Η Διάσκεψη Κορυφής της Θεσσαλονίκης πραγματοποιείται φέτος για τέταρτη συνεχή χρονιά. Είναι επομένως ασφαλές να πούμε ότι έχει εξελιχθεί πλέον σε ένα από τα σημαντικότερα φόρουμ συζήτησης. Συζήτησης όχι μόνο των οικονομικών, αλλά και των ευρύτερων γεωστρατηγικών και πολιτικών εξελίξεων στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.
Η φετινή διάσκεψη, μάλιστα, αποκτά πρόσθετη σημασία, καθώς τόσο η Ελλάδα όσο και οι υπόλοιπες χώρες της περιοχής βρίσκονται αντιμέτωπες με νέες προκλήσεις και καλούνται να αναζητήσουν αποτελεσματικούς τρόπους συνεργασίας σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο τοπίο. Έτσι ώστε να επιτύχουμε τους σημαντικούς αναπτυξιακούς και κοινωνικούς στόχους κάθε μίας από τις χώρες μας και να εδραιώσουμε την περιφερειακή σταθερότητα.
Το τοπίο αυτό επηρεάζεται και από τις αντίρροπες δυνάμεις που βρίσκονται σε κίνηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχοντας από τη μια πλευρά το ενδεχόμενο της μείωσης του αριθμού των μελών της λόγω του Brexit και από την άλλη την προοπτική νέας διεύρυνσης της Ένωσης μέσω της ενσωμάτωσης στους κόλπους της χωρών των Δυτικών Βαλκανίων.
Κυρίες και κύριοι,
Η φετινή Διάσκεψη Κορυφής της Θεσσαλονίκης συμπίπτει με την 30ή επέτειο από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Πέραν όλων των άλλων, το κοσμοϊστορικό αυτό γεγονός σηματοδότησε τη ραγδαία ενίσχυση του ρόλου της Ελλάδας στα Βαλκάνια και τη Νοτιοανατολική Ευρώπη. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και το τέλος του Ψυχρού Πολέμου συνέβαλαν στο άνοιγμα των «κλειστών» αγορών της Ανατολικής Ευρώπης, γεγονός από το οποίο η Ελλάδα επωφελήθηκε, αξιοποιώντας μια σειρά από συγκριτικά πλεονεκτήματα:
1ον. Ως μια λειτουργική και σταθερή δημοκρατία, και
2ον. Ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ, με την ισχυρότερη οικονομία στην περιοχή.
Τότε η Ελλάδα είχε Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν περίπου όσο είχαν όλες οι άλλες χώρες της Βαλκανικής μαζί, όπως ήδη τόνισε ο κ. Τσομώκος.
Στις δεκαετίες που ακολούθησαν, η Ελλάδα προχώρησε σε επενδύσεις στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης που υπολογίζεται ότι ξεπέρασαν τα 17 δισεκατομμύρια ευρώ σωρευτικά. Μεγάλοι επιχειρηματικοί και τραπεζικοί όμιλοι, αλλά και χιλιάδες μικρότερες επιχειρήσεις δραστηριοποιήθηκαν στους τομείς του εμπορίου, της μεταποίησης, του τουρισμού και της αγοράς ακινήτων, αλλά και στον ενεργειακό, κατασκευαστικό, τηλεπικοινωνιακό και χρηματοπιστωτικό τομέα.
Οι επενδύσεις είχαν ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν εκατοντάδες χιλιάδες νέες θέσεις εργασίας, αλλά και να αναδειχθεί η Ελλάδα σε έναν από τους κορυφαίους εμπορικούς και επενδυτικούς εταίρους αυτών των χωρών. Η δραστηριοποίηση μεγάλων κρατικών και ιδιωτικών ελληνικών επιχειρήσεων, σε συνδυασμό με τη μετρήσιμη συνεισφορά της Ελλάδας στην οικονομική ανασυγκρότηση των Βαλκανίων, συνέβαλαν καθοριστικά στην ενίσχυση του γεωπολιτικού και γεωοικονομικού ρόλου της χώρας μας στην ευρύτερη περιοχή.
Και ύστερα, ήρθε η κρίση. Τα διπλωματικά, πολιτικά και οικονομικά οφέλη από την ενεργό παρουσία της Ελλάδας στα Βαλκάνια δεν θα μπορούσαν, φυσικά, να μείνουν ανεπηρέαστα από τις δυσμενείς εξελίξεις στο εσωτερικό της χώρας. Το ίδιο ίσχυσε και για αρκετές ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες -με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα τις τράπεζες- υποχρεώθηκαν είτε να αναθεωρήσουν άρδην τη συνολική στρατηγική και τους στόχους τους, είτε να συρρικνώσουν την παρουσία τους, ή και να αποχωρήσουν ακόμη από τα Βαλκάνια.
Όμως, η Ελλάδα, παρά τους κλυδωνισμούς που προκάλεσε η πολυετής κρίση, άντεξε. Και σήμερα ανακτά το χαμένο έδαφος, κάνοντας τα βήματα που απαιτούνται για την «ολική επαναφορά» της στα Βαλκάνια. Και είναι ξεκάθαρο ότι, στο πλαίσιο της συνολικής πολιτικής και οικονομικής αναγέννησης της χώρας, που έχει ήδη δρομολογηθεί από την Κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, η επιστροφή της Ελλάδας στα Βαλκάνια αποτελεί προτεραιότητα. Και αυτό γιατί δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Νοτιοανατολική Ευρώπη παραμένει χώρος ζωτικής σημασίας για την Ελλάδα, τόσο από οικονομική όσο και από γεωπολιτική άποψη.
Η Ελλάδα ανακτά σταδιακά, σταθερά, το διπλωματικό, πολιτικό και οικονομικό εκτόπισμα και αρχίζει να στέκεται στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση, περισσότερο κύρος και ρεαλιστική αισιοδοξία.
Πως το πετυχαίνουμε αυτό;
Πρώτον, με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης. Έχουμε ήδη χειροπιαστά αποτελέσματα ότι η αξιοπιστία της χώρας αποκαθίσταται. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν:
- η ραγδαία μείωση των επιτοκίων δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου,
- η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας και μεγάλων επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων των τραπεζών, και
- η προσέλκυση μεγάλων διεθνών επενδυτών, σε εμβληματικά έργα, από το Ελληνικό και τον Πειραιά, μέχρι τις Σκουριές στη Χαλκιδική.
Δεύτερον, με την αναβάθμιση του διεθνούς ρόλου της Ελλάδας. Δείγματα γραφής έχουμε ήδη και εδώ:
- η πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού να επανασυστήσει την Ελλάδα στον κόσμο, σε όλες τις διμερείς και πολυμερείς συναντήσεις του, στις Ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, στη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. και, ως τιμώμενη χώρα, στην EXPO 2019 στη Σαγκάη.
- Η υπογραφή σημαντικών διμερών συμφωνιών για την προσέλκυση επενδύσεων και τη διευκόλυνση του εμπορίου, όπως η υπογραφή πριν λίγες μέρες στην Αθήνα 16 συμφωνιών και Μνημονίων Κατανόησης με την Κίνα.
Τρίτον, με την ανάληψη διπλωματικών πρωτοβουλιών σε σημαντικά θέματα, όπως:
- η πρωτοβουλία διεθνοποίησης του μεταναστευτικού-προσφυγικού ζητήματος με αποκορύφωμα τα Συμπεράσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου της 17-18ης Οκτωβρίου, και
- η τριμερής Σύνοδος Αιγύπτου, Ελλάδας και Κύπρου με έμφαση στην ενεργειακή συνεργασία και την ενίσχυση της ενεργειακής ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο.
Σε αυτή την προσπάθεια αναβάθμισης του ρόλου της Ελλάδας στην Νοτιοανατολική Ευρώπη, είναι βέβαιο ότι η Θεσσαλονίκη μπορεί να προσφέρει πολλά, ενισχύοντας ακόμη περισσότερο τον ρόλο της ως μητροπολιτικό και οικονομικό κέντρο των Βαλκανίων. Ένα ρόλο που τόσο επιτυχημένα παρουσίασε ο κ. Δήμαρχος προ ολίγου. Ιδίως μάλιστα, που με αφετηρία τη Σύνοδο Κορυφής της Θεσσαλονίκης το 2003, η περιοχή των Βαλκανίων έχει ακολουθήσει το δρόμο σοβαρών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ενίσχυσης των δημοκρατικών θεσμών και οικονομικής ανάπτυξης.
Πολλά όμως μένει ακόμη να γίνουν σε όλες τις χώρες της περιοχής. Το κατά κεφαλήν Α.Ε.Π. σε πολλές από αυτές παραμένει σχετικά χαμηλό για τα ευρωπαϊκά standards, η ποιότητα των θεσμών έχει μεγάλα περιθώρια βελτίωσης και το στοίχημα της εξωστρέφειας έχει ακόμη πολύ δρόμο για να κερδηθεί. Για αυτό, η σημερινή Σύνοδος, αποτελεί ένα σημαντικό forum συνεργασίας για την επιτάχυνση των παραπάνω αναγκαίων αλλαγών που θα οδηγήσουν σε υψηλότερο επίπεδο ευημερίας όλη την περιοχή. Και τελικά σε μια καλύτερη ζωή για τους λαούς μας.
Κυρίες και κύριοι,
στην ταραγμένη περιοχή των Βαλκανίων, μια περιοχή που, σύμφωνα με τη γνωστή ρήση, παράγει «περισσότερη Ιστορία από όση μπορεί να καταναλώσει», η Ελλάδα υπήρξε ανέκαθεν -και παραμένει- μια δύναμη ειρήνης, δημοκρατίας και σταθερότητας. Γι’ αυτό, όπως δήλωσε πρόσφατα και ο Πρωθυπουργός, είμαστε υπέρ της ευρωπαϊκής προοπτικής των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων. Όχι μόνο επειδή είμαστε πεπεισμένοι ότι έτσι θα ενισχυθεί η σταθερότητα στην περιοχή, αλλά και επειδή η προοπτική αυτή αποτελεί έναν δημοκρατικό μοχλό πίεσης για τον εκσυγχρονισμό των γειτονικών μας χωρών, την περαιτέρω ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών, αλλά και την επίλυση των προβλημάτων που υπάρχουν στις διμερείς μας σχέσεις.
Η Ελλάδα θα πρωτοστατήσει στην ανάπτυξη και την ευημερία της περιοχής. Παράλληλα, όμως, παραμένει σταθερή στην πάγια εθνική μας θέση: Ότι αναγκαία προϋπόθεση για την ανάπτυξη και την ευημερία είναι ο απόλυτος και πλήρης σεβασμός του Διεθνούς Δικαίου και των Διεθνών Συνθηκών. Και βέβαια, η αποφυγή ενεργειών που διαταράσσουν τις σχέσεις καλής γειτονίας και θέτουν σε κίνδυνο την κοινή μας πορεία στον 21ο αιώνα.
Με τις σκέψεις αυτές, θα ήθελα να χαιρετίσω την έναρξη της 4ης Συνόδου της Θεσσαλονίκης. Εύχομαι κάθε επιτυχία στις εργασίες σας, οι οποίες εμπλουτίζουν τον δημόσιο διάλογο για όλα τα σημαντικά ζητήματα που απασχολούν σήμερα τα Βαλκάνια, την Ευρώπη και τον κόσμο.
Σας ευχαριστώ πολύ για την προσοχή σας.