Η πλειονότης των ιστορικών και γενικώς αρθρογράφων στην χώρα μας όχι μόνο επικρίνει, αλλά και κατακρίνει την περίοδο της βασιλείας. Θεωρεί ότι ήταν ξενοκίνητη, αυταρχική, παρεμβατική και βλαπτική για την Ελλάδα. Ορισμένοι διαπνεόμενοι και από αισθήματα ρεβανσισμού, λόγω ιδεολογικών αγκυλώσεων, χαρακτηρίζουν αρκετούς βασιλείς ως άτομα μειωμένης πνευματικής ικανότητος ή και πράκτορες-εντολοδόχους ξένων δυνάμεων. Μια προσεκτικότερη και αντικειμενικότερη μελέτη της ιστορίας, μας επιτρέπει να εξετάσουμε τα γεγονότα και τους θεσμούς αντικειμενικότερα.
Το παρόν άρθρο αναφέρεται σε δύο περιστατικά στα οποία ο θεσμός της βασιλείας υπήρξε, αν όχι σωτήριος, τουλάχιστον σημαντικός για την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων της χώρας μας. Και τα δύο, που δεν συμπίπτουν χρονικά, σχετίζονται με τις σχέσεις των βασιλικών οίκων της Ευρώπης, τις αλληλοεπιδράσεις και την αλληλοϋποστήριξη μεταξύ τους. Βέβαια πρωταρχικό στοιχείο στις σχέσεις μεταξύ των κρατών και των συνασπισμών αποτελούν τα συμφέροντα και οι κρατικές επιδιώξεις, αλλά και οι προσωπικοί και συγγενικοί δεσμοί δεν παύουν να επηρεάζουν καταστάσεις, μερικές φορές καθοριστικές.
Η πρώτη παρέμβαση αφορά στον “ατυχή” ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Ως γνωστό η χώρα μας ενεπλάκη σε μια στρατιωτική σύγκρουση παντελώς απροετοίμαστη διπλωματικά, οικονομικά και φυσικά στρατιωτικά. Κατόπιν των αλλεπαλλήλων ηττών του ελληνικού στρατού και ιδίως μετά την Μάχη του Δομοκού, τα οθωμανικά στρατεύματα προέλαυναν ακάθεκτα προς την Αθήνα. Επρόκειτο για την μετά το 1821 κρισιμότερη στιγμή της υπάρξεως του ελληνικού κράτους, το οποίο παρ΄ ολίγον θα έπαυε να υφίσταται και ως οντότητα.
Την τραγική κατάσταση διέσωσε ο “Αυτοκράτορας Πασών των Ρωσιών” Νικόλαος Β’, συγγενής της βασίλισσας Όλγας (1851-1926), μεγάλης Δούκισσας της Ρωσίας και συζύγου του βασιλέως των Ελλήνων Γεωργίου του Α΄. Ο τσάρος κατόπιν προσωπικής και εντόνου παρεμβάσεως προς τον Σουλτάνο Αβδούλ-Χαμίτ Β’ (1876-1909) ανάγκασε τα οθωμανικά στρατεύματα να παύσουν την προέλασή τους και να υπογράψουν ανακωχή της Ταράτσας στις 20 Μαΐου 1897. Εκτιμάται ότι τα κίνητρα της σωτηρίου παρεμβάσεως του Νικολάου ήταν περισσότερο προσωπικά, παρά πολιτικά, καθόσον την εποχή εκείνη, όπως και σήμερα, η χώρα μας είχε προσδεθεί ασφυκτικά στο δυτικό άρμα (τότε Αγγλία). Την ανακωχή ακολούθησε η ελληνοτουρκική συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως (1897) που περιελάμβανε ελαφρές συνοριακές διευθετήσεις εις βάρος ημών και καταβολή πολεμικής αποζημιώσεως 4 εκατομμυρίων τουρκικών λιρών. Για την είσπραξη του ποσού η Ελλάδα ετέθη υπό καθεστώς “Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου”. Απόδειξη ότι η Ιστορία είναι μια ζώσα κατάσταση που επαναλαμβάνεται.
Η δεύτερη παρέμβαση αφορά στην καθοριστική υπέρ της χώρας μας ανάμειξη του Γερμανού Αυτοκράτορα (Kaiser) Γουλιέλμου Β΄ κατά τις διαβουλεύσεις συνομολόγησης στην Συνθήκη του Βουκουρεστίου, που υπογράφηκε στις 28 Ιουλίου/10 Αυγούστου 1913. Με την παραπάνω συνθήκη τερματίζονται οι δύο νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμοι και διπλασιάζεται η πατρίδα μας εδαφικά και πληθυσμιακά (Από 63.211 τ. χιλ. σε 120.308 και από 2.631.952 κατοίκους σε 4.718.221). Ένα από τα θέματα προς διευθέτηση αποτέλεσε η τύχη της Καβάλας και της Ανατολικής Μακεδονίας. Η Ρωσία και η Αυστροουγγαρία επιθυμούσαν η περιοχή να αποδοθεί στην Βουλγαρία, ενώ η Αγγλία ήταν αδιάφορη. Η επίμονη και προσωπική παρέμβαση του Γουλιέλμου Β΄ υπέρ της Ελλάδος συνετέλεσε ώστε αφενός να αποσυρθούν οι αντιδράσεις της αυστριακής διπλωματίας και αφετέρου να αναγκαστεί να υποχωρήσει η αντίστοιχη ρωσική στις ελληνικές απαιτήσεις.
Το αποτέλεσμα ήταν να παραχωρηθεί η Καβάλα και η ευρύτερη περιοχή στο ελληνικό βασίλειο. Κατά την άποψη του γράφοντος τα μέγιστα συνετέλεσε η συγγενική σχέση του Γερμανού Αυτοκράτορα με τον βασιλέα των Ελλήνων Κωνσταντίνο Α’, καθόσον η σύζυγος του τελευταίου ήταν και αδελφή του πρώτου. Βέβαια, η βασίλισσα Σοφία (1870-1932) αποτέλεσε ένα αμφιλεγόμενο ιστορικό πρόσωπο, λόγω της γενικότερης στάσης της κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στην περίοδο του “Εθνικού Διχασμού”. Αυτό όμως δεν πρέπει να μας εμποδίζει να βλέπουμε όλη την “ιστορική αλήθεια” και όχι μέρος της.
Οι παρεμβάσεις των λεγομένων Μεγάλων Δυνάμεων στα “ελληνικά πράγματα” αποτέλεσε διαχρονικά ένα σύνηθες φαινόμενο, το οποίο παρουσίασε και παρουσιάζει ιδιαίτερη συχνότητα στην χώρα μας λόγω της γεωγραφικής της θέσεως και των πολλών γεωπολιτικών δρώντων στην περιοχή. Το φαινόμενο, εάν και όχι αποκλειστικά ελληνικό, επιδεινώνεται ανάλογα με την μείωση της γεωπολιτικής ισχύος της πατρίδας μας. Σε αυτό το πλαίσιο οι προσωπικότητες των δρώντων, οι διαπροσωπικές σχέσεις και διασυνδέσεις τους διαδραμάτισαν και αυτές το ρόλο τους, που πολλές φορές ήταν και είναι σημαντικός.