Ο εργάτης της Σοβιετικής Ένωσης «και την ορχήστρα του είχε και το χαβιάρι του είχε και τα σπα του είχε όταν έβγαινε από το ορυχείο». Αυτό μας είπε η Λιάνα Κανέλλη στην τηλεόραση την περασμένη Πέμπτη (στην εκπομπή του ΣΚΑΪ «Οι Αταίριαστοι»). Κι, ενώ πολλά μπορεί να πει και να αμφισβητήσει κανείς για το ιδεολογικό κήρυγμα στο οποίο επιδίδεται συχνά η κ. Κανέλλη δημοσίως, όταν γίνεται τόσο συγκεκριμένη όπως στην προκειμένη περίπτωση, κάποιος μπορεί να σκεφτεί δικαιολογημένα πως δεν μπορεί να πέφτει τελείως έξω. Ένας άνθρωπος με δημόσιο αξίωμα που, αν μη τι άλλο, γνωρίζει πολύ καλά τα του Κομμουνισμού, μας λέει ότι στην ΕΣΣΔ ο εργάτης είχε πολυτέλειες όπως ορχήστρα, χαβιάρι και σπα. Δεν μπορεί να λέει εντελώς ψέματα, έτσι δεν είναι;
Και ναι και όχι, είναι η απάντηση. Όλη η ουσία είναι στο τι ακριβώς σημαίνει «πολυτέλεια» γιατί όλα τα υπόλοιπα μπορεί να είναι σχετικά. Π.χ., πολυτέλεια μπορεί να είναι ο αίθριος καιρός και ο ήλιος που λάμπει καθημερινά, αλλά μόνο αν η μόνιμη κατοικία σου είναι κάπου στην (πολύ) Βόρεια Ευρώπη. Για να μην το μπερδεύουμε παραπάνω όμως το ζήτημα, ας πιάσουμε ένα ένα τα λεγόμενα της κ. Κανέλλη.
Το χαβιάρι για τους Ρώσους είναι περίπου ό,τι και το ελαιόλαδο για τους Έλληνες. Ακριβό από τη μία, γιατί η ζήτηση παγκοσμίως είναι σχετικά υψηλή, αλλά και προσιτό από την άλλη, γιατί εγχωρίως το βρίσκεις εύκολα. Υπήρχε εποχή όπου στη Σοβιετική Ένωση το χρησιμοποιούσαν ως μέσο συναλλαγής και, γενικότερα, όταν έπεφτε στα χέρια κάποιου φτωχού, εκείνος συνήθως προτιμούσε να το πουλήσει παρά να το καταναλώσει. Σε κάθε περίπτωση, προοριζόταν για εξαγωγές και, για λόγους που δεν είναι της παρούσης, από τον θάνατο του Στάλιν κι έπειτα οι τιμές του το έκαναν ιδιαίτερα δυσπρόσιτο για τον μέσο σοβιετικό. Οπότε, όχι, το χαβιάρι δεν περίμενε τον εργάτη στο τραπέζι του μετά το ορυχείο, για να το απολαύσει μαζί με βότκα πριν έρθει το κυρίως πιάτο με τη μπριζόλα, γιατί περίπου κάτι τέτοιο εννόησε η κ. Κανέλλη. Στην καλύτερη, ήταν κλεισμένο στο ντουλάπι για να ανοιχτεί την Πρωτοχρονιά ή σε κάποιο γάμο.
Πάμε τώρα στα σπα, που είναι μάλλον το πιο ενδιαφέρον σημείο της υπόθεσης γιατί, ω ναι, ο εργάτης της Σοβιετικής Ένωσης είχε πραγματικά το σπα του μετά το ορυχείο. «Πώς γίνεται αυτό;», θα αναρωτηθείτε… Η απάντηση είναι πιο «σοβιετική» από ό,τι ενδεχομένως περιμένετε: Το σπα ήταν υποχρεωτικό! Κάθε εργάτης έπρεπε να περάσει υποχρεωτικά δύο εβδομάδες ετησίως σε κρατικό σανατόριο (αυτός ο όρος επικρατούσε για το αντίστοιχο του σημερινού «σπα» στην Ανατολική Ευρώπη), ώστε να επανέλθει «φρέσκος» στην εργασία του, και το «καλύτερο» από όλα είναι πως απαγορευόταν να πάρει μαζί του και την οικογένειά του. Επίσης, το ποτό και ο χορός απαγορευόταν στις εγκαταστάσεις, όπως και ο έντονος θόρυβος, γιατί υποτίθεται πως οι διαμένοντες του σανατορίου συλλογίζονταν το σοσιαλιστικό κράτος. Αυτό θα πει καλοπέραση…
Τέλος, για τις ορχήστρες και τη μουσική, είναι γνωστό πως το ραδιόφωνο στην ΕΣΣΔ έπαιζε μονίμως κλασικά έργα, ενώ οι σημερινοί κομμουνιστές – όπως καλή ώρα η κ. Κανέλλη – έχουν να λένε για τις ορχήστρες που κατέβαιναν στα εργοστάσια της ΕΣΣΔ για να παίζουν μπροστά στους εργάτες. Πολύ ωραία όλα αυτά, αλλά είναι παράλληλα και θλιβερά, αν σκεφτεί κανείς τον ασφυκτικό έλεγχο του καθεστώτος επάνω στις δημιουργίες ταλαντούχων καλλιτεχνών της ΕΣΣΔ, που στερούσε από το κοινό την επαφή με νέα έργα. Όπως είπε και ο Λένιν «Κάθε καλλιτέχνης έχει το δικαίωμα να δημιουργεί ελεύθερα και ανεξάρτητα. Ωστόσο, είμαστε κομμουνιστές και δεν πρέπει να στεκόμαστε με σταυρωμένα χέρια και να αφήσουμε το χάος να αναπτυχθεί όπως θέλει. Πρέπει να καθοδηγούμε συστηματικά αυτήν τη διαδικασία και να διαμορφώνουμε το αποτέλεσμα».
Υπό αυτές τις συνθήκες, συγγνώμη, αλλά ό,τι κι αν ήταν αυτό που άκουγαν οι εργάτες στη Σοβιετική Ένωση, μετά βίας μπορούμε να το ονομάσουμε «μουσική», γιατί η μουσική ταυτίζεται εννοιολογικά με την έμπνευση… Κι ας τους περίμενε μετά το ορυχείο μία ορχήστρα μες στο σαλόνι τους.
Για να το κλείσουμε, η κ. Κανέλλη είπε την εν λόγω φράση με αφορμή την απεργία των ναυτεργατικών σωματείων, λέγοντας αρχικά πως οι εργάτες που έχουν φτιάξει τα καράβια με τα χέρια τους, δεν μπορούν σήμερα να τα απολαύσουν, σε αντίθεση με τους εργάτες στη Σοβιετική Ένωση που είχαν τα σπα και τις ορχήστρες τους. Αλήθεια, ποιοι νομίζει ότι πηγαίνουν για διακοπές με τα πλοία των γραμμών που ξεκινούν από Πειραιά; Ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Μπιλ Γκέιτς; Άλλα, έστω, ας πούμε ότι ο ναυτεργάτης σήμερα δεν μπορεί να πάρει το πλοίο για να πάει Μύκονο και Σαντορίνη… Αν το πλοίο τού κάνει δωρεάν ένα ταξίδι στη Σοβιετική Ένωση του 1970, τι λέτε ότι θα πει ο άνθρωπος; «Τι ωραία που είναι εδώ! Δείξτε μου προς τα πού είναι τα ορυχεία και φύγετε»;