Ομιλία Ανδρέα Λοβέρδου στην Επιτροπή για την αναθεώρηση του Συντάγματος

Η ομιλία Ανδρέα Λοβέρδου στην Επιτροπή για την αναθεώρηση του Συντάγματος

Κύριε Πρόεδρε,

Κυρίες και κύριοι Βουλευτές,

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η διαδικασία της Αναθεώρησης του Συντάγματος είναι κορυφαία στιγμή της λειτουργίας της Εθνικής Αντιπροσωπείας, καθώς το Σύνταγμα αποτελεί τον καταστατικό χάρτη της ελληνικής  Δημοκρατίας , πηγή των δικαιωμάτων των πολιτών, αλλά και των αρμοδιοτήτων των οργάνων της εκτελεστικής, της νομοθετικής και της δικαστικής εξουσίας, βάση της σχέσης της ελληνικής με την ευρωπαϊκή και τη διεθνή έννομη τάξη, αλλά και κάποιων θεμάτων που η ίδια η Βουλή ανάγει σε ζητήματα συνταγματικής περικοπής.

Ωε εκ τούτου οι παρεμβάσεις που θα διενεργηθούν κείνται εκτός του πεδίου της τρέχουσας κομματικής αντιπαράθεσης και πρέπει να διέπονται από αίσθημα ευθύνης απέναντι στους πολίτες, αλλά και σοβαρότητα.

Τουλάχιστον ως προς την προσπάθεια κατανόησης του πυρήνα των θεμάτων.

Κυρίως δε, από τη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης πρέπει να εξοβελίσουμε τον πειρασμό της δημαγωγίας,

την ορμέμφυτη επιθυμία να γίνουν κάποιοι αρεστοί, κινούμενοι σε κατευθύνσεις με λαϊκίστικες επεμβάσεις και εντός εισαγωγικών δήθεν «φιλολαϊκά μέτρα»,

τα οποία όπως είχα την ευκαιρία να τονίσω και σε άλλες παρεμβάσεις μου στην Εθνική Αντιπροσωπεία δεν ωφελούν αλλά βλάπτουν εκείνους, στους οποίους απευθύνονται.

Αυτό άλλωστε είναι το εγγενές και τοξικό μειονέκτημα της δημαγωγίας.

Θα μιλήσω ξεχωριστά για τα δύο άρθρα που συνδέθηκαν με την τιμή και την αξιοπρέπεια του πολιτικού κόσμου και θα συμβάλω στη συνειδητοποίηση των προβλημάτων που έχουν αυτά, καθώς και στην αξιολόγηση των προτεινόμενων λύσεων.

ΙΙ. ΑΡΘΡΟ 62

Το ακαταδίωκτο θεσπίζεται από τα επαναστατικά Συντάγματα της Επιδαύρου και του Άστρους, όπως και στο Σύνταγμα του 1832. Το Σύνταγμα του 1844 επαναλαμβάνει σχεδόν αυτούσια την σχετική διάταξη του βελγικού Συντάγματος του 1831 και έκτοτε το ακαταδίωκτο προβλέπεται σε όλα τα Συντάγματα, από τότε έως και σήμερα με το Σύνταγμα του 1975.

Το ακαταδίωκτο του Βουλευτή αποτελεί θεσμική εγγύηση της πολιτικής του λειτουργίας και ανεξαρτησίας. Και εξειδικεύεται από το άρθρο 83 του ΚτΒ, όπως αυτό ισχύει μετά από δύο τροποποιήσεις σε πολύ σωστή κατεύθυνση το 2003 και το 2010 επί Απόστολου Κακλαμάνη, Φίλιππου Πετσάλνικου, δηλαδή επί ΠΑΣΟΚ.

Μεταξύ των αλλαγών είναι η θέσπιση του κανόνα της φανερής ψηφοφορίας.

Το Σύνταγμα είναι γνωστό τι ορίζει.

Η πληθωρική χορήγηση του ακαταδίωκτου από την Βουλή όμως, οδήγησε σε ευθεία προσβολή της αρχής της ισότητας έναντι του νόμου.

Ωστόσο με την πρώτη αλλαγή οι παραβιάσεις μειώθηκαν. Μία ήταν η εξαίρεση για την οποία υπήρξε και καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου ΕΣΔΑ. Η υπόθεση Συγγελίδη. Οι αλληλομηνύσεις δηλαδή. Και μετά το 2015 και πάλι μία υπόθεση παραβίασε την ορθή εφαρμογή του άρθρου 62. Στην υπόθεση αυτή, εσείς, η σημερινή πλειοψηφία,  πρόταξε την υπουργική ιδιότητα για να μην επιτρέψει την άρση της βουλευτικής ασυλίας.

Και για την πρώτη και για την δεύτερη περίπτωση δεν φταίει το Σύνταγμα, ούτε ο Κανονισμός της Βουλής. Φταίει η στάση της Βουλής.

Και τί προτάσεις γίνονται από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Δημοκρατία;

Δύο ατελέσφορες προτάσεις.

Η Νέα Δημοκρατία προτείνει να προστεθεί η λέξη «ΜΟΝΟ» και ο ΣΥΡΙΖΑ η λέξη «ΑΜΕΣΑ» με την άσκηση των καθηκόντων του Βουλευτή.

Και λοιπόν!

Ποιο θα ήταν το κέρδος;;;

Και οι δύο προτάσεις υστερούν τα μάλα σε σχέση με τους ορισμούς του Κανονισμού της Βουλής.

Το Κίνημα Αλλαγής αντιστρέφει την σημερινή λογική. Ο Βουλευτής υπάγεται στον ποινικό νόμο. Και μόνο αν αιτείται ο ίδιος, κινείται η διαδικασία του ακαταδίωκτου στην Βουλή των Ελλήνων. Η ευθύνη λοιπόν μεταφέρεται στον Βουλευτή αντί στη Βουλή που είναι σήμερα.

ΙΙΙ. ΑΡΘΡΟ 86

Και για το άρθρο 86 του Συντάγματος εισαγωγικά ισχύουν τα όσα περί δημαγωγίας ανέφερα στην αρχή της ομιλίας μου.

Πρέπει να κινηθούμε με σοβαρότητα και με συνείδηση πως είμαστε πολιτικοί σε ένα διαρκώς πολωμένο πολιτικό σύστημα με διχασμό-συγκρούσεις χωρίς όρια και διαρκείς προσπάθειες ηθικής εξόντωσης πολιτικών αντιπάλων. Αρκεί να σκεφτούμε πως 15 Πρωθυπουργοί έχουν κατηγορηθεί από τους αντιπάλους τους. Χρήσιμη είναι η ανάγνωση του σχετικού έργου του δικαστή Ν. Σοϊλεντάκη.

Μεταξύ αυτών οι Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, Χαρίλαος Τρικούπης, Ελευθέριος Βενιζέλος, Δημήτριος Γούναρης, Κωνσταντίνος Καραμανλής, Ανδρέας Παπανδρέου, Κώστας Μητσοτάκης, Παναγιώτης Πικραμένος, Αντώνης Σαμαράς.

Ένα όχι κεντρικό θεσμικό-πολιτικό θέμα, η διαρκής πόλωση το έχει καταστήσει μεγάλο. Αρκεί να σημειωθεί πως ο πρώτος  Εμφύλιος τον καιρό της Επανάστασης είχε ως ένα εκ των βασικών αιτίων την δίωξη των Υπουργών Περούκα, Μεταξά, Μαυρομιχάλη!!!

Και από τότε ισχύουν, δηλαδή από τα επαναστατικά Συντάγματα, ειδικές ρυθμίσεις για την ευθύνη των Υπουργών. Ήδη από το προσωρινό πολίτευμα της Επιδαύρου το 1822 και από το νόμο της Επιδαύρου το 1823. Η κατηγορία υποβαλόταν στη Βουλή, εξεταζόταν από εννεαμελή επιτροπή υπό την προεδρεία ανώτατου δικαστή και αν η κατηγορία εθεωρείτο βάσιμη με πλειοψηφία 4/5 ο Υπουργός παραπεμπόταν στο «Γενικό της Ελλάδος Κριτήριον».

Στη συνέχεια, από το Σύνταγμα του 1827 οι Υπουργοί κατηγορούνταν ενώπιον της Βουλής, η Βουλή αποφάσιζε για την παραπομπή τους και αν τελικά αποφάσιζε την παραπομπή τους, τους δίκαζε η ίδια μεταβαλλόμενη σε δικαστήριο, υπό την προεδρεία ανωτάτου δικαστικού.

Όλα αυτά ίσχυσαν και στο Σύνταγμα του 1844, όπου η Βουλή ασκούσε την κατηγορία και δίκαζε η Γερουσία και αυτό το ίδιο είχε μεταφερθεί και στο Σύνταγμα του 1927, όπου η Βουλή κατηγορούσε και η Γερουσία δίκαζε.

Μεσολάβησε όμως και το Σύνταγμα του 1864. Εδώ στο Σύνταγμα αυτό η Βουλή ανέθετε το δικαίωμα να κατηγορεί τους Υπουργούς, καθώς και την εκδίκαση των υποθέσεων σε Ειδικό Δικαστήριο, που συγκροτούνταν από τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και άλλα δώδεκα μέλη δια κληρώσεως.

Όλες αυτές οι συνταγματικές  ρυθμίσεις που φτάνουν μέχρι το 1997 αφορούσαν ιδιώνυμα υπουργικά αδικήματα, που ήταν ξεχωριστά από τα λοιπά ποινικά αδικήματα, τα οποία αφορούσαν τους υπόλοιπους πολίτες και κωδικοποιήθηκαν με το νομοθετικό διάταγμα 802/1971 της Χούντας.

Πόλωση και ποινική ευθύνη των Υπουργών πηγαίνουν μαζί, ως πολιτικό ζεύγος, επί δύο αιώνες και αυτό το πολιτικό ζεύγος δημιουργεί την τάση η εκτελεστική εξουσία να προσπαθεί να επηρεάσει ή να χειραγωγήσει την Δικαιοσύνη, όπως είχε επισημάνει ο αείμνηστος Καθηγητής Ιωάννης Μανωλεδάκης στον πρόλογο που είχε κάνει για το βιβλίο μου «Η ποινική ευθύνη των Υπουργών και των Υφυπουργών» το 1995.

Ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των Υπουργών, Πρωθυπουργών, ΠτΔ, (άρθρο 49 Σ, με ίδιες διαδικασίες αφού παραπέμπει στο άρθρο 86 του Συντάγματος) έρχεται από τις αρχές του 19ου αιώνα  και φυσικά εισήχθη από το αγγλικό πολίτευμα.

Ποια είναι όμως τα βασικά χαρακτηριστικά του;

Ήταν τα ιδιώνυμα υπουργικά αδικήματα δηλαδή τα αδικήματα που μόνο ένας Υπουργός μπορούσε να διαπράξει, η ειδική πολιτική διαδικασία δίωξης και το πολιτικό ή έστω ειδικό δικαστήριο που δίκαζε τα αδικήματα. Αν διαβάσουμε τους Αραβαντινό, Ν.Ν. Σαρίπολο, Κυριακού, Σγουρίτσα, του 19ου αιώνα και του πρώτου μισού του 20ου, θα καταρτιστούμε επαρκέστατα.

Μιλώ εδώ ως εισηγητής του κόμματος που εξορθολόγισε τον θεσμό, όπως έκανε και για το άρθρο 62, αφαιρώντας του πολιτικά χαρακτηριστικά που παραβίαζαν την αρχή της ισότητας των πολιτών απέναντι στο νόμο.

Α. Με το νόμο 2509/1997 καταργήθηκαν τα ιδιώνυμα υπουργικά αδικήματα του Ν.Δ. 802/1971, κι ήταν αυτό η σοβαρότερη υπεράσπιση της αρχής της ισότητας.

Β. Με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001 επεκτείναμε την αποσβεστική προθεσμία της Βουλής κατά μία Σύνοδο, δηλαδή κατά ένα ή περισσότερα χρόνια (ας κάνετε ένα ειδικό μάθημα στον αρχηγό σας, που διακινεί ένα ψέμα σε βάρος του Ευάγγελου Βενιζέλου), κι ακόμη εμείς

Γ. Προβλέψαμε την περαιτέρω δικαστικοποίηση του θεσμού, με το Σύνταγμα, αλλά και το νόμο 3126/2003.

Δ. Εμείς προβλέψαμε, επίσης, το Γνωμοδοτικό Συμβούλιο, δύο εισαγγελείς Εφετών, έναν Αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου, για υποβοήθηση της Βουλής (Ν.3361/2011).

Τι πρέπει όμως να κάνουμε σήμερα !!!

Υπάρχει συμφωνία και των τριών προτάσεων, ΣΥΡΙΖΑ ΝΔ ΚΙΝΑΛ, για την επιμήκυνση της αποσβεστικής προθεσμίας της Βουλής να ασκεί δίωξη από δύο έως τέσσερα χρόνια, που είναι σήμερα, σε περισσότερο χρόνο, προς την εξομοίωση με τον χρόνο παραγραφής εκάστου αδικήματος.

Άρα υπάρχει κοινή βάση. Η επόμενη Βουλή θα αναθεωρήσει. Όμως πρέπει να αξιοποιήσουμε τη σημερινή συζήτηση για να διατυπώσουμε από κοινού τρεις αρχές.

Πρώτη και σημαντικότερη, πως ο θεσμός της ποινικής ευθύνης των Υπουργών εμπεριέχει υπερεκχειλίζοντα πολιτικά στοιχεία εξορισμού!!!

Αρκεί να σας πω πως η τριπλή διάκριση της ευθύνης των Υπουργών σε πολιτικές, αστικές, ποινικές είναι αποτέλεσμα της γέννησης της δημοκρατικής αρχής, αλλά και της κοινοβουλευτικής αρχής. Διότι στα προεδρικά πολιτεύματα η ευθύνη είναι διπλή, αστική από τη μια και πολιτική και ποινική ταυτόχρονα από την άλλη και αναφέρομαι στο impeachment.

Πριν όμως την γέννηση της Δημοκρατίας η ευθύνη των Υπουργών ήταν ενιαία:

Οι Υπουργοί καταδικάζονταν σε θάνατο, εξορία, δημεύονταν οι περιουσίες τους π.χ. για την απώλεια ενός πολέμου, την μη σωστή οργάνωση της άμυνας ενός βασιλείου, την κακή οικονομική πολιτική, δηλαδή για αμιγώς πολιτικά τους σφάλματα τους επιβάλλονταν κλασσικές ποινές, όπως κάθειρξη, θάνατος, δήμευση περιουσίας.

Δεύτερη αρχή: Όπως δέχονται όλα τα μεγαλύτερα κόμματα είναι σωστό να μην εξομοιώνονται πλήρως η ποινική ευθύνη των Υπουργών με αυτή των πολιτών ως προς το δικάζον όργανο και την παρέμβαση της Βουλής. Μια απλή αναφορά στα όσα προείπα για τη συνεχή δίωξη των πολιτικών αντιπάλων στην Ελλάδα, αλλά και στην ύπαρξη ειδικών διαδικασιών σε πολλές άλλες χώρες π.χ. ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, κλπ επιχειρηματολογεί με άνεση υπέρ της άποψής μου αυτής.

Τρίτη αρχή: Επειδή και στις τρείς προτάσεις, του ΣΥΡΙΖΑ, της Νέας Δημοκρατίας και του Κινήματος Αλλαγής παραμένει αρμόδια η Βουλή να αποφασίζει για την κίνηση της σχετικής διαδικασίας, οφείλω να υπογραμμίσω ότι για την εκκίνηση η Βουλή πρέπει να διαθέτει μια ασφαλή αποδεικτική βάση, όπως έγραψα στο βιβλίο μου το 1997.

Γι αυτό και εμείς προτείνουμε πως αντί για «ΑΜΕΛΗΤΙ» ένα Δικαστικό Συμβούλιο Αρεοπαγιτών και Συμβούλων της Επικρατείας πρέπει να εξετάζει τα στοιχεία μιας υπόθεσης πριν την στείλει στη Βουλή.

Σε αυτές τις τρεις αρχές οφείλουμε να θεμελιώσουμε την πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 86.

Και αν δούμε τα σχετικά κείμενα των κομμάτων, ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ ΚΙΝΑΛ συμφωνούμε να διατηρηθεί μια ειδική-πολιτική διαδικασία, συμφωνούμε να αλλάξει η χρονική διάρκεια της αποσβεστικής διαδικασίας της Βουλής. Και ο ΣΥΡΙΖΑ προσθέτει την αναφορά, πως η περίπτωση της δωροδοκίας πρέπει να εξετάζεται ως κοινό ποινικό αδίκημα. Εδώ όμως το λάθος είναι πολύ σοβαρό. Ήδη συγκεντρώνεται εμπειρία, στην οποία δεν θα αναφερθώ σήμερα. Τη διάσταση του θέματος θα έχει την ευκαιρία ο ΣΥΡΙΖΑ να την αξιολογήσει μόνο αφού εξετασθεί η ενδεχόμενη διάπραξη αδικημάτων από τους δικούς του Υπουργούς στην επόμενη Βουλή. ‘Όταν δηλαδή θα αρκεί μια υπαινικτική ομιλία στην επόμενη Βουλή π.χ. για το αεροδρόμιο Ελ.Βενιζέλος, για να κινηθεί η ποινική δικαιοσύνη.

  1. ΤΕΛΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ

Ιδού, λοιπόν, η Ρόδος ιδού και το πήδημα. Αυτά περί άρθρων 62 και 86 του Συντάγματος.

Και να πως αποδεικνύονται λόγια του αέρα, αλλά και επικίνδυνα τα περί προοδευτικής ή νεοφιλελεύθερης ή περι σοσιαλιστικής αναθεώρησης του Συντάγματος. Το Σύνταγμα είναι το καταστατικό κείμενο της δημοκρατικής λειτουργίας και προϋποθέτει συναίνεση. Αυτό είναι και το νόημα των απαιτούμενων 180 ψήφων !!!

180 ψήφοι που δεν πρέπει να πάρουν οι υπό αναθεώρηση διατάξεις σε αυτή την Βουλή. Ακόμη και αν χρειαστεί η Αντιπολίτευση να ψηφίζει με τον Πρόεδρο ή τον Κοινοβουλευτικό Εκπρόσωπο των κομμάτων. Ακόμη και αν η πλειοψηφία χρειαστεί να μην ψηφίσει σύσσωμη.

Πάνω από 179 δεν πρέπει να πάρει καμία διάταξη.

Ίσως με εξαίρεση του άρθρου 86.

Γιατί η επόμενη Βουλή είναι de facto αδέσμευτη. Δεσμεύεται ως προς τα άρθρα. Αλλά αυτό, όπως είπαμε, θα το συζητήσουμε προς το τέλος της λειτουργίας της Επιτροπής αυτής.

Προηγούμενο άρθροΣυμμετοχή Υφυπουργού Παιδείας και Γ.Γ. Νέας Γενιάς στο Συμβούλιο Υπουργών Παιδείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Επόμενο άρθροΟμιλία του Προέδρου της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκου Μητσοτάκη στην παρουσίαση του Προγράμματος του Κόμματος για την Ηλεκτροκίνηση