Ομιλία του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη κατά τη συζήτηση στη Βουλή για την κύρωση του Δεύτερου Πρωτοκόλλου Τροποποίησης της Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας μεταξύ της Κυβέρνησης της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,
O αμερικανός συγγραφέας Mark Twain έλεγε: «Πατριωτισμός είναι να στηρίζεις τη χώρα σου συνεχώς και την κυβέρνησή σου όταν το αξίζει». Kαι στο θέμα της σημερινής συνεδρίασης νομίζω ότι συμπίπτουν και ισχύουν απόλυτα και οι δύο αυτές προϋποθέσεις.
Γιατί η Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες υπηρετεί πολύπλευρα τα εθνικά μας συμφέροντα. Ενώ για την κυβέρνησή μας συμπληρώνει ένα μεγάλο πλέγμα εθνικών συμμαχιών, που αναβαθμίζουν τη θέση της Ελλάδος στα Βαλκάνια, στη Μεσόγειο και τη νοτιοανατολική Ευρώπη.
Το κείμενο το οποίο καλούμαστε σήμερα να κυρώσουμε τυπικά συνιστά μία από τις πολλές διαδοχικές ανανεώσεις της αμυντικής μας συμπόρευσης με την υπερατλαντική δύναμη. Ουσιαστικά όμως αποτυπώνει μία νέα πραγματικότητα που περιλαμβάνει δύο κρίσιμα στοιχεία: πρώτον, η Αμερική διευρύνει την παρουσία της στην Ανατολική Μεσόγειο, αναγνωρίζοντας σε αυτήν όχι μόνο γεωστρατηγικό αλλά και ενεργειακό ενδιαφέρον. Και δεύτερον, η χώρα μας καθίσταται, με τον πλέον σαφή τρόπο, ο βασικός εταίρος και συνομιλητής των Ηνωμένων Πολιτειών στην ευρύτερη περιοχή.
Πρόκειται για ένα γεγονός το οποίο αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία, ακόμα μεγαλύτερη διάσταση, αν συνυπολογιστεί η ασταθής συγκυρία μέσα στην οποία εκδηλώνεται, με έναν θερμό πόλεμο να εξελίσσεται εντός της ευρωπαϊκής ηπείρου και με μία παγκόσμια ενεργειακή αναταραχή σε έξαρση.
Ενώ στο Αιγαίο διαρκεί δυστυχώς η ένταση, με τις τουρκικές προκλήσεις. Και βέβαια όλα αυτά συμβαίνουν καθώς οι έρευνες για υδρογονάνθρακες στο μεσογειακό τόξο έχουν επανέλθει στο προσκήνιο.
Όταν, λοιπόν, σε αυτές τις συνθήκες, η χώρα μας αναλαμβάνει κεντρικό ρόλο στην περιοχή, η συγκεκριμένη Συμφωνία διευρύνει την εμβέλειά της και παύει να είναι ένα διμερές πρωτόκολλο. Γίνεται ψήφος εμπιστοσύνης προς την Ελλάδα, ως ακλόνητου παράγοντα σταθερότητας στη γειτονιά μας και στην ευρύτερη περιοχή. Ως συνετού ευρωπαίου και νατοϊκού εταίρου που εγγυάται τη διεθνή νομιμότητα απέναντι στους όποιους παροξυσμούς των γειτόνων μας. Αλλά και ως ενός κρίσιμου κόμβου στον νέο ενεργειακό χάρτη που διαμορφώνεται.
Μιλώ, δηλαδή, για μία Συμφωνία που επιδρά ταυτόχρονα όχι μόνο στην άμυνα και στη διπλωματία, αλλά και στην οικονομία και την ενέργεια. Κυρίως, όμως, για ένα γεγονός το οποίο αναβαθμίζει ουσιαστικά την Ελλάδα στο προσκήνιο των παγκόσμιων εξελίξεων.
Αυτό αποδεικνύει άλλωστε και η πρόσκλησή μου, την ερχόμενη Δευτέρα, να περάσω το κατώφλι του Λευκού Οίκου και να συναντηθώ με τον αμερικανό Πρόεδρο Joe Biden και την επομένη να έχω τη μεγάλη τιμή να είμαι ο πρώτος Έλληνας ηγέτης που θα απευθυνθεί στην κοινή συνεδρίαση της αμερικανικής Γερουσίας και της Βουλής των Αντιπροσώπων.
Και είναι, πράγματι, μια μεγάλη τιμή που δηλώνει πως η πατρίδα μας αντιμετωπίζεται από τους συμμάχους της ως ισότιμος και συνεπής σύμμαχος ώστε, αν χρειαστεί, να δικαιούται και αυτός να απαιτήσει συνέπεια και αλληλεγγύη από τους φίλους του.
Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, όσοι δεν συμμερίζονται αυτήν την ανάλυση ή δεν άκουσαν τον Υπουργό Εξωτερικών και τους βουλευτές μας που πήραν το λόγο ή έχουν άλλα πράγματα στο μυαλό τους. Ας συγκρατήσουν, λοιπόν, και πάλι τους λόγους για τους οποίους υποστηρίζω την ανάγκη κύρωσης αυτής της Συμφωνίας από το Εθνικό Κοινοβούλιο.
Τρεις σημαντικοί λόγοι, για τους οποίους θεωρώ ότι αυτό το Τροποποιητικό Πρωτόκολλο -όπως αποκαλείται επισήμως η Συμφωνία μας με τις Ηνωμένες Πολιτείες- είναι τόσο σημαντικό για τα εθνικά μας συμφέροντα. Είναι μια Συμφωνία που υπενθυμίζω ότι έρχεται σε συνέχεια των συζητήσεων της προηγούμενης κυβέρνησης και η οποία τελικά αποκρυσταλλώθηκε ύστερα από πολύμηνες εντατικές διαπραγματεύσεις.
Πρώτον, η συμφωνία αυτή είναι σημαντική διότι περιλαμβάνει τη ρητή δέσμευση πως η αμερικανική παρουσία στην Ελλάδα θα έχει στρατηγικό χαρακτήρα και ευρύ ορίζοντα καθώς θα ανανεώνεται ανά πενταετία, με δικαίωμα ωστόσο σε κάθε πλευρά να την καταγγείλει τότε και εφόσον το κρίνει.
Αυτό σημαίνει, με απλά λόγια, ότι σε μία εποχή που οι Ηνωμένες Πολιτείες στρέφονται προς την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού, αποφασίζουν ταυτόχρονα να ενισχύσουν το αποτύπωμά τους στην Ελλάδα, αναβαθμίζοντας εγκαταστάσεις και βελτιώνοντας στρατιωτικές υποδομές με δικό τους προϋπολογισμό.
Γίνεται -πιστεύω- κατανοητή η προστιθέμενη αξία αυτής της γεωπολιτικής επένδυσης στον τόπο μας, τόσο για τις Ένοπλες Δυνάμεις, όσο και για τις αγορές και τις κοινωνίες των περιοχών όπου θα λειτουργήσουν οι νέες δομές.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι και άλλα ευρωπαϊκά κράτη επιδιώκουν τώρα να συνάψουν ανάλογες Συμφωνίες Αμυντικής Συνεργασίας με τις Ηνωμένες Πολιτείες ή να συμπληρώσουν γρήγορα και να επεκτείνουν τις ήδη υφιστάμενες. Κάτι που φανερώνει ότι για την Ελλάδα ήταν μία κατάλληλη πρωτοβουλία, στην κατάλληλη στιγμή.
Δεύτερον, αυτή η διμερής συνεργασία με τις Ηνωμένες Πολιτείες είναι σημαντική, διότι διευρύνεται όχι μόνο στον χρόνο αλλά και στον χώρο. Γιατί πλέον δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών εγκαθίστανται σε τέσσερα ακόμα σημεία, όπου θα αναπτυχθούν και καινούριες υποδομές. Οι τοποθεσίες αυτές θα εξυπηρετούν και τους δύο συμμαχικούς στρατούς, οι οποίοι θα συνεργάζονταν πάντα όμως -το τονίζω- κάτω από ελληνική διοίκηση και θα συνδέονται με τη δραστηριότητα και των τριών κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων: Ναυτικού, Πεζικού και Αεροπορίας. Αλλά θα υπηρετούν και άλλες επίκαιρες εθνικές προτεραιότητες.
Έτσι, στο Ναύσταθμο της Σούδας αναβαθμίζονται όλες οι υποδομές και ο συνολικός ρόλος της βάσης, καθώς αποτελεί το εγγύτερο σημείο για επιχειρήσεις της Δύσης απέναντι σε απειλές στην Ανατολική Μεσόγειο. Θυμίζω ότι η Σούδα είναι το μόνο αγκυροβόλιο στο οποίο μπορεί να δέσει αμερικανικό αεροπλανοφόρο στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αξιοποιείται, επίσης, το πεδίο βολής στο Λιτόχωρο και δύο στρατόπεδα. Το πρώτο στο Βόλο, θα συμπληρώνει την περιοδική χρήση της βάσης της Αεροπορίας Στρατού στο Στεφανοβίκειο, η οποία ταυτόχρονα εκσυγχρονίζεται σημαντικά. Και το δεύτερο στην Αλεξανδρούπολη, θα λειτουργεί συμπληρωματικά με το λιμάνι της. Είναι ένας δρόμος προς τα Βαλκάνια δηλαδή, δίπλα σε μία κρίσιμη υποδομή αεριοποίησης υγροποιημένου φυσικού αερίου.
Τρίτον -και ίσως και σημαντικότερο- η νέα Συμφωνία είναι σημαντική γιατί στο προοίμιό της καταγράφει ρητά -προσέξτε- την κοινή βούληση για, και διαβάζω: «αμοιβαία προστασία της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας έναντι κάθε απειλής, ακόμα και ένοπλης επίθεσης».
Μία διατύπωση -δεν θα έχει διαφύγει της προσοχής σας, κυρίες και κύριοι της αξιωματικής αντιπολίτευσης- την οποία επαναλαμβάνει και ο Υπουργός Εξωτερικών, κ. Blinken στη συνοδευτική επιστολή του. Εκεί διακηρύσσει την προσήλωση της χώρας του στον σεβασμό όχι μόνο της εδαφικής ακεραιότητας αλλά -προσέξτε- και των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας, σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας.
Αναρωτιέμαι συνεπώς, ειλικρινά, πώς είναι δυνατόν να εγείρονται ενστάσεις για μια στρατηγική σχέση που, υπό τον ελληνικό έλεγχο, ενισχύει την αμερικανική στρατιωτική παρουσία σε εθνικά ευαίσθητες περιοχές, που ενισχύοντας την διμερή μας συνεργασία αναβαθμίζει συνολικά το επίπεδο των Ενόπλων Δυνάμεων, που επενδύοντας σε υποδομές κινητοποιεί τις τοπικές οικονομίες και που αξιοποιώντας τα γεωγραφικά δεδομένα υπηρετεί τους αμυντικούς αλλά και τους ενεργειακούς στόχους της Ελλάδος. Και που, τέλος, αναγνωρίζει -όπως σας διάβασα- με τον πιο δεσμευτικό τρόπο τα εθνικά μας δίκαια.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, η σημερινή Συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες θα ήταν μια «χίμαιρα» εάν δεν είχε προηγηθεί μια τριετία πρωτοβουλιών που άλλαξαν την διεθνή εικόνα του τόπου. Γιατί η ελληνική φωνή ακούγεται τώρα παντού. Και ακούγεται με προσοχή, καθώς όλοι ξέρουν πως εμείς προστατέψαμε τα ευρωπαϊκά σύνορα στον Έβρο. Εμείς περιορίσαμε σημαντικά τις μεταναστευτικές ροές και στον Έβρο και στο Αιγαίο. Εμείς πρωτοστατήσαμε στις κοινές πολιτικές για την πανδημία και τους δωρεάν εμβολιασμούς. Αλλά και εισφέραμε καθοριστικά στην κορυφαία κατάκτηση του Ταμείου Ανάκαμψης για την επόμενη μέρα των οικονομιών μας.
Όλοι, επίσης, γνωρίζουν πως η Ελλάδα μεγάλωσε επί των ημερών αυτής της κυβέρνησης: αύξησε τα χωρικά ύδατα στο Ιόνιο στα 12 μίλια. Οριοθέτησε ειρηνικά, και σύμφωνα πάντα με το Διεθνές Δίκαιο, θαλάσσιες ζώνες με την Ιταλία και με την Αίγυπτο.
Όλοι γνωρίζουν ότι επί ημερών μας η Ελλάδα γίνεται ενεργειακή γέφυρα με την Κύπρο, με το Ισραήλ, με τη Βόρεια Αφρική. Ότι δυναμώνει τις σχέσεις της με τον αραβικό κόσμο κι ότι έχει υπογράψει μία εταιρική σχέση αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής με τη φίλη Γαλλία.
Όλα αυτά έγιναν επί των ημερών μας. Το κάναμε δίπλα στο ΝΑΤΟ, αλλά οικοδομώντας ταυτόχρονα την έννοια της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας. Το κάναμε, όμως, χωρίς ποτέ να χάσουμε τον κοινωνικό μας προσανατολισμό στο εσωτερικό πεδίο.
Διότι όσο συνέβαιναν όλα τα παραπάνω, η χώρα προωθούσε το μεγαλύτερο σχέδιο προστασίας εργαζόμενων και επιχειρήσεων, ύψους 43 δισεκατομμυρίων ευρώ, για να αντιμετωπίσουμε τις συνέπειες της πανδημίας.
Κρατήσαμε έτσι όρθια και την οικονομία και την κοινωνία. Και κατορθώσαμε, παρά τον πόλεμο στην Ουκρανία, παρά την πρόσφατη εισαγόμενη ενεργειακή κρίση, να παραμείνουμε σε τροχιά δυναμικής ανάπτυξης.
Κατορθώσαμε οι φόροι να πέφτουν και το εισόδημα να ανεβαίνει. Ναι, αυτή η κυβέρνηση, κ. Τσίπρα, μείωσε τον ΕΝΦΙΑ κατά 1 δισεκατομμύριο ευρώ σε σχέση με αυτά τα οποία πλήρωναν οι πολίτες το 2018, επί δικών σας ημερών. Και είναι και κατά 380 εκατομμύρια μειωμένος ο ΕΝΦΙΑ σε σχέση με αυτά τα οποία πλήρωναν πέρυσι. Είναι κι αυτή μία σημαντική στήριξη στο εισόδημα των Ελλήνων, που αναγκάζονται τώρα να υποστούν τις συνέπειες του πολέμου στην Ουκρανία.
Όλα αυτά για τα οποία σας μίλησα στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής έγιναν την ώρα που οι επενδύσεις αυξάνονταν και η ανεργία μειωνόταν. Αλλά και από τη στιγμή που η ακρίβεια πέρασε τα σύνορά της, η Ελλάδα διεκδικεί ευρωπαϊκή λύση. Αλλά στο μεταξύ, όπως έχουμε πει πολλές φορές, δε μένει με σταυρωμένα χέρια. Από τον Οκτώβριο επιδοτεί λογαριασμούς ρεύματος, αναλαμβάνει μέρος των αυξήσεων, ενισχύει τους πιο αδύναμους και τους αγρότες.
Ναι, αυτή η κυβέρνηση, που εσείς χαρακτηρίζετε «νεοφιλελεύθερη», αύξησε κατά 50 ευρώ τον κατώτατο μισθό για όλους τους εργαζόμενους, κυρίως νέους, που βρίσκονται σε αυτήν τη μισθολογική κλίμακα. Και απέναντι στην -μέχρι τώρα τουλάχιστον- αδράνεια των Βρυξελλών, απαντήσαμε με ένα γενναίο Εθνικό Πρόγραμμα Στήριξης που πλαισιώνει όλα τα προηγούμενα μέτρα ανακούφισης.
Είπαμε με θάρρος ότι οι στηρίξεις τις οποίες παρείχαμε στα νοικοκυριά κάλυψαν μεν τις χαμηλές καταναλώσεις, αλλά δεν κάλυψαν τα νοικοκυριά με μεσαίες και μεγαλύτερες καταναλώσεις. Και ερχόμαστε σήμερα να επιστρέψουμε το 60% των πρόσθετων ποσών που κατέβαλαν αυτά τα νοικοκυριά στον τραπεζικό τους λογαριασμό. Με ποσά από 20 έως -το ξανατονίζω κ. Τσίπρα για να το ακούσετε, γιατί προφανώς τη λέξη «έως» δεν την καταλαβαίνετε καλά- έως 600 ευρώ. Για να γίνει απολύτως κατανοητό τι είναι αυτό το οποίο κάνουμε.
Και βέβαια παρεμβαίνουμε από τον Ιούλιο και μετά με ένα νέο πλαίσιο οριζόντιας στήριξης που επιβάλλει ουσιαστικά ένα έμμεσο πλαφόν στις τιμές της λιανικής για να μπορέσουν αυτές να συγκρατηθούν σε λογικά, σε ανεκτά επίπεδα.
Θα το επαναλάβω και πάλι από αυτό το βήμα: είμαστε ικανοποιημένοι; Όχι, γιατί καμία εθνική προσπάθεια δεν είναι σε θέση να αμυνθεί πλήρως απέναντι στη λαίλαπα ενός πολέμου και ενός παγκόσμιου ενεργειακού «σεισμού». Και όποιος σε αυτή την αίθουσα -απευθύνομαι σε όλα τα κόμματα- ισχυρίζεται ότι έχει το μαγικό ραβδί για να κρατήσει τις τιμές του ρεύματος εκεί που ήταν το 2020, λέει ψέματα.
Και βέβαια αυτή η κυβέρνηση έχει αποδείξει ότι τα προσεκτικά βήματα του σήμερα δεν πρόκειται ποτέ να υπονομεύσουν την πορεία προς το αύριο. Το οφείλουμε αυτό εξάλλου, όταν πρέπει να κρατάμε εφεδρείες απέναντι στο κάθε απρόοπτο.
Θα υπερασπιστώ, λοιπόν, την προσπάθεια αυτής της κυβέρνησης να υψώσει τα ισχυρότερα δυνατά αναχώματα απέναντι στην ακρίβεια. Και να βεβαιώσω για ένα μόνο: ότι νιώθουμε, ακούμε, προσπαθούμε. Και γι’ αυτό αισθάνομαι ότι οι αντίπαλοί μας δεν αντιλαμβάνονται πώς μια ευρωπαϊκή δύναμη, όταν απαιτείται, μπορεί να αναλάβει φιλόδοξες εθνικές πρωτοβουλίες.
Και πώς γίνεται μια φιλελεύθερη παράταξη να εφαρμόζει ένα τόσο εκτεταμένο κοινωνικό πρόγραμμα. Και πώς, ενώ άλλοι διαλαλούσαν ανεφάρμοστα συνθήματα, εμείς κάνουμε πράξη χειροπιαστές λύσεις.
Αυτή είναι η κυβέρνηση που θα φορολογήσει με 90% τα υπερέσοδα των εταιρειών παραγωγής. Η απάντηση όμως είναι απλή: Και θέλουμε και ξέρουμε και μπορούμε. Και, ναι, είμαστε δίπλα σε κάθε πολίτη, ειδικά σε αυτόν που δοκιμάζεται περισσότερο.
Επικαλούμαι, σύντομα, τα θέματα της οικονομικής επικαιρότητας. Το κάνω συνειδητά διότι αποτελούν «ψηφίδες» μιας ενιαίας πολιτικής. Γιατί -επιμένω- δεν υπάρχει πρόοδος στην οικονομία χωρίς ευημερία στην κοινωνία. Και δεν υπάρχει, προφανώς, πρόοδος και ευημερία χωρίς ασφάλεια και ελευθερία.
Γι’ αυτό και η αμυντική μας πολιτική συνοδεύει σταθερά τη διπλωματία μας. Γι’ αυτό και αυτή η κυβέρνηση διόρθωσε μία κατάσταση προβληματική στις Ένοπλες Δυνάμεις, μία δεκαετία αδράνειας, και προχώρησε σε στοχευμένα προγράμματα εξοπλισμών προκειμένου να ενισχυθεί η αποτρεπτική μας δυνατότητα.
Αυτή η κυβέρνηση επένδυσε στα μαχητικά Rafale τα οποία αλλάζουν την ισορροπία στο Αιγαίο. Αυτή η κυβέρνηση αποκτά τα υπερσύγχρονα ανθυποβρυχιακά ελικόπτερα Romeo, τα οποία μπορούν να κάνουν τη διαφορά στον εντοπισμό υποβρυχίων στην Ανατολική Μεσόγειο.
Αυτή η κυβέρνηση συνοδεύει την υπογραφή της Συμφωνίας Αμυντικής Συνεργασίας με τη Γαλλία με την απόκτηση, στην πιο προνομιακή δυνατή τιμή, τριών υπερσύγχρονων φρεγατών Belharra. Εσείς, αλήθεια, της αξιωματικής αντιπολίτευσης βουλευτές, τι κάνατε ακριβώς στον τομέα των εξοπλισμών όταν είχατε την ευθύνη να κυβερνάτε αυτόν τον τόπο; Ένα μεγάλο πρόγραμμα, να το θυμίσουμε, το πρόγραμμα Papa3 (P-3 Orion), για τα αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας, 500 εκατομμύρια. Πεντακόσια εκατομμύρια για να αναπαλαιώσετε αεροπλάνα 50 ετών, ένα πρόγραμμα βαθιά προβληματικό, κανένα από τα αεροσκάφη αυτά δεν πετάει ακόμα.
Αυτά κάνατε εσείς, για να θυμόμαστε λίγο και να συγκρινόμαστε. Και να λογοδοτήσει κάποια στιγμή και ο παλιός συνέταιρός σας, ο κ. Καμμένος, για τις επιλογές του εκείνης της εποχής. Τώρα τον έχετε διαγράψει από τη μνήμη σας αλλά μαζί συγκυβερνούσατε και σε αυτόν είχατε αναθέσει τον κρίσιμο τομέα της Εθνικής Άμυνας. Για να μην ξεχνιόμαστε. Διότι δεν έχουμε ασθενή μνήμη, κ. Τσίπρα, σε αυτόν τον τόπο.
Μιλώντας, λοιπόν, αγαπητοί συνάδελφοι, για την τόσο σημαντική εταιρική συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, επιτρέψτε μου ορισμένες σκέψεις για τη μεγάλη εικόνα της διεθνούς συγκυρίας, οι οποίες καθορίζουν και τη στάση μας.
Με πρώτη ανάμεσά τους τη θέση ότι κανένα κράτος δεν μπορεί να είναι μόνο σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον το οποίο συνέχεια αναδιαμορφώνεται. Γιατί τότε είτε θα συνθλίβεται, όταν οι τεκτονικές πλάκες των συσχετισμών μετακινούνται, είτε θα βρεθεί σε ένα σκοτεινό κενό ανάμεσά τους.
Αυτό, βέβαια, ισχύει πολύ περισσότερο για κράτη με αστάθμητους γείτονες. Κι επειδή πέρυσι γιορτάσαμε τα 200 χρόνια από την έναρξη του πολέμου της Ανεξαρτησίας και ήταν μια ευκαιρία για όλους μας να ξαναμελετήσουμε την ιστορία του τόπου μας, πείτε μου μία φορά που η Ελλάδα μεγαλούργησε χωρίς να έχει οικοδομήσει τις κατάλληλες διεθνείς συμμαχίες και χωρίς να είναι συνεπής στο να τις υπηρετεί.
Σε τέτοιες συνθήκες, λοιπόν, η λεγόμενη «ουδετερότητα», την οποία καταλαβαίνω ότι υπερασπίζεστε, μετατρέπεται σε μια επικίνδυνη μοναχικότητα. Η δήθεν «ανεξάρτητη» πολιτική οδηγεί σε εξάρτηση από τετελεσμένα τα οποία δημιουργούν άλλοι. Και οι ίσες αποστάσεις μεγαλώνουν την απόσταση από την πραγματικότητα.
Γι’ αυτό, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η δική μας επιλογή είναι πολύ σαφής: δεν μετεωριζόμαστε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, ούτε δηλώνουμε τάχα «αδέσμευτοι» για να δεσμευτούμε στο άγνωστο. Το λέμε καθαρά, είμαστε με την συμμαχία της Δύσης. Ερχόμαστε από τον Διαφωτισμό και βαδίζουμε με τη Δημοκρατία.
Και το κάνουμε όχι μόνο γιατί η Ελλάδα είναι αναπόσπαστο μέρος της Ιστορίας και του πολιτισμού της Ευρώπης και συνδιαμορφωτής της διαρκούς εξέλιξής του. Το κάνουμε γιατί αυτή η γεωστρατηγική συμπαράταξη ταυτίζεται με την κοινή πολιτική παράδοση του κοινοβουλευτισμού και της ελευθερίας στη χώρα μας.
Και έτσι, άλλωστε, ερμηνεύεται και η ξεκάθαρη στάση μας υπέρ της Ουκρανίας. Γιατί μαζί με τα δικά της σύνορα παραβιάζεται και το Διεθνές Δίκαιο και καθιερώνεται ένα μοντέλο σύμφωνα με το οποίο κάθε αυταρχικό καθεστώς θα μπορεί, με οποιοδήποτε πρόσχημα, να εισβάλει σε μία γειτονική του επικράτεια.
Στην εξωτερική πολιτική μας, λοιπόν, οι θέσεις αρχής συμβαδίζουν με τα εθνικά μας συμφέροντα, και μετέχοντας στα διεθνή δρώμενα αλλά και διαβλέποντας τις συνέπειες για τη δική μας περιοχή. Ενώ η παρουσία μας στις συμμαχίες στις οποίες ανήκουμε θα είναι δυναμική. Είμαστε δεδομένοι φίλοι, ώστε να έχουμε, αν ο μη γένοιτο χρειαστεί, και δεδομένη στήριξη.
Αλλά, ταυτόχρονα, αναζητούμε προωθητικούς συσχετισμούς και στο εσωτερικό των συνασπισμών των οποίων είμαστε ήδη μέλη. Κι έτσι θα πρέπει να δούμε το πλαίσιο των διμερών μας σχέσεων με τη Γαλλία και τις Ηνωμένες Πολιτείες στο πλαίσιο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αλλά και της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας.
Κλείνω αυτές τις σκέψεις με δύο ακόμα, υπό το πρίσμα των οποίων πιστεύω ότι πρέπει να αναγνώσουμε τη σημερινή Συμφωνία. Η πρώτη αφορά την Τουρκία, με την οποία -θα επαναλάβω για ακόμα μία φορά- είμαστε ανοιχτοί σε θετικές προσεγγίσεις αλλά απόλυτα κλειστοί σε εθνικές υποχωρήσεις.
Και όσον αφορά το προοίμιο του Πρωτοκόλλου και κυρίως όσα προβλέπει επί του πεδίου η αμυντική συνθήκη, αναγνωρίζουν τα δίκαιά μας και επιβεβαιώνουν την ισχύ μας. Μπορούν, συνεπώς, να φανούν διπλά χρήσιμα στην προσπάθειά μας να υπάρξει σταθερότητα και ειρήνη με τους γείτονές μας.
Η δεύτερη σκέψη μου αφορά τα ενεργειακά. Η εμπειρία της Ουκρανίας μάς διδάσκει ότι οι πόλεμοι δεν γίνονται πλέον μόνο με τα όπλα, αλλά και με τα καύσιμα. Και από την άποψη αυτή θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε την Αλεξανδρούπολη ως μία περιοχή όχι μόνο στρατηγικού, αλλά και ενεργειακού ενδιαφέροντος.
Είναι μια ελληνική πόλη υπερπολύτιμη για το ΝΑΤΟ και ταυτόχρονα πολύτιμη για ολόκληρη τη Βαλκανική αλλά και ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη, καθώς μέσω αυτής θα μπορούν οι χώρες της Βαλκανικής να εφοδιάζονται με φυσικό αέριο, μειώνοντας γρήγορα την εξάρτησή τους από τη Ρωσία.
Και αυτό εννοώ όταν μιλώ για συνολική αναβάθμιση του ρόλου της χώρας. Και σας ρωτώ ευθέως και θα ήθελα να απαντήσετε, κ. Τσίπρα, σε αυτό το ερώτημα: ωφελεί ή όχι τα εθνικά μας συμφέροντα η παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών στην τόσο ευαίσθητη περιοχή της Θράκης; Καθαρές κουβέντες, παρακαλώ. Καθαρές κουβέντες. Για να γνωρίζουν όλοι οι πολίτες πού στέκεστε.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, η χώρα σήμερα διαθέτει μια πολύ καθαρή ματιά στα θέματα των διεθνών εξελίξεων. Και σαφείς στόχους, τους οποίους υπηρετεί με πολύ συγκεκριμένες πολιτικές. Και αυτοί οι στόχοι αποτυπώνονται και στην Αμυντική Συμφωνία με τις Ηνωμένες Πολιτείες, που συγκεντρώνει -πιστεύω, πίστευα τουλάχιστον- όλες τις προϋποθέσεις ώστε να ψηφιστεί από τις περισσότερες πτέρυγες της Βουλής. Η θέση του Κομμουνιστικού Κόμματος είναι γνωστή και δεδομένη.
Φοβάμαι, όμως, ότι και πάλι η Αξιωματική Αντιπολίτευση επιλέγει να αποτελέσει εθνική εξαίρεση. Λέει και πάλι «όχι» σε μια εξέλιξη που αναβαθμίζει τη χώρα και ενισχύει τις Ένοπλες Δυνάμεις μας.
Λυπάμαι, λυπάμαι γιατί λέτε πάλι «όχι». Όπως είπατε «όχι» στην ενίσχυση της Αεροπορίας μας με τα Rafale, «όχι» στις αμυντικές δαπάνες τις οποίες καταψηφίσατε, όπως αρνηθήκατε τις μεγάλες διακρατικές συμφωνίες που προωθούν τη σταθερότητα και την ειρήνη στην περιοχή.
Τι μας λέγατε, αλήθεια, για την ελληνογαλλική συμφωνία; Γιατί την καταψηφίσατε; Θυμάστε τι λέγατε; Ότι θα γυρίσουν τα φέρετρα των Ελλήνων στρατιωτών από το Σαχέλ; Τα θυμάστε αυτά που λέγατε;
Πού είναι λοιπόν όλα αυτά τα οποία λέγατε; Μήπως αλλάξατε άποψη; Και εν πάση περιπτώσει, επειδή δεν μπορείτε να πάρετε την ψήφο σας πίσω ως προς την ελληνογαλλική συμφωνία, κατεγράφη στην Ιστορία η επιλογή σας, τουλάχιστον τώρα μην προσθέσετε, κ. Τσίπρα, στον γκρίζο κατάλογο των λαθών σας ένα ακόμα με εθνικές συνέπειες. Διότι, βεβαίως, δεν ευσταθούν όλα τα επιχειρήματα τα οποία ακούσαμε περί δήθεν μόνιμης παρουσίας των αμερικανικών δυνάμεων στο ελληνικό έδαφος.
Ούτε μπορώ να ακούω ανοησίες περί εκχώρησης ανεξαρτησίας από το κόμμα που είχε -και θα το ξαναπώ- Υπουργό Άμυνας τον κ. Καμμένο, ο οποίος έχει πει διάφορα, όχι μόνο να αλλάξουμε νόμισμα και να συνδεθούμε με το δολάριο, αλλά και να κάνουμε την Κάρπαθο αμερικανική βάση, το αεροδρόμιο της Καρπάθου εναλλακτικό του Κανάβεραλ. Δηλαδή, θα προσγειώνονται διαστημικά λεωφορεία στην Κάρπαθο, που δε θα ξέρουμε πώς θα φεύγουν βέβαια. Αυτό είναι άλλη υπόθεση.
Αυτόν είχατε Υπουργό Άμυνας, κ. Τσίπρα, κι έρχεστε εδώ τώρα να κουνήσετε το δάχτυλο και να «μας τη βγείτε» πατριωτικά, όταν είναι γνωστή η δική σας ιστορία και η ιστορία αυτών με τους οποίους συγκυβερνούσατε. Επιμένω όμως, να κάνω μια ύστατη προσπάθεια να σας πείσω ότι πρέπει να αλλάξετε τη θέση σας.
Η εξωτερική πολιτική του τόπου δε χωρά εσωτερική διαμάχη των κομμάτων. Έχουμε αρκετά πεδία στα οποία διαφωνούμε, στα οποία συγκρουόμαστε, να μπορέσουμε τουλάχιστον να διαμορφώσουμε ένα πλαίσιο στοιχειώδους συνεννόησης και συναντίληψης στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής.
Ούτως ή άλλως αυτά δεν πρέπει να αντανακλούν την εσωτερική πολιτική δυναμική και θα πρέπει να μπορούν να βλέπουν τις μακροπρόθεσμες τάσεις και τελικά το εθνικό συμφέρον, πέρα και πάνω από κομματικές παρωπίδες.
Άλλωστε, οι συνθήκες αλλάζουν κι εμείς οφείλουμε να τις διατρέχουμε με τόλμη και διορατικότητα, φροντίζοντας κάθε φορά το εθνικό συμφέρον. Ο εύκολος δρόμος -τον έχουμε ακολουθήσει πολλές φορές στη χώρα μας- είναι αυτός της δημαγωγίας, που βλέπει παντού εχθρούς και επιβουλές.
Αντίθετα, ο πατριωτισμός της ευθύνης απαιτεί ωριμότητα και πάνω απ’ όλα απαιτεί εθνική αυτοπεποίθηση. Και αυτές είναι που θα δοκιμαστούν σε λίγο στην ψηφοφορία που θα έχουμε. Σας καλώ, λοιπόν, να κυρώσουμε την Αμυντική Συνεργασία Ελλάδος – Ηνωμένων Πολιτειών. Να αποδείξουμε στην πράξη ότι διαθέτουμε αυτήν την ωριμότητα και αυτή την αυτοπεποίθηση που τόσο χρειάζεται ο τόπος σήμερα. Σας ευχαριστώ.