Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν θέλω στη σημερινή συνεδρίαση, στη σημερινή συζήτηση, να προκαλέσω αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις με την Αξιωματική Αντιπολίτευση, με την Αντιπολίτευση συνολικά.
Όμως, δεν μπορώ, ξεκινώντας και ακούγοντας τον προλαλήσαντα, να μην πω μόνο μια φράση. Από το 1974 έως το 2015 δεν κυβερνούσε ο ΣΥΡΙΖΑ τη χώρα. Το θέμα που συζητάμε σήμερα δεν αφορά κάτι το οποίο συνέβη το πρώτο εξάμηνο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι ο λογαριασμός Βαρουφάκη, είναι ένα μεγάλη ιστορικής σημασίας θέμα για την Ελλάδα, για την Ευρώπη, για τον κόσμο ολόκληρο.
Πάει πολύ σε αυτό το θέμα ειδικά να ακολουθείτε την ίδια τακτική που ακολουθείτε σε όλα τα άλλα ζητήματα. Εκεί που μας χρωστάγανε, μας ζητάνε και το βόδι.
Πάει πολύ, εσείς, που ο Σαμαράς πήγαινε εκεί και έλεγε «ουδείς αναμάρτητος» -και εγώ βρέθηκα στο Βερολίνο ως ο πρώτος Έλληνας Πρωθυπουργός που έθεσε το θέμα εκεί, των αποζημιώσεων- να μας ζητάτε σήμερα και τα ρέστα γι’ αυτό και να μας λέτε «γιατί είπες πρωτίστως ηθικό;». Γιατί αυτή είναι μια σοβαρή γραμμή διεκδίκησης, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι.
Και βεβαίως, δεν θα έχετε διαβάσει ούτε καν τον τίτλο του βιβλίου του Μανώλη Γλέζου, που είναι ο ακάματος αγωνιστής της διεκδίκησης των επανορθώσεων και του κατοχικού δανείου, ο οποίος έβαλε σαν τίτλο «Και ένα μάρκο να ήταν».
Όμως, κύριε Πρόεδρε, δεν θα συνεχίσω σε αυτόν τον τόνο, διότι αντιλαμβάνομαι, εγώ τουλάχιστον, ότι σήμερα δεν έχει κανένα νόημα να αναμετρηθώ και να αντιπαρατεθώ με πτέρυγες του ελληνικού Κοινοβουλίου. Αυτό θα έπρεπε ίσως να το έχουν αντιληφθεί όλες και όλοι όσοι ανέβηκαν σε αυτό το Βήμα.
Αυτό που έχει αξία σήμερα είναι να αναμετρηθούμε με την ιστορία, διότι είναι μια ιστορική συνεδρίαση.
Είναι μια συνεδρίαση φόρος τιμής στα θύματα του ναζισμού και του φασισμού στην Ελλάδα, την Ευρώπη, τον κόσμο.
Είναι μια συνεδρίαση φόρος τιμής στα θύματα του Διστόμου, της Βιάννου, των Καλαβρύτων, της Καισαριανής, αλλά και στα θύματα του Άουσβιτς, του Νταχάου, των κρεματορίων στην Πολωνία, τη Τρεμπλίνκα, του Σομπιμπόρ, του Μπέλζεκ, εκεί όπου έχασαν τις ζωές τους χιλιάδες άνθρωποι.
Είναι μια συνεδρίαση, θα έλεγα, φόρος τιμής στους ήρωες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που πολέμησαν και πέθαναν για να υπερασπιστούν την ελευθερία τους, τη δική τους και των πατρίδων τους, απέναντι στις θηριωδίες των φασιστών και των ναζί.
Θα έλεγα, όμως, ότι είναι και φόρος τιμής σε όλους όσοι πολέμησαν στις εσχατιές του κόσμου, από το Στάλινγκραντ στη Νορμανδία και από τα Υψώματα του Ζέελοβ μέχρι τη Βόρεια Αφρική και τον Ειρηνικό Ωκεανό.
Φόρος τιμής στους αγωνιστές και τις αγωνίστριες της ελληνικής Εθνικής Αντίστασης που δεν δείλιασαν μπροστά στην πολεμική μηχανή της ναζιστικής Γερμανίας, φόρος τιμής στους αγωνιστές του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, και των άλλων αντιστασιακών οργανώσεων που τόλμησαν να σηκώσουν κεφάλι μαζί με εκατομμύρια ανυπότακτους στη Σοβιετική Ένωση, τη Γαλλία, την Ισπανία στη Γιουγκοσλαβία, αλλά και στη Γερμανία και την Ιταλία.
Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι άνθρωποι αντιστάθηκαν κι εκεί, μέσα στην ίδια την κοιλιά του κτήνους, και ίσως σε αυτούς –που ήταν πολλοί και πολλές- να οφείλουμε ακόμη μεγαλύτερο σεβασμό.
Και πιστεύω ότι σήμερα πιο πολύ από ποτέ άλλοτε οφείλουμε όλους αυτούς να τους μνημονεύουμε, να τους θυμόμαστε και να τους τιμάμε, όχι σαν ήρωες του παρελθόντος, αλλά ίσως σαν σύμβολα του μέλλοντος, σήμερα πιο πολύ από ποτέ. Γιατί; Γιατί οι εχθροί της ελευθερίας σηκώνουν ξανά κεφάλι στην Ευρώπη.
Και υπάρχει, δυστυχώς, και μια πτέρυγα μέσα σε αυτό το Κοινοβούλιο που είναι άδεια τώρα, αλλά είχαν το θράσος να ανεβούν σε αυτό το Βήμα και να μιλήσουν. Δεν αναφέρθηκαν ούτε μία στιγμή στην έννοια «ναζί» και «ναζισμός», γιατί είναι οι ίδιοι.
Και αποτελεί ντροπή για την ελληνική ιστορία ότι ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού λαού, παραπλανημένο θεωρώντας τους αντισυστημικούς, τους δίνει τη δυνατότητα να βρίσκονται στην Εθνική Αντιπροσωπεία σήμερα. Και είναι ντροπή και όνειδος για την ιστορία του λαού μας!
Σήμερα, λοιπόν, και στην Ελλάδα, αλλά, δυστυχώς, σε όλη την Ευρώπη η ακροδεξιά, ο εθνικισμός, ο ρατσισμός απειλούν να κυριαρχήσουν, να δηλητηριάσουν και να διχάσουν ξανά.
Απειλούν να γυρίσουν την Ευρώπη πίσω στο σκοτάδι του μίσους και θέτουν σε κίνδυνο τις μεγάλες κατακτήσεις των τελευταίων εβδομήντα και πλέον ετών, την ίδια την ενωμένη Ευρώπη, την ίδια τη Δημοκρατία κι αυτό είναι κάτι το οποίο δεν πρέπει να το επιτρέψουμε.
Και ας είναι αυτό ένα μήνυμα το οποίο θα βγει σήμερα από αυτήν εδώ την Αίθουσα, να το ακούσουν όλοι οι πολίτες εν όψει και της ευρωπαϊκής κάλπης, να αναμετρηθούμε με το συλλογικό μας χρέος, να στείλουμε μήνυμα συμφιλίωσης και ειρήνης όχι μίσους και μήνυμα νίκης της μνήμης ενάντια στη λήθη, μήνυμα επούλωσης των βαθιών πληγών που άφησε στη συλλογική συνείδηση της Ελλάδας και της Ευρώπης ο πόλεμος και η φρίκη.
Για να μπορέσει, όμως, αυτό το μήνυμα να ευδοκιμήσει και για να μπορέσει να ευδοκιμήσει και η προσπάθεια –που θέλω να πιστεύω όλοι μας θέλουμε να έχει αποτελέσματα- χρειάζεται ειλικρίνεια και θάρρος απ’ όλες τις πλευρές, απαιτείται αμοιβαία αναγνώριση που είναι, αν θέλετε, προϋπόθεση της συγχώρεσης. Αλλά αυτή η αμοιβαιότητα δεν μπορεί να είναι συνώνυμη του συμψηφισμού. Δεν μπορούν τα θύματα να εξισώνονται με τους θύτες.
Κι έχω υποχρέωση να το πω αυτό, γιατί κάποιοι προσπάθησαν να το κάνουν. Κάποιοι τόλμησαν να πουν το 2015 ότι δήθεν η Ελλάδα χρησιμοποιεί τις αξιώσεις της από τα εγκλήματα πολέμου της ναζιστικής Γερμανίας, προκειμένου η νεοεκλεγμένη τότε Κυβέρνηση να διαπραγματευτεί το 2015 με όρους καλύτερους το χρέος και τη θέση της στην ενωμένη Ευρώπη και ότι αυτό ήταν το επιχείρημα εκείνες τις μέρες και στον γερμανικό και στον διεθνή Τύπο.
Όμως, αυτή η αποκρουστική ιδέα χαρακτηρίζει αυτούς που τη συνέλαβαν, όχι την Ελλάδα, όχι την ελληνική Κυβέρνηση, όχι την Εθνική Αντιπροσωπεία, όχι όλους όσοι εδώ και χρόνια δίνουν αγώνα για τις διεκδικήσεις αυτές. Γιατί όλοι μας, συλλογικά ο ελληνικός λαός, είμαστε πολύ πιο περήφανοι, έχουμε πολύ πιο υψηλό το αίσθημα της αξιοπρέπειας και της περηφάνιας για να διαπράξουμε κάτι τέτοιο.
Δεν θα μπορούσαμε ποτέ να βάλουμε το απόλυτο κακό του ναζισμού σε καμία ζυγαριά, όχι μόνο γιατί κάτι τέτοιο θα αποδυνάμωνε διαπραγματευτικά τη διεκδίκησή μας, αλλά γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν προσβολή στα ίδια τα θύματα του ναζισμού.
Θα ήταν προσβολή στην ιστορία, θα ήταν προσβολή στη μνήμη, θα ήταν προσβολή στην Αντίσταση, θα ήταν τελικά προσβολή της ιστορικής διαδρομής μας, της συγκρότησης της συλλογικής μας συνείδησης, του ίδιου μας του εαυτού, της ίδιας μας της πατρίδας.
Να, λοιπόν, η απάντηση στο ερώτημα που έθεσαν ορισμένοι εκ των οποίων ανέβηκαν σε αυτό το Βήμα με διάθεση αντιπολιτευτική γιατί σήμερα –πράγματι, το 2016 τελείωσε αυτή η επιτροπή- έρχεται το θέμα αυτό στη συζήτηση.
Διότι σήμερα η χώρα δεν βρίσκεται στα προγράμματα της επιτροπείας, διότι σήμερα η χώρα δεν βρίσκεται σε αυτόν τον σκληρό κλοιό του καταναγκασμού, διότι σήμερα η χώρα δεν έχει να αποδείξει ότι δεν φέρνει το ζήτημα των επανορθώσεων, των αποζημιώσεων, του κατοχικού δανείου, προκειμένου να τα βάλει σε ζυγαριά με το ζήτημα του χρέους της!
Διότι καμία σφαγή, καμία θηριωδία, κανένα έγκλημα, ούτε μία σταγόνα αίμα δεν θα μπορούσε να μπει και δεν πρόκειται ποτέ να μπει στη ζυγαριά με κανένα μνημόνιο, καμία διαπραγμάτευση, καμία πληρωμή τοις μετρητοίς!
Και γι’ αυτό, βεβαίως επιλέξαμε να εισάγουμε την έκθεση στην Ολομέλεια σήμερα. Γιατί, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, είναι αλήθεια ότι οι κακεντρεχείς εκείνη την περίοδο ήσαν πολλοί και ότι οι σχέσεις μας με την Γερμανία, εξαιτίας του ειδικού βάρους και του ειδικού της ρόλου στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη και εξαιτίας του ειδικού της βάρους καθ’ όλη τη μνημονιακή περίοδο, καθ’ όλη την περίοδο αυτή, την οκταετία, ήταν τεταμένες και ιδιαίτερα όταν αναλάβαμε εμείς.
Στη συνείδηση του ελληνικού λαού πολλά απ’ όσα έγιναν αυτή την περίοδο, δικαίως ή αδίκως, χρεώθηκαν στη γερμανική αδιαλλαξία, ενώ ήταν εξίσου πολλοί και στην ίδια τη Γερμανία που είχαν την ίδια άποψη.
Σε κάθε περίπτωση, εγώ θα έλεγα ότι η ηθικολογική στάση κάποιων πολιτικών στη Γερμανία, που θέλησαν να παραστήσουν στον ελληνικό λαό τους ηθικοδιδασκάλους προς συνετισμό του ελληνικού λαού ομιλούσαν εκείνη την περίοδο, δεν βοήθησε ιδιαιτέρως τη διαμόρφωση ενός καλού κλίματος στις ελληνογερμανικές σχέσεις. Αντίθετα, επιβάρυναν το ήδη αρνητικό κλίμα και επέτειναν την καχυποψία.
Όμως, όλα αυτά θα τα εξετάσει ο ιστορικός του μέλλοντος, διότι πιστεύω βαθιά ότι σήμερα βρισκόμαστε σε μια τελείως διαφορετική φάση και γι’ αυτό τον λόγο έχει αξία η σημερινή συζήτηση.
Και γι’ αυτό τον λόγο έχει αξία να έχουμε μια ομόφωνη θέση ως Εθνική Αντιπροσωπεία. Και γι’ αυτό τον λόγο έχει αξία να συζητήσουμε και για τα επόμενα βήματα.
Γιατί έχει αλλάξει, λοιπόν, η στάση; Γιατί έχει αλλάξει το τοπίο ριζικά; Έχει αλλάξει το τοπίο ριζικά διότι πιστεύουμε βαθιά ότι μπορούμε να έχουμε μια ουσιαστική και φυσιολογική σχέση με τη γερμανική κυβέρνηση σήμερα, έξω από τα μνημόνια, ότι μπορούμε να έχουμε ένα πλαίσιο συνεργασίας και διαλόγου.
Νομίζω ότι μ’ αυτήν τη διάθεση πρέπει να ξεκινήσουμε –και όχι να κλείσουμε σήμερα- μια ενδεχομένως μακρά διαδικασία διεκδίκησης, η οποία πρέπει να έχει αρχή, μέση και τέλος, η οποία πρέπει να έχει βήματα, διότι –επαναλαμβάνω- έχουμε ένα θετικό κεκτημένο.
Ανοίγουμε σήμερα τον διάλογο σ’ ένα θέμα όχι απλά ευαίσθητο, αλλά ιστορικά, συναισθηματικά και ηθικά φορτισμένο.
Στην εναρκτήρια συζήτηση για το θέμα αυτό στο Κοινοβούλιο τον Μάρτη του ’15 είχα πει την εξής φράση, ότι εμείς δεν πρόκειται να κάνουμε θεοδικία.
Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα διεκδικήσουμε τις απαράγραπτες αξιώσεις της χώρας μας και τις απαράγραπτες αξιώσεις των πολιτών μας από τα μαρτυρικά χωριά απέναντι στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, πάνω απ’ όλα γιατί αυτή η διεκδίκηση αποτελεί για εμάς ένα –επαναλαμβάνω- χρέος ιστορικό και ηθικό και γιατί θεωρούμε ότι για να μπορέσουμε να οικοδομήσουμε ένα καλύτερο μέλλον, χρειάζεται να κλείσουμε τις ανοικτές υποθέσεις του παρελθόντος. Αυτό πιστεύω βαθιά ότι οφείλει να κατανοήσει και οφείλει να κάνει σήμερα και η Γερμανία.
Από την πλευρά μου θα ήθελα να πω ότι κατανοώ τη στάση της Γερμανίας στην υπόθεση αυτή, μια στάση που έχει καθοριστεί ιστορικά από μια αβάστακτη ενοχή που ακολούθησε ολόκληρες γενιές που δεν έφταιξαν σε τίποτα -είναι αλήθεια- μια ενοχή που κινούνταν στο μεταίχμιο μεταξύ της φραστικής αναγνώρισης και της νομικής παραγνώρισης και απώθησης. Όμως, για να μιλήσω και με ψυχαναλυτικούς όρους, η ανάδυση του απωθημένου είναι η αρχή του τέλους του συμπτώματος.
Σήμερα, λοιπόν, έχουμε καθήκον να δώσουμε την ευκαιρία στους λαούς μας να κλείσουν οριστικά αυτό το κεφάλαιο. Τα λέω αυτά περισσότερο απευθυνόμενος, όπως καταλαβαίνετε, σ’ αυτούς που πιστεύω ότι μας παρακολουθούν σήμερα. Δεν μας παρακολουθούν μόνο Έλληνες πολίτες. Μας παρακολουθεί και η γερμανική κοινή γνώμη.
Δεν πρόκειται, λοιπόν, σ’ αυτήν εδώ τη συζήτηση να υπεισέλθω στα νομικά ζητήματα που εγείρονται, διότι η ελληνική διοίκηση, το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, το Γενικό Λογιστήριο, αλλά και η Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή, έχουν κάνει μια επίπονη νομική και τεχνική δουλειά προσδιορισμού των ελληνικών αξιώσεων και καταγραφής του νομικού πλαισίου εντός του οποίου οφείλουμε ως πολιτεία να κινηθούμε και να ενεργήσουμε, ώστε αυτή η διεκδίκηση να μη μείνει ένα γράμμα κενό.
Βασικός μας στόχος δεν μπορεί να είναι άλλος σ’ αυτήν τη φάση από το να συμφωνήσουμε με τη Γερμανία να προσέλθουμε επιτέλους στο τραπέζι του διαλόγου σαν ισότιμοι εταίροι, σαν φίλοι και σύμμαχοι.
Γνωρίζετε ότι κάτι τέτοιο ήταν μια διαχρονική –για να είμαι δίκαιος- αλλά δυστυχώς μέχρι στιγμής ατελέσφορη επιδίωξη του ελληνικού κράτους, το οποίο βεβαίως ουδέποτε παραιτήθηκε από τις αξιώσεις τόσο τις δικές του όσο και των πολιτών του.
Σήμερα νομίζω, ωστόσο, ότι έχουμε κάνει πλέον τις απαραίτητες ενέργειες και έχουμε δημιουργήσει το έδαφος για να επιδιώξουμε με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα αυτόν τον διάλογο. Είναι ακριβώς σ’ αυτό το πλαίσιο στο οποίο θα κινηθούμε από εδώ και στο εξής. Θα εξηγήσω τι εννοώ.
Πριν εξηγήσω τι εννοώ, να παραδεχθώ ότι όντως το θέμα αυτό έχει ανοίξει επισήμως με ρηματική διακοίνωση από το 1995 από την κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου με Υπουργό Εξωτερικών, αν δεν κάνω λάθος, τον Κάρολο Παπούλια, τον πρώην Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Ήταν σε σωστή βάση. Ωστόσο, απάντηση δεν υπήρξε και δεύτερο βήμα δεν έγινε.
Αναφέρθηκαν ορισμένοι συνάδελφοι απ’ αυτό εδώ το Βήμα για δεύτερη ρηματική διακοίνωση λίγες μέρες πριν από τις εκλογές του 2015. Να συνεννοηθούμε μεταξύ μας, να μην παίζουμε. Η ρηματική διακοίνωση είναι ρηματική διακοίνωση, όχι σχόλιο σε δημοσιεύματα του γερμανικού τύπου. Ρηματική διακοίνωση σημαίνει «ανοίγω ένα θέμα».
Μπορεί να στείλουμε και ένα sms και να πούμε ότι κάναμε ρηματική διακοίνωση, αλλά ρηματική διακοίνωση σημαίνει ότι ανοίγουμε ένα θέμα επισήμως και λέμε «θέλουμε ένα, δύο, τρία, τέσσερα γι’ αυτόν και γι’ αυτόν τον λόγο», όχι κάτω από την προεκλογική πίεση, για να πούμε ότι κάναμε ρηματική διακοίνωση, να στείλουμε ένα χαρτί στο οποίο λέμε «υπήρχαν δημοσιεύματα, τα λάβαμε υπόψη μας, τα θέτουμε υπόψη σας».
Εγώ ευελπιστώ ότι αν θέλουμε να έχουμε αρχή, μέση και τέλος σ’ αυτήν μας την προσπάθεια, πρώτα απ’ όλα οφείλουμε σήμερα να ομονοήσουμε ότι το πόρισμα της Επιτροπής μάς καλύπτει όλους και στη βάση αυτού του πορίσματος θα προχωρήσουμε στη διεκδίκηση με τη διεθνοποίηση του ζητήματος, με ρηματική διακοίνωση η οποία θα βάζει τα θέματα στην ορθή τους βάση, με προσπάθεια να δημιουργήσουμε έρεισμα σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά κυρίως μέσα στην ίδια τη Γερμανία και βεβαίως να έχουμε στο μυαλό μας και τα βήματα που θα ακολουθήσουν σε κάθε εκδοχή.
Αν ναι μεν υπάρξει θετική στάση διαλόγου, είναι το σενάριο στο οποίο θα είμαστε όλοι ευτυχέστεροι. Αν όχι, πάλι πρέπει να έχουμε σχέδιο για την επόμενη μέρα.
Αυτό το οποίο, λοιπόν, ζητώ να συνομολογήσουμε σήμερα είναι η έγκριση αυτού του πορίσματος. Σας ανακοινώνω ότι σ’ αυτό το πλαίσιο αμέσως μετά την –ελπίζω- ομόθυμη έγκριση από την πλευρά του Κοινοβουλίου και την –ελπίζω- ομόθυμη προτροπή του Κοινοβουλίου, η Ελληνική Κυβέρνηση σκοπεύει άμεσα να απευθύνει ρηματική διακοίνωση στην Κυβέρνηση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας.
Θα είναι μια ρηματική διακοίνωση με την οποία θα επαναλαμβάνει τις απαράγραπτες αξιώσεις της που προκύπτουν από τη ναζιστική εισβολή και κατοχή, καθώς και από τα εγκλήματα πολέμου της ναζιστικής Γερμανίας, απαράγραπτες αξιώσεις, οι οποίες, σύμφωνα και με το πόρισμα της Επιτροπής, αφορούν: Πρώτον, στις πολεμικές επανορθώσεις για τις υλικές καταστροφές και τη διάλυση του παραγωγικού ιστού της χώρας.
Δεύτερον, στις αποζημιώσεις για τα θύματα και τους συγγενείς των θυμάτων εγκλημάτων πολέμου στα μαρτυρικά χωριά. Τρίτον, στην αποπληρωμή του κατοχικού δανείου. Τέταρτον, εις ό,τι αφορά την επιστροφή των κλεμμένων αρχαιολογικών θησαυρών και κειμηλίων.
Η ρηματική αυτή διακοίνωση θα εμπεριέχει μέσα αναλυτικά τις διεκδικήσεις μας. Δεν θα αναφέρεται σε δημοσιεύματα.
Θέλω να πιστεύω ότι εκκινώντας αυτήν την προσπάθεια και στην ειλικρινή μας πρόθεση να ξεκινήσουμε έναν ανοικτό και ταυτόχρονα ηθικά και νομικά επιβεβλημένο διάλογο, θα υπάρξουν φωνές –ήδη υπάρχουν φωνές και αυτό ίσως είναι ένα ποιοτικό στοιχείο διαφοράς από το 1995-1996- και μέσα στην ίδια τη γερμανική κοινωνία.
Ήδη υπάρχουν φορείς της γερμανικής κοινωνίας των πολιτών που ανταποκρίνονται και υποστηρίζουν το δίκαιο ελληνικό αίτημα. Μέλη κομμάτων της γερμανικής Αριστεράς, των πρασίνων, των σοσιαλδημοκρατών, άνθρωποι της τέχνης και των γραμμάτων, μέλη κοινωνικών φορέων, ήταν αυτοί που πήραν πρόσφατα την πρωτοβουλία για τη συγκρότηση μιας οργάνωσης με τίτλο «Σεβασμός στην Ελλάδα».
Κινητοποιήθηκαν για να υποστηρίξουν την ανάγκη το γερμανικό κράτος να αναγνωρίσει έμπρακτα το ηθικό και υλικό τους χρέος απέναντι σε μία χώρα και έναν λαό που υπέφερε κάτω από το φρικιαστικό καθεστώς της ναζιστικής κατοχής.
Είναι ακριβώς -θα έλεγα- αυτό το παράδειγμα αυτής της οργάνωσης, αυτής της κίνησης με τίτλο «Σεβασμός για την Ελλάδα» που δείχνει τον δρόμο μέσα από τον οποίο οι δύο λαοί μπορούμε να υπερβούμε το παρελθόν και να δώσουμε ένα παράδειγμα για το μέλλον. Δίνει ένα διεθνιστικό μήνυμα αλληλεγγύης σε μία περίοδο που η Ευρώπη κινδυνεύει να βυθιστεί και πάλι στο σκοτάδι των εθνικών απομονωτισμών της εθνικιστικής αυτάρκειας και του σωβινισμού.
Το παράδειγμα αυτών των πρωτοπόρων –γενναίων θα έλεγα- ανθρώπων ελπίζω να ακολουθήσει και η γερμανική κυβέρνηση, σαν μία έμπρακτη κίνηση αναγνώρισης της ναζιστικής θηριωδίας και των πληγών που άφησαν τα ναζιστικά στρατεύματα στη χώρα μας.
Εμείς θα αναμένουμε με καλή θέληση και με αισθήματα πραγματικής φιλίας την απάντηση της γερμανικής κυβέρνησης.
Όμως, θέλω να κλείσω λέγοντας το εξής: Όποια και να είναι αυτή η απάντηση, αυτήν τη φορά πρέπει όλοι να ομονοήσουμε ότι δεν θα αφήσουμε το θέμα στις καλένδες. Όποια κι αν είναι αυτή η απάντηση, αυτήν τη φορά θα επανέλθουμε και για τα τέσσερα ζητήματα.
Θα επανέλθουμε αξιοποιώντας όσα μέσα μάς δίνει ο ευρωπαϊκός και ο διεθνής νομικός πολιτισμός και αν χρειαστεί, εξισώνοντας και τον δικό μας νομικό πολιτισμό με όσα συμβαίνουν στον ευρωπαϊκό νομικό πολιτισμό. Κατανοείτε, φαντάζομαι, όλοι σας τι ακριβώς εννοώ.