Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, σε δέκα ημέρες από σήμερα συμπληρώνονται τέσσερα χρόνια από την 25η του Γενάρη του 2015, από μια ημέρα που ο τόπος έζησε μια μεγάλη πολιτική αλλαγή, μια μεγάλη πολιτική ανατροπή. Πρόκειται για μια μεγάλη πολιτική ανατροπή που δεν ήρθε ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά ήταν αποτέλεσμα της μεγαλύτερης οικονομικής κρίσης που βίωσε η πατρίδα μας τα τελευταία χρόνια, δεν θα έλεγα από τη Μεταπολίτευση και μετά, αλλά θα τολμούσα να πω της μεγαλύτερης κρίσης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τουλάχιστον.
Κυρίως, όμως, αυτή η μεγάλη πολιτική ανατροπή ήταν και το αποτέλεσμα της διαχείρισης της κρίσης από τις κυβερνήσεις των τελευταίων ετών και των πολιτικών επιλογών και πρακτικών πολλών χρόνων μέχρι την κρίση, που είχαν σαν αποτέλεσμα να οδηγηθεί η χώρα στην οικονομική χρεοκοπία. Αναφέρομαι στο πελατειακό σύστημα, στη γενικευμένη φοροδιαφυγή, τη γενικευμένη διαφθορά, την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα, τη διαπλοκή οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, τη διαρκή διεύρυνση των ανισοτήτων, την απαξίωση των δημοκρατικών θεσμών, τη θεσμική παρακμή. Είναι στοιχεία τα οποία μας οδήγησαν σ’ αυτήν την κρίση, τη μεγάλης διάρκειας κρίση, της οποίας πλήρωσε ο ελληνικός λαός πάρα πολύ σκληρά το τίμημα.
Τον Γενάρη του 2015, λοιπόν, ο ελληνικός λαός έκανε μια ιστορική επιλογή, να εμπιστευθεί σε πολιτικά κόμματα που δεν είχαν κυβερνήσει να οδηγήσουν την χώρα στην έξοδο από την κρίση και τα μνημόνια, να μπει ένα τέλος σε μια πολιτική πολύ σκληρής και άδικης λιτότητας, να ανασυγκροτηθεί η ελληνική οικονομία σε νέες στέρεες βάσεις και να μπει σε πρώτο πλάνο και σε πρώτη προτεραιότητα αυτό που ονομάζουμε «ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας», «ανάγκες των κοινωνικά αδύναμων», των εργαζομένων, όλων αυτών που έμειναν απολύτως απροστάτευτοι μπροστά στην κρίση.
Από τότε, βέβαια, μεσολάβησαν πολλά, κύλισε πολύ νερό στο αυλάκι. Είχαμε τη δύσκολη και επίπονη διαπραγμάτευση το 2015, τον δύσκολο συμβιβασμό εκείνου του καλοκαιριού, όταν αναγκαστήκαμε να κάνουμε ένα βήμα πίσω για να έχουμε σήμερα πόδια να περπατάμε και να κάνουμε αρκετά βήματα μπροστά.
Οι εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015, όταν απευθυνθήκαμε στον ελληνικό λαό ζητώντας την εντολή να συνεχίσουμε με τη Συμφωνία, τη δύσκολη Συμφωνία, τη γνωστή σε όλους, ήταν η πιο κομβική στιγμή αυτής της διαδρομής.
Ήταν μια επιλογή πολιτικής ευθύνης, θάρρους και Δημοκρατίας, που καμιά από τις προηγούμενες πολιτικές ηγεσίες μέσα στην κρίση -από το 2010 έως το 2015- δεν είχε την τόλμη και το σθένος να αναλάβει. Όλες οι προηγούμενες πολιτικές ηγεσίες πήγαιναν στον Ελληνικό λαό πριν και μετά τις συμφωνίες ακολουθούσαν άλλη πολιτική.
Μετά ακολούθησε ένα πολύ δύσκολο διάστημα, τρία χρόνια εξαντλητικών διαπραγματεύσεων και τεσσάρων δύσκολων αξιολογήσεων, για να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα.
Ταυτόχρονα, βρεθήκαμε μπροστά σε μια ακόμα δύσκολη κρίση, όχι μόνο για τη χώρα, αλλά για ολόκληρη την περιοχή, στην προσφυγική κρίση, που έλαχε σε εμάς να διαχειριστούμε, σε μια χώρα που έβγαινε από τα συντρίμμια των δύο πρώτων μνημονίων, μιας εξαιρετικά δύσκολης και σκληρής οικονομικής πολιτικής. Ήταν μια τριετία σκληρών πολιτικών αγώνων και δύσκολων αποφάσεων.
Σήμερα, μετά από όλα αυτά, μετά από τις δυσκολίες και τα λάθη που μπορεί να έγιναν, δεν υπάρχει πια καμία αμφιβολία και στον τελευταίο Έλληνα και στην τελευταία Ελληνίδα, αλλά και σε όλους όσους παρακολουθούν τις εξελίξεις στη χώρα μας, τη διεθνή κοινότητα, την ευρωπαϊκή κοινότητα, ότι σήμερα η Ελλάδα είναι μια διαφορετική χώρα από την Ελλάδα που παραλάβαμε τον Γενάρη του 2015.
Η αυγή του 2019 είναι η αυγή μιας καινούργιας εποχής για τη χώρα μας, γιατί τον Αύγουστο του 2018, παρά τις συνεχείς καταστροφολογικές προβλέψεις, τις Κασσάνδρες, καταφέραμε να πετύχουμε αυτό που φάνταζε σχεδόν αδύνατο λίγα χρόνια πριν, την καθαρή έξοδο της χώρας από τα οικονομικά προγράμματα, την καθαρή έξοδο από τα μνημόνια. Και όχι μόνο αυτό. Ταυτόχρονα καταφέραμε να ρυθμίσουμε το ελληνικό δημόσιο χρέος, καθιστώντας το για πρώτη φορά, μετά από μια δεκαετία σχεδόν, βιώσιμο, κάτι που οι προηγούμενες κυβερνήσεις ποτέ δεν πέτυχαν και ούτε είχαν την ελπίδα να το πετύχουν, καθώς αυτοί οι οποίοι θεωρούντο επαγγελματίες της πολιτικής -εμείς ερασιτέχνες- τέτοιες μέρες πριν από πέντε χρόνια ζητούσαν ακόμα πιστοποιητικά βιωσιμότητας. Και ήρθαμε εμείς, που δεν ξέραμε να κυβερνάμε, που δεν ξέραμε τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, που δεν γνωρίζαμε πώς να διαπραγματευτούμε, αλλά καταφέραμε -και αυτό είναι κοινή διαπίστωση σε όλη την Ευρώπη σήμερα- τους καλύτερους δυνατούς όρους για την ελληνική οικονομία και την ελληνική κοινωνία.
Σήμερα, έχουμε εξασφαλίσει πλήρως τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας μέχρι το 2020, με το μαξιλάρι ρευστότητας του ESM, αλλά και να επαναφέρουμε το επίπεδο των επιτοκίων δανεισμού στα προ κρίσης επίπεδα.
Το σημαντικότερο, όμως, που πολλοί δεν στέκονται σε αυτό, -εγώ στέκομαι διαρκώς σε αυτό- είναι ότι όλα αυτά τα πετύχαμε με το λιγότερο δυνατό κόστος απέναντι στην κοινωνία και στους πιο ευάλωτους, όλα αυτά τα πετύχαμε κρατώντας την κοινωνία όρθια. Γιατί ξέρετε πάρα πολύ καλά ότι το δικό μας μέλημα δεν ήταν μόνο να βγούμε από τα προγράμματα, αλλά να θέσουμε την κοινωνική πλειοψηφία, που επλήγη από τα προγράμματα αυτά, στο επίκεντρο της προσοχή μας. Και αυτό κάναμε όλο αυτό το διάστημα, παρά τις δυσκολίες.
Το πρώτο εξάμηνο είχαμε τις διευκολύνσεις των εκατό δόσεων, τα προγράμματα για την ανθρωπιστική κρίση, την προστασία της κατοικίας, το Κοινωνικό Εισόδημα Αλληλεγγύης, αργότερα, με την επαναρρύθμιση της αγοράς εργασίας, την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, το χτύπημα της μαύρης και αδήλωτης εργασίας, την αποκατάσταση των απολυμένων του δεύτερου μνημονίου, τη στήριξη του Εθνικού Συστήματος Υγείας με προσλήψεις γιατρών και νοσηλευτικού προσωπικού και ενίσχυση των υποδομών, τη θεσμοθέτηση της καθολικής πρόσβασης των ανασφάλιστων στα δημόσια νοσοκομεία.
Επίσης, έγινε η ρύθμιση του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου για πρώτη φορά μετά από τριάντα χρόνια ασυδοσίας, αλλά υπάρχει και διαρκή προσπάθεια, ακόμα και από το υστέρημα, το περίσσευμα του δημόσιου προϋπολογισμού, κάθε φορά να στηρίζονται οι πιο αδύναμοι με κοινωνικά κριτήρια. Έχουμε τα κοινωνικά μερίσματα για τρία συνεχόμενα χρόνια που ξεπερνούν τα 2,5 δισεκατομμύρια ευρώ, που στήριξαν αυτούς που πραγματικά έχουν ανάγκη, αλλά και πρόσφατα με την επιστροφή των αναδρομικών σε επαγγελματίες, γιατρούς, πανεπιστημιακούς, ένστολους, δικαστικούς, σε όσους αδίκως είχαν στερηθεί.
Ακόμα, έχουμε ενίσχυση της εκπαίδευσης και της έρευνας, αλλά και καθημερινός αγώνας για την ενίσχυση της αξιοπιστίας της πολιτικής και των θεσμών, -να μη μιλήσω μόνο για την ενίσχυση των κοινωνικά αδύναμων, γιατί νομίζω ότι η κρίση δεν ήταν μόνο οικονομική, αλλά και κρίση θεσμών που βίωσε ο τόπος μας- καθώς και προσπάθεια να ανοίξει ο δρόμος για την καταπολέμηση της διαφθοράς, της διαπλοκής, να ανοίξει ο δρόμος για την αποκατάσταση της δικαιοσύνης.
Θα μπορούσα να πολλαπλασιάσω τα πεπραγμένα αυτής της Κυβέρνησης, αλλά θα σταθώ μόνο στο να πω ότι κάθε στιγμή -και μέσα από πολύ μεγάλες δυσκολίες- κινηθήκαμε με έναν και μοναδικό στόχο, με έναν και μοναδικό γνώμονα: Να κρατήσουμε την κοινωνία όρθια, να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη των πολιτών στη δυνατότητα της πολιτικής να επιλύει προβλήματα με γνώμονα τα συμφέροντα των πολλών, για να μην είναι η έξοδος από τα μνημόνια μια κενή ημερομηνία, αλλά το σάλπισμα για την οικοδόμηση μιας νέας αρχής για τη χώρα.
Πιστεύω ότι πράγματι αυτό ήταν και αυτό μπορεί να είναι, γιατί λίγες μέρες πριν, σε τούτη εδώ την Αίθουσα, ψηφίστηκε –πανηγυρικά, θα έλεγα- με 154 Βουλευτές, ο πρώτος, μετά από οκτώ ολόκληρα χρόνια, μεταμνημονιακός προϋπολογισμός. Ήταν ο πρώτος προϋπολογισμός που δεν υπαγορεύτηκε από δανειστές, αλλά από τις ανάγκες της ελληνικής κοινωνίας έτσι όπως τις αντιλαμβάνεται η εκλεγμένη, από τον Ελληνικό λαό, Κυβέρνηση του τόπου. Ήταν ένας προϋπολογισμός που, μετά από μια δεκαετία συρρίκνωσης και περικοπών, προχώρησε για πρώτη φορά σε δημοσιονομική επέκταση, με περαιτέρω μέτρα για την ενίσχυση της κοινωνικής πλειοψηφίας, τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για ελεύθερους επαγγελματίες, τη μείωση του ΕΝΦΙΑ έως 30% για τις μικρές περιουσίες, την πρόβλεψη για 7.000 περισσότερες θέσεις εργασίας σε κρίσιμους τομείς του δημόσιου τομέα, όπως η Ειδική Αγωγή, το Πρόγραμμα «Βοήθεια στο σπίτι», την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος για τους συνεταιρισμένους αγρότες, την πρόβλεψη, για πρώτη φορά, στεγαστικού επιδόματος για εκατοντάδες χιλιάδες δικαιούχους και, φυσικά, την κατάργηση της αχρείαστης περικοπής των συντάξεων για το 2019 και προέβλεψε, για πρώτη φορά, αυξήσεις για τις συντάξεις και όχι μειώσεις.
Εάν δεν έχετε αντίρρηση να σας πω, λοιπόν, ότι αυτή τη μεγάλη επιτυχία της Κυβέρνησης, την κατάργηση αυτής της περικοπής των συντάξεων, την πετύχαμε παρότι απέναντί μας είχαμε την εμμονική στάση ενός μέρους των δανειστών μας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και φυσικά τη δική σας θλιβερή στάση, κύριοι της Νέας Δημοκρατίας.
Ήταν μια στάση που θα μείνει στην ιστορία ως μνημείο πολιτικού αριβισμού, αλλά και αναξιοπρέπειας, μιας και αναφερθήκατε: Από τα παρακάλια στο Βερολίνο για να κρατήσει σκληρή στάση η Καγκελάριος Μέρκελ, μέχρι τις υποδείξεις εδώ στον Επίτροπο Μοσκοβισί, ότι δεν μπορεί να κρατάει μια τόσο φιλική στάση στην ελληνική Κυβέρνηση.
Κλείνω, όμως, την παρένθεση και επιστρέφω στο βασικό ειρμό της σκέψης μου.
Η Ελλάδα του 2019 -αυτό είναι το βασικό μήνυμα και εκεί επιστρέφω, το είπα και πριν ότι αυτό είναι το βασικό μήνυμα- είναι μια τελείως διαφορετική χώρα. Η Ελλάδα το Γενάρη του 2019 είναι μια τελείως διαφορετική χώρα από την Ελλάδα του Γενάρη του 2015, από τη σκιά του εαυτού της που παραλάβαμε το 2015, μετά από μια καταστροφική πενταετία.
Είναι μια χώρα που σταθεροποιημένη, με αναβαθμισμένο ρόλο στη διεθνή κοινότητα και την ευρύτερη περιοχή μας, μπορεί να κοιτάει το μέλλον με περισσότερη αισιοδοξία. Είναι μια χώρα, η οποία αφήνει πίσω της οριστικά την κοινωνική ερήμωση της καταστροφικής πενταετίας από το 2010 έως το Γενάρη του 2015 και που βαδίζει -με δυσκολίες, βεβαίως, αλλά με αξιοπρέπεια και με τις δικές της δυνάμεις- στο δρόμο της κοινωνικής αλληλεγγύης για την επούλωση των μεγάλων πληγών και για τη διεύρυνση της δικαιοσύνης, της ισότητας και για την προοπτική την αναπτυξιακή, την προοπτική της κοινωνικής προκοπής.
Αυτός ο δρόμος δεν ήταν εύκολος δρόμος και ούτε από δω και στο εξής θα είναι περίπατος. Όμως, έχουμε κάνει ήδη τα πρώτα βήματα μαζί με την ελληνική κοινωνία, μαζί με τον ελληνικό λαό, που πλήρωσε αυτός δυσανάλογα κακές πολιτικές επιλογές του παρελθόντος. Και αδίκως πλήρωσε! Οι θυσίες έγιναν από τον ελληνικό λαό. Σε αυτόν οφείλεται το γεγονός ότι σήμερα η χώρα μπορεί να ατενίζει με μεγαλύτερη αισιοδοξία το μέλλον.
Έχουμε κάνει, όμως, πια τα δύσκολα βήματα. Και όλα αυτά τα δύσκολα βήματα έγιναν από μία Κυβέρνηση δύο κομμάτων με εντελώς διαφορετικές ιδεολογικές αφετηρίες, μία Κυβέρνηση που τόσο πολύ λοιδορήθηκε και από τους πολιτικούς της αντιπάλους -αυτό είναι εύλογο- αλλά και από τα φερέφωνα του παλιού πολιτικού συστήματος, από μία Κυβέρνηση που σε κάθε στροφή δύσκολη όλοι -και οι πολιτικοί αντίπαλοι, αλλά και αυτά τα φερέφωνα- με πάθος επιθυμούσαν να τη ρίξουν στα βράχια. Ποιοι; Εκείνοι που μέσα στο παλιό σύστημα εξουσίας απολάμβαναν δόξα και υλικά αγαθά και μέσα σε μια μέρα, το Γενάρη του 2015, άρχισαν να αισθάνονται πολύ άβολα, άρχισαν να αισθάνονται οργισμένοι και αμήχανοι που έχασαν την κότα με τα χρυσά αυγά. Διότι για αυτούς αυτό ήταν η εξουσία και αυτό είναι!
Όλα αυτά τα πετύχαμε από κοινού με ένα κόμμα, τους Ανεξάρτητους Έλληνες, που –επαναλαμβάνω- ήταν και είναι γνωστές οι μεγάλες ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές. Θέλω, όμως, να αναγνωρίσω ότι συνέβαλε αυτό το κόμμα καθοριστικά σε αυτήν την προσπάθεια. Και αυτήν τη συνεργασία εγώ την έχω χαρακτηρίσει έντιμη και ειλικρινή, με τόσο διαφορετικές ιδεολογικές καταβολές, τόσο διαφορετικές ιστορικές διαδρομές και παραδόσεις, την οποία εγώ θα τιμώ και θα σέβομαι πάντοτε.
Έμελλε, όμως, αυτές οι ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές να παράξουν κάποια στιγμή τα αποτελέσματά τους. Δεν ήταν ενδεχομένως αναπόφευκτο, αλλά έτσι έγινε, διότι, άλλωστε, αυτό είναι το πυρηνικό χαρακτηριστικό της Δημοκρατίας και της δημοκρατικής πολιτικής: να συγκλίνεις και να προχωράς μαζί εκεί που μπορείς και για όσο μπορείς. Το αστάθμητο της αλλαγής ηγεσίας στη γειτονική μας χώρα και η ήττα του εθνικιστή Γκρούεφσκι, δημιούργησε σχεδόν πριν από ένα-ενάμιση χρόνο -όπως όλοι ξέρετε- μία συνθήκη που αποτελούσε μία μεγάλη ευκαιρία τόσο για την Ελλάδα όσο και για τους γείτονές μας όσο και για την περιοχή για να επιλυθεί μία ιστορική, πολιτική και διπλωματική εκκρεμότητα πολλών δεκαετιών.
Η συνείδησή μου και το πατριωτικό μου καθήκον, μου επέβαλαν να αξιοποιήσω αυτήν την ιστορική ευκαιρία, γνωρίζοντας ότι αυτό θα έχει πολιτικό κόστος. Από την πρώτη στιγμή, μαζί με τον τότε Υπουργό Εξωτερικών, τον Νίκο τον Κοτζιά, δοθήκαμε με τη ψυχή και το νου μας σε μία μεγάλη προσπάθεια για την επίλυση αυτής της διαφοράς για την ονομασία της γειτονικής χώρας που αποτελούσε -και θα αποτελεί αν δεν λυθεί- ένα μεγάλο βαρίδι στη διπλωματία και στην εξωτερική πολιτική της χώρας, αλλά και ένα μεγάλο βαρίδι, αγκάθι για τη σταθερότητα στην περιοχή.
Δοθήκαμε σε αυτήν την προσπάθεια με αίσθημα ευθύνης απέναντι στην ιστορία, στο εθνικό συμφέρον, αλλά και με αίσθηση ευθύνης για το μέλλον της χώρας και το μέλλον της περιοχής, με αίσθηση της πατριωτικής μας ευθύνης για να αναβαθμίσουμε τον ηγετικό ρόλο της χώρας στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Μεσόγειο σε μία δύσκολη περίοδο, σε μια περίοδο με αναταράξεις, με συγκρούσεις, με έναν γείτονα πολλές φορές απρόβλεπτο και προκλητικό στα ανατολικά μας που έχει ενδιαφέρον και για την περιοχή των Βαλκανίων. Και αυτό το γνωρίζουμε όλοι. Σε μία δύσκολη, λοιπόν, περίοδο αισθανθήκαμε και αισθανόμαστε ότι το κρίσιμο είναι όχι να κοιτάξουμε το πολιτικό κόστος, το πιθανό, αλλά την αναβάθμιση του ρόλου, του κύρους, της γεωπολιτικής αξίας και δυναμικής της χώρας στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο.
Και είμαι βέβαιος ότι αυτό που πράττουμε είναι το σωστό, γιατί πάντοτε το εθνικά ωφέλιμο είναι το σωστό. Και είμαι βέβαιος ότι αυτό που πράττουμε είναι το πατριωτικό, γιατί -το έχω πει πολλές φορές και θα το ξαναπώ και σήμερα- πατριωτισμός δεν είναι να μισείς την πατρίδα του άλλου. Πατριωτισμός είναι να αγαπάς τη δική σου πατρίδα και να θέλεις να τη δεις να προοδεύει σε συνθήκες αλληλεγγύης και συνεργασίας με τους γείτονές σου, αλλά και με το σύνολο της διεθνούς κοινότητας. Πατριωτισμός, τέλος, δεν είναι να είσαι υποκριτής και καιροσκόπος απέναντι στα μεγάλα εθνικά θέματα, αλλά να λες με θάρρος τη γνώμη σου για τα εθνικά θέματα, χωρίς να υπολογίζεις το πολιτικό κόστος.
Πατριωτισμός είναι να βάζεις μπροστά από το κομματικό συμφέρον το εθνικό όφελος, όχι να αλλάζεις άποψη για τα κρίσιμα και ιστορικής σημασίας εθνικά θέματα με βάση το πρόσκαιρο, το συγκυριακό, κομματικό συμφέρον.
Γι’ αυτό και σήμερα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα πω ότι σέβομαι όλους εκείνους τους πολίτες τους απλούς, αλλά και τους Βουλευτές σ’ αυτήν εδώ την Αίθουσα και τα κόμματα, όλους εκείνους που έχουν διαφορετική θέση και άποψη από μένα στο συγκεκριμένο θέμα, αλλά και σε όλα τα εθνικά θέματα, όλους εκείνους που έχουν θέση αρχής και θέση συνείδησης, όχι, όμως, όσους προσποιούνται, όχι, όμως, όσους καταφανώς κοροϊδεύουν, όχι όσους αλλάζουν θέση με μοναδικό γνώμονα την αντιπολιτευτική τους στρατηγική.
Τους τελευταίους τους θεωρώ πολιτικά αγύρτες, αναξιόπιστους και επικίνδυνους για τον τόπο.
Υπάρχουν ανάμεσά μας Βουλευτές και κόμματα που υπερασπίζονταν πάντοτε μία διαφορετική άποψη από αυτήν που αποτελούσε εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια τη λεγόμενη «εθνική γραμμή». Διαφωνώ κάθετα μαζί τους. Θεωρώ ότι η δική τους άποψη και θέση είναι αυτή που μας οδήγησε σε εθνικές ήττες και που, αν την ακολουθήσουμε, θα μας οδηγήσει σε νέες, απανωτές εθνικές ήττες. Σέβομαι, όμως, την άποψή τους. Σέβομαι και αυτούς και τις θέσεις τους.
Μεταξύ αυτών είναι και ο Πάνος Καμμένος και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες. Διαφωνώ μαζί του, αλλά σέβομαι τη θέση του.
Υπάρχουν, όμως, και ορισμένοι που επί είκοσι ολόκληρα χρόνια, από αυτό εδώ το Βήμα και από όλες τις δημόσιες θέσεις, διακήρυτταν και υπερασπίζονταν αυτό που λέγαμε «εθνική γραμμή». Την υπερψήφιζαν στις προγραμματικές δηλώσεις των κυβερνήσεών τους, τη διακήρυτταν επισήμως στα διεθνή fora ως Υπουργοί και σήμερα, μόνο και μόνο για να σώσουν το κομματικό τους μαγαζί, παριστάνουν ότι διαφωνούν. Ψάχνουν, μάλιστα, να βρουν επιχειρήματα εκεί που δεν υπάρχουν, για να διαφωνήσουν.
Για όλους αυτούς θα πω απλά και καθαρά ότι η στάση τους είναι πολιτικά και ηθικά ανέντιμη, γιατί δεν διαφωνούν στην ουσία, αλλά ψάχνουν να εφεύρουν ψεύτικα, δήθεν, σκοτεινά σημεία, για να ψαρέψουν στα θολά νερά του εκλογικού τους ακροατηρίου.
Εκεί, αν θέλετε, βρίσκεται και η διαφορά τους με άλλες πολιτικές δυνάμεις, που ποτέ δεν μίλησαν για σύνθετη ονομασία. Εκεί βρίσκεται και η διαφορά τους με την τοποθέτηση του μέχρι χθες κυβερνητικού μου εταίρου, του Πάνου του Καμμένου.
Από την πρώτη στιγμή αυτής της δύσκολης διαπραγμάτευσης διαφώνησε με τη σύνθετη ονομασία. Είναι άποψή του. Δεν τη συμμερίζομαι. Διαφωνώ κάθετα μαζί του. Θεωρώ -και το επαναλαμβάνω- ότι αυτή η θέση και άποψη θα μας οδηγήσει σε εθνικές ήττες. Είναι, όμως, μία άποψη την οποία σέβομαι, έχει μία καθαρότητα. Ο ίδιος, εξάλλου, σε ανύποπτο χρόνο είχε πει ότι στο πλαίσιο της γραμμής της σύνθετης ονομασίας αυτή είναι η καλύτερη δυνατή συμφωνία.
Η διαφωνία, όμως, αυτή, η διαφωνία του Καμμένου με εμένα, η διαφωνία με τη γραμμή της Κυβέρνησης στο ζήτημα της σύνθετης ονομασίας, είναι αυτή που τελικά τον οδήγησε να αποχωρήσει από την Κυβέρνηση και να αποσύρει τη στήριξή του στην Κυβέρνηση. Το είπα και στον ίδιο, θα το πω και δημόσια στην Εθνική Αντιπροσωπεία: Θεωρώ ότι κάνει λάθος. Δεν θεωρώ ότι πράττει σωστά, ούτε επίσης θεωρώ ότι μια επιλογή σαν αυτή ήταν αναπόφευκτη. Διότι η επιλογή αυτή θέτει σε διακινδύνευση όλες τις προσπάθειες μιας κυβέρνησης που πέρασε από σαράντα κύματα για να καρποφορήσει, ακριβώς πάνω στην εποχή που αυτές οι προσπάθειες και αυτοί οι κόποι καρποφορούν, ακριβώς στην εποχή που βγαίνουν οι πρώτοι ανθοί.
Πιστεύω ότι μπορούσε κάλλιστα να διατηρήσει τη διαφορετική του άποψη και θέση, χωρίς να αποσύρει την εμπιστοσύνη του στην Κυβέρνηση, χωρίς να καταψηφίσει την Κυβέρνηση και μαζί τα αποτελέσματα για τα οποία και ο ίδιος έδωσε μάχες και αγώνες.
Θα σεβαστώ, όμως, παρά την έντονη διαφωνία, την επιλογή του, μια επιλογή, όμως, που με οδηγεί σήμερα ενώπιον της Εθνικής Αντιπροσωπείας ζητώντας καθαρές λύσεις και στάση ευθύνης από όλους τους Βουλευτές.
Η Κυβέρνηση αυτή έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια, αποκατέστησε την κανονικότητα, στήριξε και προστάτευσε τους εργαζόμενους, διαφύλαξε την κοινωνική συνοχή. Έχει μπροστά της εννέα μήνες, με βάση τη συνταγματικά κατοχυρωμένη θητεία, με πολύ σημαντικό έργο να ολοκληρώσει.
Έχουμε μπροστά μας πρώτα απ’ όλα -και οφείλουμε να την ολοκληρώσουμε- τη διαδικασία της αναθεώρησης του Συντάγματος, μια κορυφαία μεταρρύθμιση, που είναι αναγκαία εδώ και χρόνια, για την ενίσχυση του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος, για την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, για τη διεύρυνση της Δημοκρατίας και της λαϊκής συμμετοχής, αλλά και για να αποκαταστήσουμε την αξιοπιστία του πολιτικού συστήματος απέναντι στους πολίτες, που βλέπουν αυτήν την αθλιότητα των δύο μέτρων και δύο σταθμών, την αθλιότητα της θεσμικής ατιμωρησίας απέναντι στους Υπουργούς. Αναφέρομαι στη διάταξη για την ευθύνη των Υπουργών, που είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα εκείνων που ήθελαν -και θέλουν- να καταχρώνται την εξουσία που τους δίνει ο λαός. Αποτελεί ρύθμιση ντροπής για το Κοινοβούλιο, τη Δημοκρατία και το πολιτικό σύστημα και πρέπει να αλλάξει -και θα αλλάξει-, όσο κι αν κάποιους αυτό δεν τους βολεύει!
Έχουμε μπροστά μας και άλλες σημαντικές πολιτικές πρωτοβουλίες, που δεν πρέπει να καθυστερήσουν: την αύξηση του κατώτατου μισθού, την κατάργηση του υποκατώτατου για τους νέους, που θα δώσει ανάσα σε εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους και θα αποτελέσει ένα ακόμα βήμα στην πορεία που έχουμε χαράξει για την ενίσχυση του εισοδήματος και της θέσης των εργαζομένων στη χώρα μας.
Έχουμε τη ρύθμιση για τη διευκόλυνση όσων έχουν συσσωρευμένες ληξιπρόθεσμες οφειλές και έχουν αποκτήσει πια την οικονομική δυνατότητα να αποπληρώσουν, αλλά αυτός ο όγκος τούς εμποδίζει, με τη θέσπιση δόσεων, ώστε να ανακουφιστούν χιλιάδες ελεύθεροι επαγγελματίες και να δοθεί νέα ώθηση στην οικονομία.
Έχουμε τον νόμο για την προστασία της πρώτης κατοικίας, αλλά και τη στήριξη της στεγαστικής πολιτικής, με την επιδότηση των δόσεων των δανειοληπτών για δάνεια πρώτης κατοικίας, αλλά και την επιδότηση ενοικίου με κοινωνικά κριτήρια.
Έχουμε, επίσης, την ολοκλήρωση της συζήτησης για την υλοποίηση μιας ιστορικής συμφωνίας για τον εξορθολογισμό των σχέσεων κράτους-Εκκλησίας, ώστε να επιλυθεί μια εκκρεμότητα δεκαετιών και να μπουν σε νέες, στέρεες βάσεις αυτές οι σχέσεις.
Έχουμε μια σειρά από κρίσιμα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ανοιχτά θέματα μπροστά μας.
Για να προχωρήσουμε σε όλα αυτά τα μεγάλα και ουσιαστικά βήματα, ζητώ σήμερα με ευθύτητα και καθαρότητα ενώπιον της Εθνικής Αντιπροσωπείας την ανανέωση, την επαναβεβαίωση της εμπιστοσύνης της Βουλής σε αυτήν την Κυβέρνηση που έβγαλε τη χώρα από τα μνημόνια, έβγαλε τη χώρα από την κρίση και μπορεί να ανοίξει δρόμους προοπτικής για τον ελληνικό λαό.
Μέσα, όμως, στην αντιπολιτευτική παραζάλη των τελευταίων ημερών, μέσα στην αμηχανία του στρατηγικού αδιεξόδου της Αντιπολίτευσης, ακούσαμε τις τελευταίες ημέρες τα μύρια όσα.
Η Αντιπολίτευση, που δεν τόλμησε ούτε πρόταση δυσπιστίας να καταθέσει, είναι αυτή η οποία λοιδορεί και μέμφεται εναντίον της Κυβέρνησης και εμού προσωπικά, που είχα το θάρρος να πάρω το ρίσκο να κάνω αυτό που επιτάσσει η ίδια η Δημοκρατία, να μην προχωρήσω, δηλαδή, όπως μου έδινε το Σύνταγμα τη δυνατότητα, χωρίς να ζητήσω την κρίση της Βουλής, την εμπιστοσύνη και την απόλυτη πλειοψηφία της -μου δίνει αυτή τη δυνατότητα το Σύνταγμα-δημιουργώντας ad hoc πλειοψηφίες για όλα αυτά τα μέτρα που σας εξήγγειλα, τα οποία δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι είναι θετικά. Και υπάρχουν σαφέστατα αυτές οι πλειοψηφίες.
Εμένα λοιπόν και εμάς, που από δημοκρατικό καθήκον και δημοκρατική ευαισθησία παίρνουμε αυτό το θάρρος, έχετε το θράσος να μας εγκαλείτε κι από πάνω γι’ αυτήν την έντιμη, την καθαρή επιλογή. Ακούμε αυτές τις μέρες για τεχνάσματα, για σικέ πλειοψηφίες, για συναλλαγές και άλλα τέτοια. Είστε τόσο τυφλωμένοι που περιφρονείτε ακόμα και τους βασικούς κανόνες του δημοκρατικού πολιτεύματος. Ο λαός εκλέγει τους αντιπροσώπους του και η Βουλή δίνει ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση, άπαξ έχεις τη δεδηλωμένη.
Μιας όμως και έχετε το «θάρρος» και το θράσος εσείς να μιλάτε για κυβερνήσεις -«κουρελού», μήπως να θυμίσω και σε εσάς και στην κ. Γεννηματά τι ακριβώς είναι οι κυβερνήσεις- «κουρελού»; Η Κυβέρνηση που στήσατε το 2011, εσείς που για σαράντα χρόνια ήσασταν πολιτικοί αντίπαλοι -μέσα σε μια νύχτα, μέσα σε ένα βράδυ, γίνατε από εχθροί φίλοι. Αυτό τι ήταν;-, διορίζοντας μάλιστα τότε Πρωθυπουργό έναν μη εκλεγμένο, τεχνοκράτη αλλά όχι πολιτικό, χωρίς καμία λαϊκή νομιμοποίηση. Και έχετε εσείς το θράσος τώρα να μιλάτε για Κυβέρνηση – «κουρελού» και να εγκαλείτε εμάς που κάνουμε το δημοκρατικά και πολιτικά ορθό και ενδεδειγμένο;
Αλλά φτάνετε και στο σημείο να μιλάτε, κύριε Μητσοτάκη, και για αποστάτες και για αποστασίες. Ποιος; Εσείς!
Εσείς ειδικά θα έπρεπε να είστε πιο προσεκτικός λόγω οικογενειακής παράδοσης, όταν χρησιμοποιείτε αυτόν τον όρο, κύριε Μητσοτάκη. Να είστε λίγο πιο προσεκτικός, γιατί ιστορικά -προσέξτε- ο όρος αυτός έχει καθιερωθεί για να περιγράψει την κίνηση Βουλευτών που στηρίζουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία να αποχωρήσουν από αυτήν προκειμένου να εξυπηρετηθούν τα σχέδια των πολιτικών αντιπάλων της Κυβέρνησης, όχι το αντίθετο. Αυτοί που ρίχνουν μία κυβέρνηση ιστορικά είναι οι αποστάτες, όχι αυτοί που μένουν για να στηρίξουν μία κυβέρνηση να ολοκληρώσει το έργο της, να προχωρήσει μπροστά, να δικαιώσει την εμπιστοσύνη του ελληνικού λαού.
Μιλάτε όμως και για ετερόκλητες συμμαχίες και για αθέμιτες μεταγραφές. Ποιοι; Εσείς, που το τελευταίο διάστημα, σε αυτήν εδώ τη Βουλή, έχετε εγγράψει στην Κοινοβουλευτική σας Ομάδα όχι έναν, όχι δύο, όχι τρεις, αλλά τέσσερις Βουλευτές που εξελέγησαν με άλλα κόμματα που σήμερα διαθέτουν κοινοβουλευτική δύναμη και έχουν Κοινοβουλευτική Ομάδα: τρεις Βουλευτές από το ΠΟΤΑΜΙ και έναν από την Ένωση Κεντρώων.
Και μάλιστα, η τελευταία μεταγραφή σας, κύριε Μητσοτάκη, ήταν ένας εξ αυτών που δήλωναν δημοσίως και διαφήμιζαν το πόσο καλή είναι η Συμφωνία των Πρεσπών και ότι πρέπει να υπερψηφιστεί.
Εσείς μιλάτε για μεταγραφές; Εσείς; Έχετε το θράσος και το θάρρος εσείς, το δικαίωμα να κουνάτε το δάκτυλο επί της ηθικής, της πολιτικής ηθικής στην Αριστερά και στον ΣΥΡΙΖΑ, σε μία παράταξη που όλα τα προηγούμενα χρόνια κινήθηκε με μοναδικό γνώμονα τη συνείδηση, το εθνικό πατριωτικό συμφέρον, το συμφέρον της μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού, σε μία παράταξη που με κάθε τρόπο και με οποιοδήποτε κόστος τοποθετεί τη δημοκρατία και τις αξίες της πάνω από οποιαδήποτε άλλη υλική αξία στην πολιτική της διαδρομή;
Μιας και μίλησα για δημοκρατία, δεν μπορώ παρά να σταθώ στις αθλιότητες των τελευταίων ημερών, αθλιότητες που με μεγάλη έκπληξη διαπίστωσα ότι δεν είχατε το πολιτικό θάρρος να καταδικάσετε, ίσως γιατί περάσατε στάδιο. Από το στάδιο της ανοχής, περάσατε στο στάδιο της συμμετοχής, της ενορχήστρωσης αυτών των αθλιοτήτων, έτσι όπως αποδεικνύεται, δυστυχώς, από την εμπλοκή προσώπου του σκληρού κομματικού μηχανισμού της Νέας Δημοκρατίας σε αυτές τις αθλιότητες. Και αναφέρομαι στο πογκρόμ των επιθέσεων, των απειλών, των εκβιασμών, της τρομοκράτησης Βουλευτών που έχουν εκφράσει την πρόθεση…
Καθίστε κάτω! Καθίστε κάτω! Τώρα θα τα ακούσετε. Τώρα μιλάει ο Πρωθυπουργός της χώρας και έχετε την υποχρέωση να ακούσετε με προσοχή.
Είναι πρακτικές που θυμίζουν άλλες εποχές. Είναι πρακτικές μηχανισμών που θυμίζουν άλλες εποχές. Κι είναι βαριά η ευθύνη του κ. Μητσοτάκη. Είναι βαριά η ευθύνη γιατί επιλέγει μέσα από την τύφλωση την αντιπολιτευτική να διχάσει τον ελληνικό λαό.
Τις τελευταίες μέρες, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, συγκεκριμένοι συνάδελφοί σας στοχοποιήθηκαν. Όλοι όσοι έχουν εκφράσει, χωρίς να το κρύψουν, τη βούλησή τους να μείνουν σταθεροί στην άποψή τους ότι αυτή η Κυβέρνηση πρέπει να ολοκληρώσει τη θητεία και το έργο της στοχοποιήθηκαν με δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες μηνύματα απειλητικά. Η κ. Παπακώστα ήλθε εχθές να με ενημερώσει ότι δέχθηκε και δέχεται εκατοντάδες απειλητικά μηνύματα, μεταξύ των οποίων και φωτογραφίες με πολτοποιημένα κεφάλια γυναικών. Γιατί; Γιατί έχει εκφράσει την πρόθεσή της να στηρίξει την Κυβέρνηση.
Εσείς είστε αυτοί οι οποίοι γελάτε τώρα, αλλά προχθές δεν είχατε την ευθιξία, όταν κεντρικό στέλεχος μηχανισμού σας, Γραμματέας της ΝΟΔΕ, Γραμματέας δηλαδή μιας μεγάλης οργάνωσης της Νέας Δημοκρατίας, ήταν αυτός ο οποίος έστελνε μηνύματα μαζικά, με τις διευθύνσεις και τους τηλεφωνικούς αριθμούς των κινητών τηλεφώνων συγκεκριμένων Βουλευτών και καλούσε τους οπαδούς του κόμματός σας να τους στέλνουν απειλητικά, εκβιαστικά μηνύματα. Καλούσε τους οπαδούς…
Θα τα βρει η Δικαιοσύνη. Έχει ήδη αναλάβει την υπόθεση. Σε αυτόν τον τόπο οι παράνομες πράξεις έχουν τον τρόπο να επιλύονται μέσα από τη Δικαιοσύνη. Εγώ μιλώ όμως σήμερα πολιτικά. Και σας λέω, κύριε Μητσοτάκη: Θα καταδικάσετε σήμερα αυτή την πρακτική, θα έχετε το πολιτικό θάρρος να την καταδικάσετε; Εάν όχι, πολύ φοβάμαι ότι ο δρόμος που επιλέγετε να κινηθείτε είναι ένας δρόμος που μας οδηγεί σε μακρινές εποχές που είμαι απολύτως βέβαιος ότι η δημοκρατία μας και η μεγάλη πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας και του ελληνικού λαού τις έχει αφήσει πίσω ανεπιστρεπτί.
Και στο τέλος-τέλος, θέλω να σας παρακινήσω να σκεφθείτε ψύχραιμα και πολιτικά: τι νομίζετε ότι θα καταφέρετε έτσι; Νομίζετε ότι θα φοβίσετε πράγματι τους εκλεγμένους Βουλευτές; Οι Βουλευτές, να το ξέρετε, δεν θα τρομοκρατηθούν. Οι Βουλευτές θα σταθούν στο ύψος της συνείδησής τους, στο ύψος της ιστορικής τους ευθύνης απέναντι στον τόπο, απέναντι στο πατριωτικό καθήκον, απέναντι στην ιστορία, απέναντι στη δημοκρατία, γιατί μόνος οδηγός των εκλεγμένων εκπροσώπων του ελληνικού λαού είναι η συνείδησή τους και η ευθύνη τους απέναντι στην ιστορία και στον τόπο.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, έρχονται κάποιες στιγμές που ο καθένας κρίνεται, κρίνεται από την Ιστορία, κρίνεται όχι μόνο γι’ αυτά που λέει αλλά και γι’ αυτά που κάνει. Έρχονται κάποιες στιγμές κρίσιμων ιστορικών αποφάσεων και ευθυνών. Σε ό,τι με αφορά, πάντοτε αυτές τις ευθύνες δεν τις κράτησα για τον εαυτό μου, τις πήρα με θάρρος και θέλησα να τις μοιραστώ, έτσι όπως το Σύνταγμα και η ίδια η Δημοκρατία επιτάσσει, με αυτούς που πρέπει να στηρίζουν κυβερνήσεις: τη Βουλή και, εάν χρειαστεί, τον ίδιο τον λαό. Απευθύνομαι, λοιπόν, σε όλους σας και σας καλώ να μιλήσετε και εσείς και να σταθείτε καθαρά και έντιμα απέναντι στη συνείδησή σας, αλλά και απέναντι στο συμφέρον του τόπου και του λαού και να δώσετε απάντηση καθαρή για το εάν εμπιστεύεστε αυτήν την Κυβέρνηση να συνεχίσει ή όχι, ελεύθερα, ανοικτά, με παρρησία και στη βάση των όσων επιτάσσει το πολιτικό κριτήριο, η ηθική και η συνείδηση του καθενός και της καθεμιάς σε αυτήν εδώ την Αίθουσα.
Αυτή ακριβώς είναι η δύναμη της Δημοκρατίας και η Δημοκρατία σ’ αυτόν τον τόπο, μετά από τόσους αγώνες και τόσες θυσίες, δεν μπορεί να απειλείται ούτε να εκβιάζεται από κανέναν. Η Δημοκρατία στον τόπο μας ούτε απειλείται ούτε εκβιάζεται. Και η Δημοκρατία στον τόπο μας θα νικήσει, να είστε σίγουροι!
Σας ευχαριστώ.
Παρέμβαση του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα
Δεν πρόκειται να απαντήσω στον κ. Μητσοτάκη. Δεν θα το κάνω αυτό. Θα το κάνω στο τέλος. Θα το κάνω στο τέλος της διαδικασίας. Θα απαντήσω στο τέλος της διαδικασίας στον κ. Μητσοτάκη.
Ζήτησα τον λόγο μόνο για ένα πράγμα.
Σε λιγότερο από ένα λεπτό θα απαντήσω σε όλα τα επιχειρήματα του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης στο κλείσιμο της διαδικασίας.
Ο μόνος λόγος για τον οποίο ζήτησα τον λόγο –και σας παρακαλώ, σεβαστείτε το και ακούστε με για τριάντα δευτερόλεπτα- είναι διότι θεωρώ ότι ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης –και θέλω να πιστεύω άθελά του- υπέπεσε σε ένα κολοσσιαίο ατόπημα, όχι απέναντι στο πρόσωπο, αλλά απέναντι στις Ένοπλες Δυνάμεις. Συνέκρινε τον μέχρι εχθές Αρχηγό του Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων, τον Βαγγέλη Αποστολάκη, με τον στρατηγό της χούντας Σπαντιδάκη.
Αυτό είναι μία μεγάλη προσβολή απέναντι στο δημοκρατικό φρόνημα των Ενόπλων Δυνάμεων του τόπου και ζητώ να ανακαλέσει!
Δεν σας επιτρέπω, κύριε Μητσοτάκη, να προσβάλλετε έναν άνθρωπο που από το 1976 έχει υπηρετήσει με υψηλό δημοκρατικό φρόνημα με αίσθηση ευθύνης τη σημαία, τις Ένοπλες Δυνάμεις και τη Δημοκρατία, με τον στρατηγό πραξικοπηματία της χούντας, τον αυλικό του Βασιλιά τότε, Σπαντιδάκη.
Η μόνη σύγκριση που υπάρχει είναι ότι και οι δύο κατάγονται από το Ρέθυμνο. Όμως, εσείς –διότι κάποιος άλλος σας το έγραψε- μας λέγατε ότι ο Λαμπράκης είναι κάτι το οποίο έχουμε ξεχάσει και τώρα θυμηθήκατε τον στρατηγό Σπαντιδάκη, τον πραξικοπηματία, για να τον συγκρίνετε με τον Ευάγγελο Αποστολάκη.
Είναι ντροπή!
Δεύτερη παρέμβαση του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα
Δέχομαι τη μερική ανάκληση της αιχμής απέναντι στο πρόσωπο.
Πρέπει να γνωρίζετε, όμως, κύριε Μητσοτάκη ότι οι Ένοπλες Δυνάμεις του τόπου μας έχουν υψηλό φρόνημα και ότι σε τέτοιου είδους ζητήματα δεν μπορεί να παίζετε και να δημιουργείτε εντυπώσεις.
Διότι το μήνυμα της επιλογής του Ναυάρχου Αποστολάκη στη θέση του Υπουργού Εθνικής Άμυνας είναι ένα μήνυμα ισχυρό απέναντι σ’ αυτούς που απειλούν την ακεραιότητα και την κυριαρχία της χώρας μας, ένα μήνυμα ότι όλοι οι Έλληνες απέναντι σε οποιαδήποτε αμφισβήτηση της εθνικής μας κυριαρχίας θα έπρεπε να είναι –και θα είναι- ενωμένοι.
Λυπάμαι που αυτό δεν το καταλάβατε, κύριε Μητσοτάκη!