη σημασία έχει η αναβάθμιση των πάντα στενών σχέσεών μας με την Κύπρο. Γιατί σε όλα αυτά τα σχήματα, είναι η Ελλάδα και η Κύπρος από κοινού.
Εργαστήκαμε στενά για να συνεχίσουμε και θα συνεχίσουμε να το πράττουμε για τη δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού, στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ χωρίς εγγυήσεις και κατοχικά στρατεύματα. Και αναδείξαμε, για πρώτη φορά, την ουσία του προβλήματος. Παράλληλα, στηρίζουμε απόλυτα το δικαίωμα της Κυπριακής Δημοκρατίας στην αξιοποίηση των ενεργειακών της πόρων, των υδρογονανθράκων της προς όφελος όλου του κυπριακού λαού, Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Βεβαίως, μετά την πολυπόθητη επίλυση του Κυπριακού πιστεύουμε ότι θα μπορούν όλοι να έχουν τα ωφελήματα από την αξιοποίηση των πόρων των ενεργειακών. Στο πλαίσιο αυτό, θα ήθελα να επισημάνω, διότι άκουσα τον υπουργό των Εξωτερικών της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν αναφέρθηκε αλλά τον άκουσα, να έχει μια ιδιαίτερη δυναμική, που ίσως οφείλεται στην ενέργεια που του δίνει το νέο κοίτασμα στον Γλαύκο. Και θέλω να πω ότι πρόκειται για σαφώς θετικά νέα, και βεβαίως, θα ήθελα να επισημάνω ως θετικό το γεγονός ότι ο υπουργός Εξωτερικών, ο φίλος Νίκος Χριστοδουλίδης, κράτησε χαμηλούς τόνους σήμερα.
Πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια στην Κύπρο χωρίς μεγαλόστομες δηλώσεις. Να συνεχιστεί η προσπάθεια πρώτον προς όφελος της Κυπριακής Δημοκρατίας, αλλά και προς όφελος όλων μας , προς όφελος όλου του κυπριακού λαού, αλλά και προς όφελος όλων μας στην ευρύτερη περιοχή. Και επιτρέψτε μου σε αυτό το σημείο να πω ότι αποτελεί ευθύνη και χρέος όλων μας να αποδεχθούν και να αποδεχτούμε όλοι τη νέα πραγματικότητα που γεννά η συνεργασία στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Μια νέα πραγματικότητα, στην οποία δε χωρούν ούτε λεονταρισμοί, ούτε προκλήσεις, ούτε ανιστόρητες διεκδικήσεις, αλλά μόνο σχέσεις που βασίζονται στον σεβασμό του διεθνούς δικαίου και ανταποκρίνονται στις ανάγκες της εποχής, στις ανάγκες του 21ου αιώνα. Και σε αυτήν την κατεύθυνση θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε και σε σχέση με άλλα σημαντικά ενεργειακά projects στην περιοχή, όπως, για παράδειγμα, ο αγωγός EastMed ή ο αγωγός TAP, ο οποίος κατασκευάζεται ήδη, έχει κατασκευαστεί ένα πολύ μεγάλο μέρος του στη Βόρειο Ελλάδα. Η προσοχή μας όμως, όπως προανέφερα, δεν στρέφεται μονάχα στον νότο, αλλά και προς τον βορρά, εκεί όπου στην πολύπαθη γειτονιά μας, στα Βαλκάνια, αρχίζει να διαγράφεται μια νέα προοπτική ελπιδοφόρα, δημιουργική, ευρωπαϊκή θα έλεγα.
Από την πρώτη στιγμή αναλάβαμε δράση. Να ανοίξουμε τις πόρτες του διαλόγου, να μην αφήσουμε χρόνιες εκκρεμότητες να μας στερήσουν τη δυνατότητα να βρούμε επωφελείς και προωθητικές λύσεις για τους λαούς μας. Γνωρίζετε, βεβαίως, ότι το πιο δύσκολο, το απαιτητικότερο εγχείρημα ήταν η επίλυση του ονοματολογικού με τη Βόρεια Μακεδονία.
Μια υπόθεση που σχεδόν 30 χρόνια πλήγωσε και τις δύο χώρες. Η μεγαλύτερη πληγή που άνοιξε ήταν ότι και στις δύο πλευρές των συνόρων κάποιοι εκμεταλλεύτηκαν τη διαιώνιση του ζητήματος, προκειμένου να χτίσουν πολιτικές καριέρες πάνω στον εθνικισμό, στην πατριδοκαπηλία, στην αλλοίωση και στη στρέβλωση της ιστορίας. Όσοι λίγοι τόλμησαν, με καλή τη πίστει, να εργαστούν για την επίλυση του ζητήματος βρήκαν όριο στο τείχος της παραδοξολογίας και του εθνικισμού που έχτισαν από κοινού κάθε λογής λαοπλάνοι, πατριδοκάπηλοι και δημαγωγοί και στις δύο πλευρές.
Η δική μας κυβέρνηση, η δική μου κυβέρνηση με αυτήν του Ζόραν Ζάεφ βρεθήκαμε ενώπιον μιας ιστορικής ευκαιρίας. Για πρώτη φορά, υπήρξαν οι προϋποθέσεις για λύση, για πρώτη φορά υπήρχαν και στις δύο πλευρές των συνόρων δύο κυβερνήσεις αποφασισμένες να αδράξουν αυτήν την ευκαιρία. Αποφασισμένες να έρθουν πιο κοντά, να συζητήσουν, να διαβουλευτούν, να διαπραγματευτούν σκληρά, αλλά με ειλικρίνεια, με σεβασμό και με προωθητικό πνεύμα. Σεβασμό όχι μόνο του ενός απέναντι στον άλλον, αλλά και απέναντι στην ιστορία που τόσο έχει ταλαιπωρηθεί για τρεις δεκαετίες τώρα. Το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας, ας μου επιτραπεί να πω, η Συμφωνία των Πρεσπών, δεν ήταν μια εύκολη συμφωνία. Ας μου επιτραπεί, όμως, ο χαρακτηρισμός. Ήταν ένα διπλωματικό αριστούργημα. Και ήταν ένα διπλωματικό αριστούργημα διότι ήταν μια συμφωνία αμοιβαία επωφελής, χωρίς όμως κανένας να κερδίζει το εκατό τοις εκατό των επιχειρημάτων του και χωρίς κανένας ταυτόχρονα να αισθάνεται ταπεινωμένος ή ριγμένος. Ίσως αυτό να έχει μεγαλύτερη αξία και σημασία, αν το δει κανείς μέσα από τη σκοπιά των ισορροπιών της δύναμης, της ισχύος και ίσως γι΄ αυτό τα καλά λόγια που ακούσαμε σήμερα από τον φίλο Νικόλα Ντιμιτρόφ ότι μέσα από αυτήν την προσπάθεια, που ξεκίνησε με τον Νίκο Κοτζιά ο ίδιος και ολοκληρώθηκε αργότερα με τον Γιώργο Κατρούγκαλο, η Ελλάδα αποδεχόμενη μια τέτοιου είδους συμφωνία απέδειξε ότι έγινε μεγαλύτερη. Όμως, θα ήθελα να πω ότι αυτό το μοντέλο του σεβασμού του ενός απέναντι στον άλλον και του συμβιβασμού που δεν ρίχνει κανέναν, αλλά είναι αμοιβαία επωφελής, είναι ένα μοντέλο που θα έπρεπε να το δούμε ως ορόσημο όχι μονάχα για την ιστορία των δύο χωρών, αλλά συνολικά για τα Βαλκάνια. Άκουσα, βεβαίως, με μεγάλη προσοχή τον αγαπημένο μου φίλο, τον υπουργό Εξωτερικών της Σερβίας -ευτυχώς που ήταν ήπιος σήμερα, επειδή βρίσκονται και εκπρόσωποι από το State Department. Φανταστείτε να μην ήταν ήπιος. Εγώ πραγματικά κατανοώ τις μεγάλες δυσκολίες και τη διαφορά των δύο ζητημάτων. Όμως, αυτό που θέλω να πω είναι ότι μεγαλύτερη αξία από όλα έχει η διάθεση, η πολιτική βούληση να κοιτάξει κανείς μπροστά, διότι πιστεύω ότι σε τελική ανάλυση αυτό που μένει στην ιστορία από τις Πρέσπες και όχι την Πρέσπα -διότι, εμείς έχουμε δύο λίμνες εκεί. Είναι η μικρή Πρέσπα, που ανήκει στην Ελλάδα εξ ολοκλήρου και είναι η μεγάλη που είναι στο τριεθνές, ανήκει σε τρεις χώρες. Εσείς έχετε μία οπότε λέτε η Συμφωνία της Πρέσπας, αλλά εμείς λέμε η Συμφωνία των Πρεσπών. Έλεγα, λοιπόν, ότι η Συμφωνία των Πρεσπών θα μείνει στην ιστορία γιατί είναι η πρώτη φορά που σε ένα διμερές ζήτημα στα Βαλκάνια υπήρξε πολιτική βούληση να ηττηθεί και από τις δύο πλευρές ο εθνικισμός. Ο εθνικισμός βρέθηκε στο περιθώριο, γιατί η δύναμη της συνεργασίας, η θέληση για διάλογο και για ειρηνική συνύπαρξη, ο σκοπός της σταθερότητας και της συνανάπτυξης έδωσαν τον τόνο.
Σήμερα, η Ελλάδα και η Βόρεια Μακεδονία δεν είναι πλέον οι δύο πλευρές ενός δυσεπίλυτου γρίφου για τη διεθνή κοινότητα. Είναι δύο γείτονες που επενδύουν στη φιλία, τη συνεργασία και την αλληλεγγύη και δίνουν το παράδειγμα όχι μόνο στα Βαλκάνια και την Ευρώπη, αλλά θα έλεγα και σε ολόκληρο τον κόσμο. Θέλω να σας διαβεβαιώσω ότι σε ό,τι αφορά την κυβέρνηση, στην οποία έχω την τιμή να ηγούμαι, είμαστε αποφασισμένοι η Ελλάδα να συνεχίσει να χτίζει πάνω σε όσα πετύχαμε με τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Για τον λόγο αυτόν θέλω να σας αποκαλύψω ότι πολύ σύντομα θα είμαι ο πρώτος Έλληνας Πρωθυπουργός που θα επισκεφθώ επισήμως τα Σκόπια, συνοδευόμενος μάλιστα από επιχειρηματική αποστολή. Και, επιπλέον, θα προχωρήσουμε στην ιδρυτική σύγκληση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Βόρειας Μακεδονίας, με σκοπό να εξετάσουμε τρόπους εμβάθυνσης της συνεργασίας μας σε μια σειρά από τομείς κοινού ενδιαφέροντος, από το εμπόριο, τις οικονομικές συναλλαγές, τον τουρισμό, την ενέργεια, τον πολιτισμό μέχρι τη στρατιωτική και αστυνομική συνεργασία.
Φίλες και φίλοι, η νέα κατάσταση στη διεθνή σκηνή επιτάσσει σε όλους μας και διαφορετικό τρόπο σκέψης, επιτάσσει και νέα καθήκοντα. Οι πολυπαραγοντικές προκλήσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε μας υπερβαίνουν. Υπερβαίνουν κάθε χώρα, ανεξαρτήτως ισχύος ή θέσης στον διεθνή ανταγωνισμό. Είναι προκλήσεις υπαρξιακές, από τα ζητήματα της ασφάλειας, της ειρήνης και της σταθερότητας μέχρι το προσφυγικό, την ενεργειακή επάρκεια, την κλιματική αλλαγή. Οι παράλληλοι μονόλογοι συνιστούν συνταγή αποτυχίας, συνταγή διαιώνισης των προβλημάτων. Όχι μόνο δεν δίνουν διέξοδο, αλλά δημιουργούν τους όρους νέων αδιεξόδων. Η εθνική περιχαράκωση, ο απομονωτισμός, το δίκιο του ενός έναντι όλων, είναι όροι για τη συλλογική οπισθοδρόμηση των σύγχρονων κοινωνιών. Πρέπει, λοιπόν, σήμερα να δούμε το μέλλον με άλλη ματιά. Η πραγματική αρετή σήμερα για κάθε σοβαρή και υπεύθυνη ηγεσία έγκειται στη δυνατότητα και στην ικανότητα της να βρίσκει λύσεις, να βρίσκει απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα της συγκυρίας. Απαντήσεις που είναι δεδομένο ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν σε ένα περιβάλλον ατολμίας, αδράνειας και έλλειψης ισχυρής πολιτικής βούλησης.
Για τον λόγο αυτό, η Ελλάδα και η κυβέρνησή μου επέλεξαν την τόλμη και την αποφασιστικότητα στην εξωτερική πολιτική έναντι της αδράνειας. Και είμαστε απολύτως προσηλωμένοι στον σκοπό να γίνουμε μέρος της λύσης για τα κρίσιμα προβλήματα που μας παρουσιάζονται σε χρόνο ενεστώτα. Με δύο λόγια, να το πω, έχουμε επιλέξει να σταθούμε στη σωστή πλευρά της ιστορίας, ανεξαρτήτως του πολιτικού κόστους και του πολιτικού ρίσκου που μπορεί να έχει αυτή η επιλογή. Και σας διαβεβαιώνω ότι θα συνεχίσουμε αταλάντευτα και αποφασιστικά σε αυτόν τον δρόμο. Εύχομαι και ελπίζω να βάζουμε έτσι ένα μικρό λιθαράκι. Να αποτελούμε ένα παράδειγμα θετικό που σύντομα θα σπεύσουν να ακολουθήσουν και άλλες ηγεσίες και άλλες χώρες, ιδίως στην πολύπαθη περιοχή μας. Διότι, ξέρετε, ο δρόμος της αδράνειας, ο δρόμος της εθνικιστικής ρητορικής, ο δρόμος της απομόνωσης και των συγκρούσεων είναι ο εύκολος δρόμος, ιδίως σε ό,τι αφορά το εσωτερικό, για κάθε πολιτική ηγεσία. Είναι, όμως, ένας δρόμος που οδηγεί, αργά ή γρήγορα, σε αδιέξοδο και τις χώρες και τους λαούς.
Ο δρόμος της ειρήνης και της συνεργασίας είναι ο δύσκολος δρόμος. Είναι ο δρόμος, θα έλεγα όμως, της αληθινής πατριωτικής ευθύνης. Απαιτεί θάρρος, απαιτεί τόλμη, συγκρούσεις, ανάληψη πολιτικού κόστους, αλλά έχει προορισμό. Προορισμό επωφελή για τους λαούς μας. Προορισμό επωφελή, κυρίως, για τις επόμενες γενιές, που αξίζουν σε τελική ανάλυση να ζήσουν σε έναν κόσμο καλύτερο από αυτόν που εμείς παραλάβαμε. Σας ευχαριστώ θερμά.