Ομιλία Υπουργού Επικρατείας και Ψηφιακής Διακυβέρνησης Κυριάκου Πιερρακάκη στο 14ο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας
Κύριε πρόεδρε, φίλες και φίλοι,
Τέτοιες μέρες το 2019 υπήρχαν ακόμα απαισιόδοξοι. Υπήρχε η εμπειρία μιας δεκαετούς κρίσης, μιας κρίσης που είχε φέρει πολλές παλινωδίες, μιας κρίσης που είχε φέρει έντονη απαισιοδοξία στην κοινωνία και παρά το γεγονός ότι η ΝΔ ήταν πρώτη στις δημοσκοπήσεις, υπήρχε μία μεγάλη ανησυχία. Έπρεπε να έρθει η 7η Ιουλίου, η νίκη του Κυριάκου Μητσοτάκη, η νίκη της Νέας Δημοκρατίας. Έπρεπε να δημιουργηθεί μία κυβέρνηση αυτοδύναμη, μία καθαρή εντολή για να μπορέσει να αλλάξει η χώρα σελίδα.
Σήμερα, ενώνουμε όλους τους Έλληνες. Ο πρωθυπουργός παρουσίασε το σύνολο του μεταρρυθμιστικού έργου, το οποίο αφορά όλα τα υπουργεία, που δείχνει ένα τεράστιο και πυκνό έργο μέσα σε πάρα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα. Η ψηφιακή διακυβέρνηση, η ψηφιακή μεταρρύθμιση είναι ένα έργο το οποίο στον πυρήνα του ενώνει το σύνολο των πολιτών. Με δεδομένη και την εμπειρία του πρωθυπουργού από όταν ήταν υπουργός διοικητικής μεταρρύθμισης στο παρελθόν.
Εκτελέσαμε και υλοποιήσαμε το όραμά του, γκρεμίσαμε τα εσωτερικά τείχη του κράτους, διασυνδέσαμε τα μητρώα, βελτιώσαμε την καθημερινότητα κάθε πολίτη, κάθε Ελληνίδας και κάθε Έλληνα. Αυτό αντανακλάται σε νούμερα. 1400 υπηρεσίες στην Ενιαία Ψηφιακή Πύλη του Δημοσίου. Η κάθε μία υπηρεσία ταλαιπωρούσε τον κόσμο πάρα πολλά χρόνια, με διάφορες εκκρεμότητες του κράτους.
Κυρίως όμως αντανακλάται σε κάτι άλλο, στις ψηφιακές συναλλαγές, δηλαδή πόσες φορές δε χρειάστηκε να επισκεφθούμε το Ελληνικό Δημόσιο όλα αυτά τα χρόνια – όχι μόνο αυτούς τους μήνες, αλλά την τελευταία τριετία – μέσα από αυτές τις υπηρεσίες. Παραλάβαμε μία χώρα με κάτω από 9 εκατομμύρια ψηφιακές συναλλαγές και πέρσι είχαμε 567εκατομμύρια ψηφιακές συναλλαγές, δηλαδή πάνω από 60 ουρές, που κάθε ένας από εμάς γλίτωσε από αυτή τη διαδικασία.
Άλλο κορυφαίο παράδειγμα αποτελεί το Εθνικό Σύστημα Εμβολιασμού, όπου είδαμε αντίστοιχα συστήματα εμβολιασμού να μην πετυχαίνουν σε άλλα μέρη του πλανήτη, όπως η Βαυαρία ή όπως η Πολιτεία της Μασαχουσέτης και το είδαμε να πετυχαίνει εδώ. Κυρίως όμως, είδαμε να περνάει κι ένα μήνυμα, το μήνυμα ότι έτσι μπορεί να γίνει όλο το κράτος, κάθε αλληλεπίδραση, κάθε διαδικασία του. Η ψηφιακή πολιτική, η ψηφιακή στρατηγική είναι μία κοινωνική πολιτική, είναι μία πολιτική που ακουμπά τον κάθε συμπολίτη μας, κυρίως τους αδύναμους, κυρίως εκείνους που δεν έχουν χρόνο για χάσιμο, κυρίως εκείνους που δεν έχουν κάποιον να τους βοηθήσει, και ακριβώς γι’ αυτό το λόγο είναι στον πυρήνα όσων θέλουμε να πετύχουμε.
Κυρίες και κύριοι, όλες οι μεταρρυθμίσεις που περιέγραψε χθες ο πρωθυπουργός κατακτήθηκαν, διότι το 2019 είχαμε μία επιστροφή στη σταθερότητα, την πολιτική σταθερότητα και την κανονικότητα. Κι αυτό έγινε γιατί η σταθερότητα δεν ερμηνεύτηκε ποτέ από εμάς ως στασιμότητα, και η κανονικότητα– η πολιτική κανονικότητα και η πολιτική σταθερότητα – ήταν το εργαλείο για ν’ αντιμετωπίσουμε όλα όσα ήρθαν μετά, δηλαδή την αντικανονικότητα: τον Έβρο, τις τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο, την πανδημία, τις γεωπολιτικές ανακατατάξεις, τον πόλεμο στην Ουκρανία, την ενεργειακή κρίση, όλα αυτά που μπορούμε και τα διαχειριζόμαστε ενώ υλοποιούμε ένα πρόγραμμα καθ’ ολοκληρίαν, γιατί υπάρχει ένα σταθερό χέρι στο τιμόνι και αυτό το σταθερό χέρι στο τιμόνι πρέπει να συνεχίσει να υπάρχει.
Το πρόγραμμα επίσης είναι σαφές, είναι μία συμφωνία αλήθειας, η οποία έχει συναφθεί από τον πρωθυπουργό, από τη Νέα Δημοκρατία, από τους Έλληνες πολίτες. Όμως οι συμφωνίες, τα συμβόλαια έχουν ρήτρες, ρήτρες απαραβίαστες. Πρώτη ρήτρα, είναι η ρήτρα της ενότητας, του μη διχασμού, του να μην κάνεις καμία απόπειρα να εκδικηθείς. Αυτά τα ξέρουμε στην Ελλάδα από την αρχαία Ελλάδα, από το 404 π. Χ. περί του «μη μνησικακείν». Η δεύτερη ρήτρα, είναι η ρήτρα της αποτελεσματικότητας, το να μπορείς να υλοποιήσεις αυτό που υπόσχεσαι και ακριβώς γι’ αυτό η αυτοδύναμη Ελλάδα χρειάζεται αυτοδύναμες κυβερνήσεις και χρειάζεται αυτοδύναμη Νέα Δημοκρατία και χρειάζεται το χέρι του Κυριάκου Μητσοτάκη στο τιμόνι.
Κυρίες και κύριοι επιτρέψτε μου να μοιραστώ την εξής σκέψη. Τα παιδιά που γεννήθηκαν στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, φέτος γίνονται 18 χρονών. Θυμόμαστε όλοι το έτος της ανάτασης, θυμόμαστε τη φλόγα να ανάβει στο Ολυμπιακό Στάδιο, θυμόμαστε εκείνο το νεαρό παιδί να βρίσκεται μέσα στη βάρκα και να κρατάει την ελληνική σημαία, κι εκείνοι που έβλεπαν όλα αυτά είναι οι παππούδες, οι γιαγιάδες, οι γονείς των παιδιών που γεννήθηκαν τότε. Τι λέμε σε αυτά τα παιδιά; Οι νέοι και οι νέες – 18 ετών οι νεότεροι – αναρωτιούνται. Η Ελλάδα έχει ιστορία. Προοπτική έχει; Μέλλον έχει; Είτε το διαρθρώνουνε έτσι, είτε όχι. Υποχρέωσή μας είναι ν’ απαντήσουμε «ναι». Η Ελλάδα έχει μέλλον, και πρέπει να υλοποιήσουμε, να πραγματώσουμε αυτή την απάντηση.
Η Ελλάδα δεν είναι μουσείο, δεν είναι μνημείο, η Ελλάδα είναι προοπτική. Οι πολιτικοί μας αντίπαλοι έχουν εγκλωβιστεί σε μία συζήτηση διχασμού και πολιτικής καταγωγής. Η δουλειά η δική μας είναι να μετατοπίσουμε τη συζήτηση στην προοπτική. Όλος ο πλανήτης μιλάει για την τεχνητή νοημοσύνη και τις νέες τεχνολογίες, ενώ η αντιπολίτευση μιλάει ακόμα για το άρθρο 16 και το άσυλο στα πανεπιστήμια. Πρέπει να αλλάξουμε εποχή όχι μόνο στο ημερολόγιο, αλλά και μέσα μας, στην ουσία. Αυτό ακριβώς είναι που διασφαλίζει αυτή η κυβέρνηση, και ακριβώς για αυτόν το λόγο επιλέγουμε τη διαρκή κίνηση.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του θέτουμε τη χώρα σε κίνηση, αλλάζουμε σελίδα. Και κυρίως, δεν θα επιτρέψουμε και κάτι άλλο. Δεν θα επιτρέψουμε σε εκείνους που στο παρελθόν επένδυσαν στο διχασμό, σε ένα χρόνο από τώρα, όταν θα γίνουν οι επόμενες εκλογές να επενδύσουν και σε κάτι άλλο. Όχι στην εναλλακτική πρόταση – γιατί αυτή δεν υπάρχει – αλλά στην ακυβερνησία, την ασυνεννοησία. Και ο καθένας από εμάς πρέπει να υποσχεθεί κάτι στον εαυτό του. Δεν θα επιτρέψουμε να κυβερνήσει την Ελλάδα η ακυβερνησία, που μέσα από κόμματα και ομάδες θα συναινέσουν στην ασυνεννοησία.
Εργαζόμαστε για να κερδίσουμε το αύριο, να θωρακίσουμε το σήμερα και κυρίως να μη γυρίσουμε στο χθες. Και όλο αυτό είναι απολύτως επιτεύξιμο.
Κλείνω με την εξής σκέψη. Όπως μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο το μεγάλο διακύβευμα ήταν η ανοικοδόμηση της χώρας μέσα από το σχέδιο Μάρσαλ, το δόγμα Τρούμαν και το έργο των δικών μας κυβερνήσεων, το μεγάλο διακύβευμα αυτής της εποχής, μέσα από το πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας, περνάει μέσα από την υλοποίηση του προγράμματος που λέγεται Σχέδιο Ανάκαμψης, Ταμείο Ανάκαμψης. Το πρόγραμμα αυτό είναι κεφαλαιώδες, είναι το σχέδιο Μάρσαλ της εποχής μας. Το αν θα το σχεδιάσουμε, αν θα το εκτελέσουμε, αν θα το απορροφήσουμε καλά, αυτό είναι το διακύβευμα των επόμενων ετών και μπορούμε να το κάνουμε. Γιατί ως χώρα, το έχουμε ξανακάνει.
Στις 9 Μαΐου του 1955, όταν θεμελιώθηκαν τα λιμενικά έργα στον Πειραιά, ο τότε Υπουργός Δημοσίων Έργων και Συγκοινωνιών είχε πει: «Προσωπικώς πιστεύω ότι είναι δυνατόν ν’ αλλάξει η μοίρα του τόπου αυτού, εάν καταστώμεν ικανοί να εκτελέσωμεν εις ευρείαν κλίμακα έργα ικανά να αξιοποιήσουν τας φυσικάς δυνατότητας που περικλείει η ελληνική γη. Τούτο όμως προϋποθέτει μιαν καθολικήν, πειθαρχημένην και έντονον προσπάθειαν ολόκληρου του έθνους, προσπάθειαν μεθοδικά ωργανομένην και κατευθυνομένην επιτυχώς από μέρους του Κράτους. Διότι, η δύναμις ενός λαού γίνεται απεριόριστος, όταν υπάρξη η τεχνική κοι διοικητική εκείνη προπαρασκευή, ήτις καθιστά δυνατήν την αξιοποίησίν της».
Τα λόγια αυτά είναι του Κωνσταντίνου Καραμανλή και αντηχούν σήμερα πιο πολύ από ποτέ. Σας ευχαριστώ.