Κλειδί για την ανάπτυξη»
που συνδιοργάνωσε το Παρατηρητήριο Επιχειρηματικότητας και η Δράση
Χαίρομαι που βρίσκομαι σήμερα σε μία ενδιαφέρουσα εκδήλωση η οποία με τον τρόπο της σηματοδοτεί και τη δική μας αντίληψη, όχι για τις επιχειρηματικές αλλά για τις πολιτικές συνεργασίες, καθώς η Δράση έχει επιλέξει εδώ και δύο χρόνια να υποστηρίξει την προσπάθεια που είχε κάνει η Ν.Δ. για μια ποιοτική και ουσιαστική πολιτική διεύρυνση. Επομένως μια συστράτευση διά της απορροφήσεως, αυτό το οποίο έχουμε πετύχει μέσα από τη συνεργασία την οποία έχουμε κάνει.
Με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον μελέτησα την έρευνα την οποία έκανε για λογαριασμό του Παρατηρητηρίου η MARC και ο κ. Γεράκης, από την οποία νομίζω ότι μπορούν να βγουν ορισμένα πολύ χρήσιμα συμπεράσματα. Αλλά αυτή η έρευνα μας δίνει και την ευκαιρία να προβληματιστούμε γύρω από θέματα τα οποία από τη φύση τους είναι αρκετά περίπλοκα. Θα ξεκινήσω προσυπογράφοντας αυτό το οποίο είπανε όλοι οι ομιλητές, αλλά και ο Θόδωρος στην εισαγωγική του τοποθέτηση, πως το ελατήριο της οικονομικής ανάπτυξης δεν λειτουργεί με τρόπο αυτόματο. Δεν είναι καθόλου νομοτελειακό το γεγονός ότι μια οικονομία, η οποία έχει χάσει το 25% του Α.Ε.Π. της τα τελευταία 8 με 9 χρόνια, θα ανακάμψει γιατί θα πετύχει δυναμικούς ρυθμούς ανάπτυξης, μόνο και μόνο επειδή υπέστη ένα πολύ μεγάλο τραύμα. Μια ύφεση, η οποία είναι πρωτοφανής για τα δεδομένα της μεταπολεμικής Ευρώπης -γιατί αυτό συνέβη στην Ελλάδα, να μην έχουμε καμία αυταπάτη.
Για να μπορέσει να εκτιναχθεί το ελατήριο της ανάπτυξης και να πετύχουμε ρυθμούς ανάπτυξης πολύ μεγαλύτερους από τους σημερινούς -δηλαδή, με άλλα λόγια, για να μπορέσουμε να καλύψουμε ένα μέρος της απόστασης που μας χωρίζει πια από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο- πρέπει να υλοποιήσουμε ένα πολύ συγκεκριμένο μείγμα αναπτυξιακών πολιτικών, το οποίο έχω περιγράψει σε πολλές ευκαιρίες. Και είχα την ευκαιρία να μιλήσω αναλυτικά για αυτό στην πρόσφατη ομιλία, την οποία έκανα στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Θα έχουμε μία ευκαιρία -δεν ξέρω πόσες ευκαιρίες θα έχουμε ακόμα- στην οποία θα εισρεύσουν στη χώρα σημαντικά κεφάλαια αναζητώντας καλές αποδόσεις, θα την έχουμε, κατά την εκτίμησή μου, μετά από μια μεγάλη πολιτική αλλαγή. Το ερώτημα είναι με ποιον τρόπο θα την αξιοποιήσουμε και πως θα μπορέσουμε να χρησιμοποιήσουμε αυτό το πρώτο εφαλτήριο εισροής κεφαλαίων για να μπορέσουμε να κάνουμε πραγματικές μεταρρυθμίσεις, που θα αλλάξουν το ίδιο το παραγωγικό μοντέλο της οικονομίας μας. Και αυτή είναι και η μεγάλη πρόκληση για εμάς, καθώς σχεδιάζουμε τη σειρά των μεταρρυθμίσεων τις οποίες πρέπει να υλοποιήσουμε την επόμενη μέρα. Δεν αρκεί μόνο να ξέρουμε τι μεταρρυθμίσεις θα κάνουμε. Έχει μεγάλη σημασία να ξέρουμε και πόσο γρήγορα μπορούμε να τις κάνουμε. Ποιες είναι οι πρώτες μεταρρυθμίσεις οι οποίες είναι οι πιο σημαντικές και ποιες πρέπει να ακολουθήσουν στη συνέχεια.
Θα σταθώ σύντομα σε τρία ζητήματα τα οποία έθιξαν όλοι οι ομιλητές. Πρώτον στα ζητήματα της φορολογίας. Αποτελεί αδιαπραγμάτευτη δέσμευση δική μου, αλλά και της Ν.Δ. ότι η φορολογία θα μειωθεί. Και θα μειωθεί η φορολογία με έναν τρόπο που δεν θα θέσει σε κίνδυνο τους συμφωνημένους μέχρι σήμερα δημοσιονομικούς στόχους της χώρας. Αυτό σημαίνει δηλαδή, ότι η μείωση της φορολογίας θα πρέπει να συνοδεύεται και από έναν περαιτέρω εξορθολογισμό των κρατικών δαπανών. Όταν μιλάμε για μείωση της φορολογίας, έχουμε υπόψιν μας ένα συγκροτημένο σχέδιο παρεμβάσεων στη φορολογία, που δεν περιορίζονται απλά στη μείωση του φορολογικού συντελεστή, παραδείγματος χάριν για τις επιχειρήσεις. Είναι εξαιρετικά θετικό το γεγονός ότι αυτή η μείωση αναγνωρίζεται ως σημαντική για την επιχειρηματική κοινότητα, δεν περιοριζόμαστε όμως μόνο εκεί. Όπως δεν περιοριζόμαστε μόνο και στη δέσμευσή μας να μειώσουμε τη φορολογία για τα μερίσματα, κάτι το οποίο είναι εξαιρετικά σημαντικό για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ενώ η μείωση της φορολογίας εισοδήματος μπορεί να είναι πιο σημαντική για τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις ή τουλάχιστον για τις επιχειρήσεις, οι οποίες δημιουργούν κέρδη. Έχουμε δεσμευτεί και έχω δεσμευτεί προσωπικά, ότι η φορολογική μεταρρύθμιση, την οποία θα προτείνουμε και θα ψηφίσουμε, εφόσον μας εμπιστευτεί ο Ελληνικός λαός, τους πρώτους δύο μήνες της επόμενης διακυβέρνησης, θα είναι μια φορολογική μεταρρύθμιση συνολική, την οποία θα ήθελα να δω να μην αλλάζει τουλάχιστον σε ορίζοντα πενταετίας. Προφανώς θα αποτελεί μια πολιτική δέσμευση, η οποία είναι εξαρτημένη από τις πολιτικές εξελίξεις. Στέλνει όμως και ένα μήνυμα στην επιχειρηματική κοινότητα, για το πόσο σημαντική είναι, ακριβώς, αυτή η φορολογική σταθερότητα και ότι δεν μπορούμε συνέχεια να πειραματιζόμαστε με τους φορολογικούς συντελεστές, ανάλογα με τα δημοσιονομικά αποτελέσματα. Ένα μεγάλο ερώτημα το οποίο εγείρεται πάντα όταν συζητάμε για τη μείωση των φορολογικών συντελεστών, είναι ποια θα είναι η επίπτωσή τους, τελικά, στα έσοδα.
Ξέρουμε πολύ καλά -και τουλάχιστον αυτό ισχυρίζονται πολλοί οικονομολόγοι οι οποίοι έχουν μελετήσει φορολογικές συμπεριφορές- ότι από ένα επίπεδο φορολογίας και πάνω η περαιτέρω αύξηση της φορολογίας δεν οδηγεί κατ’ ανάγκη σε πρόσθετα έσοδα. Οδηγεί συχνά σε μειωμένα έσοδα και σίγουρα έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη. Και νομίζω ότι έχουμε βάσιμους λόγους να πιστεύουμε ότι έχουμε ξεπεράσει αυτό το όριο συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης, που δεν ενισχύει ουσιαστικά τα κρατικά ταμεία. Άρα, η μείωση της φορολογίας σε ένα στατικό μοντέλο, θα μπορούσε να υπολογίσει κανείς ότι θα σήμαινε και μείωση των εσόδων. Η εκτίμησή μου είναι ότι αυτό τελικά δεν θα συμβεί διότι θα υπάρχει ένα πρόσθετο κίνητρο για τη βελτίωση της φορολογικής συμμόρφωσης. Αυτό λέγαμε πριν για τον λόγο ύπαρξης πολλές φορές των μικρών εταιρειών, οι οποίες κινούνται, ενδεχομένως, σε μια γκρίζα ζώνη όπου δεν αισθάνονται ότι έχουν την άνεση ή είναι υποχρεωμένες από τα πράγματα να μην δηλώσουν όλο το εισόδημα, γιατι είναι ο μόνος τρόπος για να μπορέσουν να επιβιώσουν.
Ταυτόχρονα, όμως, σχεδιάζουμε και μια σειρά από φορολογικά κίνητρα, τα οποία είναι εμπροσθοβαρή. Αφορούν νέες επενδύσεις. Π.χ. υπεραποσβέσεις σε παραγωγικές επενδύσεις ή φορολογικά κίνητρα τα οποία θα ενθαρρύνουν συγχωνεύσεις, συνεργασίες ή δυνατότητα εταιριών να χορηγούν μετοχές ή δικαιώματα μετοχών στους εργαζόμενους. Γιατί επιμένω πολύ σε αυτό; Διότι συμφωνώ απόλυτα με αυτό το οποίο είπε ο Μάρκος, ότι οι επιτυχημένες εταιρείες του μέλλοντος, είναι εταιρείες στις οποίες οι εργαζόμενοι είναι ταυτόχρονα και μέτοχοι. Αυτό είναι σίγουρα πιο εύκολο όταν ξεκινάει μια εταιρεία από το μηδέν, ένα start up με επενδυτές, αλλά δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν και ώριμες επιχειρήσεις να χρησιμοποιήσουν τα εργαλεία αυτά για να κάνουν τους εργαζόμενούς τους συμμέτοχους στην κοινή επιχειρηματική προσπάθεια, και έχω κάθε διάθεση να ενθαρρύνω όσο το δυνατόν περισσότερο τέτοιου είδους κινήσεις.
Και βέβαια στέκομαι ιδιαίτερα στη φορολόγηση της εργασίας. Μετά από εκτεταμένες συζητήσεις που έχω κάνει με πολλούς επιχειρηματίες σε ένα μεγάλο δείγμα ελληνικών επιχειρήσεων έχω πειστεί απόλυτα ότι στο πλαίσιο της αναμόρφωσης του ασφαλιστικού συστήματος -έτσι όπως τουλάχιστον το προτείνουμε ως Νέα Δημοκρατία- δεν μπορούμε να αφήσουμε απ’ έξω τη μείωση των εισφορών. Σε πρώτη φάση σχεδιάζουμε μια μείωση των εισφορών στην κύρια σύνταξη, από το 20% στο 15% σε μια τετραετία, σε συνδυασμό με την εισαγωγή κεφαλαιοποιητικών στοιχείων στο ασφαλιστικό μας σύστημα, για τον δεύτερο πυλώνα τουλάχιστον. Η απάντηση είναι, προφανώς και θα είναι αφορολόγητος κουμπαράς,
Σήμερα, ένας νέος εργαζόμενος δεν έχει καμία ουσιαστική κουλτούρα αποταμίευσης. Και δεν έχει καμία κουλτούρα αποταμίευσης, γιατί πολύ απλά δεν πιστεύει ότι θα πάρει καμία σύνταξη. Κατά συνέπεια το κίνητρο να δουλέψει “μαύρα”, είναι ένα κίνητρο το οποίο δεν αφορά μόνο το πρόσθετο εισόδημα το οποίο θα έχει διότι ένα μέλος της αμοιβής του δεν θα φορολογείται. Είναι όμως και ένα κίνητρο διότι δεν θα καταβάλει εισφορές σε ένα σύστημα το οποίο πιστεύει ο ίδιος ότι δεν πρόκειται ποτέ να αφορά τον ίδιο. Κατά συνέπεια η έννοια του ατομικού κουμπαρά για τους νέους εργαζόμενους σκοπεύει ακριβώς στο να αλλάξουμε αυτή την κουλτούρα. Ένας προσωπικός αποταμιευτικός λογαριασμός τον οποίον θα μπορεί να διαχειρίζεται ο ίδιος και να κάνει τις βασικές επενδυτικές επιλογές ο ίδιος. Μπορεί να είναι κρατικός, μπορεί να είναι ιδιωτικός, πάντα όμως υπό την αυστηρή επίβλεψη του Κράτους, εν προκειμένω της Τράπεζας της Ελλάδος, η οποία έχει και την εποπτεία του ασφαλιστικού συστήματος. Αλλά με ιδιοκτησία του κουμπαρά και δυνατότητα ο ίδιος, ο νέος εργαζόμενος να γνωρίζει, ότι από αυτό θα έχει ένα συμπληρωματικό συνταξιοδοτικό απόθεμα, όταν έρθει η ώρα να βγει στη σύνταξή του.
Δεν ανακαλύπτουμε την πυρίτιδα. Θέλω να είμαι τελείως ξεκάθαρος. Όλες οι ευρωπαϊκές χώρες έχουν προσθέσει κεφαλαιοποϊητικά χαρακτηριστικά σε συστήματα τα οποία όπως τον πρώτο πυλώνα, εν πολλοίς παραμένουν αναδιανεμητικά . Κατά συνέπεια το ίδιο πρέπει να γίνει και στη χώρα μας. Και βέβαια ισχύει απολύτως αυτό το οποίο είπε ο Μάρκος, το πόσο δύσκολο είναι σήμερα για επιχειρήσεις να κρατήσουν, ειδικά τους καλούς εργαζόμενους σε ένα περιβάλλον έντονου ανταγωνισμού και γιατί πια η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων υπονομεύεται από το πρόσθετο κόστος για τις επιχειρήσεις, το οποίο κυρίως έχει να κάνει με τη συνεισφορά τους στην ασφάλιση του εργαζόμενου. Είναι ένα πραγματικό πρόβλημα, υπάρχει μεγάλη κινητικότητα εργαζομένων σήμερα, έχουμε εργαζόμενους και ακόμα σήμερα παρά τα προβλήματά μας, το ακαδημαϊκό μας σύστημα παράγει καλούς πτυχιούχους, ειδικά στους τομείς των stem, της τεχνολογίας και της επιστήμης, οι οποίοι ενδεχομένως να ξεκινάνε και με έναν βασικό μισθό ο οποίος να είναι ανταγωνιστικός, αλλά όταν προσθέσουμε πάνω φορολογία και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις, σύντομα παύουμε να είμαστε πια ανταγωνιστικοί και ως προς την εργασία και αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα το οποίο πρέπει να αντιμετωπίσουμε.
Δεύτερη διαφάνεια. Δεν δώσαμε μεγάλη βαρύτητα γιατί από μόνη της είναι ένα ξεχωριστό θέμα, αφορά το ανθρώπινο δυναμικό και τη δυσκολία των επιχειρήσεων να βρουν και να προσλάβουν το στελεχιακό δυναμικό το οποίο χρειάζονται για να υποστηρίξουν την ανάπτυξή τους. Όταν μιλάμε για κεφάλαιο δεν μιλάμε μόνο για το οικονομικό κεφάλαιο, μιλάμε και για το ανθρώπινο κεφάλαιο. Θα είναι μια τεράστια πρόκληση για μένα προσωπικά, αλλά και για τη χώρα, το πως θα εναρμονίσουμε τις ανάγκες της αγοράς εργασίας με την εκπαίδευση συνολικά. Και όταν μιλάμε για εκπαίδευση συνολικά, μιλάμε για το τι διδάσκουμε στα σχολεία μας -οι βασικές δεξιότητες- τι κάνουμε με την επαγγελματική εκπαίδευση, τι κάνουν τα πανεπιστήμια, τι κάνουμε με τη δια βίου εκπαίδευση και σε διαδικασίες γρήγορης πιστοποίησης στις οποίες πια θα πρέπει να επενδύσουμε. Διότι σήμερα πια κανείς δεν μπορεί να θεωρεί ότι εξαντλεί τη γνώση του παίρνοντας ένα πτυχίο πανεπιστημίου. Φυσικά οι ίδιες οι επιχειρήσεις έχουν να παίξουν ένα πάρα πολύ σημαντικό ρόλο. Δεν θα επεκταθώ σε αυτό γιατί από μόνο του είναι ένα τεράστιο κεφάλαιο. Θέλω απλά να γνωρίζετε ότι για εμένα αποτελεί κομβική δέσμευση να αναγάγω αυτό το οποίο λέμε skill gap και το να βρούμε τρόπο να το γεφυρώσουμε όχι μόνο σε εθνική πρόκληση, αλλά να το αναγάγουμε σε πρώτη προτεραιότητα της επόμενης κυβέρνησης της Ν.Δ.
Και έρχομαι τώρα στο τρίτο κεφάλαιο της παρουσίασης το οποίο συζητήθηκε περισσότερο, το μέγεθος, τα κίνητρα για συγχωνεύσεις. Γιατί υπάρχει αυτή η διστακτικότητα στην ελληνική επιχειρηματικότητα για περισσότερες συγχωνεύσεις ή περισσότερες συνεργασίες; Θα μοιραστώ μαζί σας και τις προσωπικές μου εμπειρίες από την εποχή που εργαζόμουν στον ιδιωτικό τομέα, στην χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Οι προκλήσεις που αντιμετώπιζα τότε δεν είναι πολύ διαφορετικές από αυτές που περιγράφονται στην έρευνα σήμερα. Διότι, όταν μια εταιρεία venture capital προσεγγίζει μια επιχείρηση για να τη χρηματοδοτήσει, στην ουσία αυτό που λες στον επιχειρηματία είναι “κάνε με εμένα συμμέτοχο στην επιχείρησή σου, αλλά μείνε με ένα μικρότερο κομμάτι της εταιρείας σου, γιατί τελικά η εταιρεία θα αξίζει περισσότερα και θα σε βοηθήσω να μεγαλώσεις την εταιρεία, αλλά το μικρότερο κομμάτι το οποίο έχεις θα αξίζει τελικά περισσότερα από το μεγαλύτερο κομμάτι μιας μικρής επιχείρησης”. Καλύτερα μικρό κομμάτι μιας μεγάλης επιχείρησης παρά μεγάλο κομμάτι μιας μικρής. Υπάρχει μεγάλη δυσκολία να πειστεί ο έλληνας επιχειρηματίας ότι αυτό είναι μια πραγματικότητα. Είναι ζήτημα κουλτούρας και ζήτημα παραδειγμάτων και σίγουρα είναι και ζήτημα κινήτρων αν και δεν πιστεύω ότι από μόνα τους τα κίνητρα μπορούν να κάνουν όλη την διαφορά.
Υπάρχει ένα βασικό ζήτημα εμπιστοσύνης. Είμαστε μια κοινωνία χαμηλής εμπιστοσύνης και αυτό το πρόβλημα διατρέχει συνολικά, οριζόντια, κάθετα εγκάρσια το πολιτικό σύστημα αλλά και την ίδια την οργάνωση της κοινωνίας μας. Η εμπιστοσύνη δεν χτίζεται εύκολα. Σίγουρα, όμως, το πολιτικό σύστημα θα πρέπει να δώσει βασικά δείγματα αξιοπιστίας για να αρχίσει να χτίζει αυτή τη σχέση εμπιστοσύνης σε πρώτη φάση από πάνω προς τα κάτω δια της δύναμης του παραδείγματος -δεν υπάρχει καλύτερη απόδειξη αξιοπιστίας από το να τηρείς τον λόγο σου, να μην υπόσχεσαι πράγματα τα οποία δεν μπορείς να κάνεις και την επόμενη μέρα να κάνεις αυτά που έχεις πει και αυτό είναι κάτι το οποίο γίνεται συν τω χρόνω. Πρέπει να δοκιμαστείς στην βάσανο της απόδειξης ότι πραγματικά εννοείς αυτά που λες γιατί η κοινωνία θα είναι πάντα καχύποπτη.
Παραταύτα υπάρχουν και σήμερα αρκετά παραδείγματα συνεργασίας. Στον πρωτογενή τομέα έχουμε πια πολλά συνεργατικά σχήματα, διότι εκεί ενδεχομένως οι αγρότες μας να καταλαβαίνουν ότι πραγματικά μόνοι τους δεν μπορούν. Έχουμε κάθε λόγο εμείς, να ενιχύσουμε τέτοια συνεργατικά σχήματα δίνοντας και χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή για τους αγρότες οι οποίοι συνεργάζονται σε σχέση με τους ανθρώπους οι οποίοι εξακολουθούν να δρουν μεμονωμένα. Το λέμε, λοιπόν, ξεκάθαρα: Συνεργαστείτε και θα έχετε χαμηλότερη φορολογία εάν είστε μέλος ενός συνεργατικού σχήματος απ’ ότι θα έχετε εαν είστε μεμονωμένοι αγρότες. Νομίζω αυτό από μόνο του είναι ένα σημαντικό κίνητρο για να σπρώξουμε τουλάχιστον τους αγρότες σε αυτή την κατεύθυνση.
Υπάρχουν εταιρείες οι οποίες μπορούν -εν δυνάμει- να συμπορευθούν και εταιρείες που δεν μπορούν να συμπορευθούν. Ας μην κοροϊδευόμαστε. Η ιστορία την οποία παρουσίασε ο Μάρκος, είναι μια ιστορία η οποία σε αυτή την φάση αφορά ένα μικρό υποσύνολο της ελληνικής επιχειρηματικότητας. Αυτό δεν σημαίνει, όμως, ότι αυτό το υποσύνολο δεν πρεπει να μεγαλώσει. Με βάση αρκετές αναλύσεις που έχουν γίνει, αν καταφέρει η Ελλάδα να δημιουργήσει 5 – 10.000 εταιρείες -αυτό που λέμε high impact υψηλής απόδοσης- αυτές από μόνες τους μπορούν πολλαπλασιαστικά να δημιουργήσουν πολλές περισσότερες θέσεις εργασίας απ’ ότι αν πολλές άλλες εταιρείες μεγάλωναν με λίγο μικρότερους ρυθμούς ανάπτυξης.
Η αλήθεια είναι ότι για να μεγαλώσει μια εταιρεία πρέπει να υπάρχει λόγος για να μεγαλώσει. Πρέπει να έχει προϊόντα να πωλήσει, υπηρεσίες να πωλήσει. Πρέπει να υπάρχει αγορά είτε στην Ελλάδα, είτε στο εξωτερικό. Διότι δεν είναι όλες ελληνικές εταιρείες και σίγουρα δεν είναι όλες εταιρείες οι οποίες συμμετείχαν στο βήμα αυτό σε αυτή τη θέση. Άρα ας εστιάσουμε λίγο παραπάνω στο υποσύνολο των εταιρειών και εμείς πραγματικά μπορούμε να κάνουμε μια πολύ μεγάλη διαφορά. Και αυτές είναι εταιρείες που έχουν κατα κανόνα τα χαρακτηριστικά τα οποία παρουσίασε ο Μάρκος. Είναι εξωστρεφείς, είναι καινοτόμες. Βλέπουν την παγκοσμιοποίηση ως μια ευκαιρία και όχι ως μια απειλή. Κατα κανόνα δεν απευθύνονται μόνο στην ελληνική αγορά, εκτός αν είναι επιχειρήσεις που είναι πραγματικά εστιασμένες σε πραγματικά συγκριτικά μας πλεονεκτήματα όπως είναι ο τουρισμός. Διότι στον τουρισμό έχουμε εξαιρετικές καινοτόμες επιχειρήσεις. Πιστεύουμε στην συνεργασία και είμαι διατεθειμένος να σκεφτούμε έξω από το συνηθισμένο πλαίσιο. Να φανταστούμε πραγματικά τις εταιρείες τους να μεγαλώνουν πολύ γρήγορα, με πολύ γρήγορους ρυθμούς, διότι αυτό χρειάζεται σήμερα. Και βέβαια το να κλείνει ο κύκλος με μια εξαγορά, με μια είσοδο στο χρηματιστήριο, είναι σημαντικό. Και η δύναμη του παραδείγματος είναι σημαντική. Θέλω να χαιρετίσω αυτές τις επιχειρηματικές πρωτοβουλίες οι οποίες έχουν αυτή τη θετική κατάληξη. Ελπίζουμε ότι τα χρήματα και τα κέρδη θα ενώνονται και θα επιστρέφονται στην Ελλάδα μέσα από νέες επιχειρηματικές προσπάθειες. Αλλά και ότι αυτές οι επιχειρηματικές επιτυχίες τελικά θα είναι το παράδειγμα και το έναυσμα για μια καινούργια γενιά επιχειρηματιών, νέων παιδιών, που θα αναλάβουν επιχειρηματικό ρίσκο προσβλέποντας όμως και στην ανάλογη απόδοση.
Δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε -και θα κλείσω με αυτή την παρατήρηση- ότι το επιχειρηματικό κέρδος και η επιχειρηματική δράση είναι κινητήριος μοχλός της ανάπτυξης και της δημιουργίας. Είναι μία κατάκτηση -και εκεί νομίζω ότι έχουμε ωριμάσει ως κοινωνία. Το γεγονός ότι έχουμε απενοχοποιήσει -σε μεγάλο βαθμό ως αποτέλεσμα της κρίσης- την καλή επιχειρηματικότητα, η οποία βάζει υψηλούς στόχους, φροντίζει τους εργαζόμενους, προστατεύει το περιβάλλον και αντιλαμβάνεται την επιχειρηματική δράση ως κάτι περισσότερο από το να παράγει κανείς μόνο κέρδη. Αυτή είναι σήμερα η καλή επιχειρηματικότητα. Δεν είναι η επιχειρηματικότητα του να κάνω κάτι λίγο καλύτερα ή ενδεχομένως να μην το κάνω καν όσο καλά το κάνει ο άλλος, αλλά να διακρίνομαι επειδή μπορεί να έχω μία πολιτική γνωριμία ή επειδή εγώ μπορώ σε χαμηλότερο επίπεδο να κλέβω την εφορία εκεί που ο ανταγωνιστής μου δεν την κλέβει. Αυτή την επιχειρηματικότητα δεν τη θέλουμε. Την άλλη επιχειρηματικότητα θέλουμε, την οποία και θα στηρίξουμε ουσιαστικά και αποτελεσματικά. Και πιστεύω ότι βρισκόμαστε σε ένα στάδιο αυτού του κύκλου που μπορούμε πραγματικά να κάνουμε πράξη ένα όραμα για μία γρήγορη ανάπτυξη η οποία όμως δεν θα στηρίζεται αυτή τη φορά σε πήλινα πόδια, αλλά σε σταθερά θεμέλια. Και τα σταθερά θεμέλια είναι οι εξωστρεφείς, οι ανταγωνιστικές, οι εξαγωγικές Ελληνικές επιχειρήσεις που βρίσκουν τη θέση τους σε μία παγκόσμια αγορά και οικονομία η οποία αλλάζει ταχύτατα.
Αυτές τις επιχειρήσεις οι οποίες θα είναι στην πρώτη γραμμή της ανάπτυξης -έτσι όπως την φανταζόμαστε εμείς τουλάχιστον- θα πρέπει να τις χαιρετίσουμε, να τις αναγνωρίσουμε και φυσικά να τις στηρίξουμε έμπρακτα. Μερικές φορές η έμπρακτη στήριξη δεν είναι κατ’ ανάγκη ένα σχέδιο μεγάλων δραστικών κρατικών παρεμβάσεων σε όλους τους τομείς της οικονομίας. Πολύ συχνά είναι ένα σχέδιο ελευθερίας, αφαίρεσης διοικητικών αρμοδιοτήτων, μικρών παρεμβάσεων. Κατ’ αρχάς είναι θέσεις που καταγράφονται ήδη σε αυτόν εδώ τον πολύ ουσιαστικό και χρήσιμο διαδικτυακό τόπο οι οποίες μπορεί απλά να μην υπέπεσαν ποτέ στην προσοχή κανενός, οι οποίες όμως μπορεί για κάποιον Υπουργό να είναι υπόθεση μισής ώρας. Μία Υπουργική απόφαση μπορεί να θέλει τροποποίηση, αλλά μπορεί να κάνει μεγάλη διαφορά σε ένα ολόκληρο κλάδο, αφαιρώντας ένα μικρό διοικητικό εμπόδιο το οποίο όμως δημιουργεί μεγάλα προβλήματα. Είναι με άλλα λόγια, δουλειά που επιβραβεύει τη συστηματικότητα και επιβραβεύει κυρίως αυτούς οι οποίοι θα ξέρουν να ακούν.
Γιατί ένα πράγμα είναι να μιλάμε και ξαφνικά -όψιμα- να ανακαλύπτουμε την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις και είναι άλλο να είναι κανείς ζυμωμένος βιωματικά στο τι χρειάζεται σήμερα η ελληνική οικονομία για να ανακάμψει. Και νομίζω ότι αυτή είναι και η μεγάλη διαφορά μεταξύ των εύκολων λόγων και των δύσκολων πράξεων.