Τον έντονο προβληματισμό τους για την πορεία της ελληνικής οικονομίας εκφράζουν κορυφαίοι παράγοντες της αγοράς, στο φόντο και της “αναιμικής” πορείας της οικονομίας της ΕΕ, όπου, κυρίως, αναφέρεται η Ελλάδα, τόσο για τις εξαγωγές της όσο και για τον τουρισμό της.
Σημειώνεται ότι, όπως αναφέρει η Κομισιόν, στις χειμερινές της προβλέψεις, μετά από υποτονική ανάπτυξη πέρυσι, το 2024 ξεκίνησε με χαμηλότερους από τους αναμενόμενους ρυθμούς. Συγκεκριμένα, οι χειμερινές ενδιάμεσες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αναθεωρούν προς τα κάτω την ανάπτυξη στην ΕΕ και στην ευρωζώνη σε 0,5 % το 2023, από 0,6 % στις φθινοπωρινές προβλέψεις, και σε 0,9 % (από 1,3 %) στην ΕΕ και 0,8 % (από 1,2 %) στην ευρωζώνη το 2024. Το 2025 η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να αυξηθεί κατά 1,7 % στην ΕΕ και κατά 1,5 % στην ευρωζώνη.
Όπως αναφέρεται, οι προβλέψεις αυτές χαρακτηρίζονται από αβεβαιότητα λόγω των παρατεταμένων γεωπολιτικών εντάσεων και του κινδύνου περαιτέρω επέκτασης της σύγκρουσης στη Μέση Ανατολή. Η αύξηση του κόστους αποστολής μετά τις διαταραχές του εμπορίου στην Ερυθρά Θάλασσα αναμένεται να έχει μόνο οριακό αντίκτυπο στον πληθωρισμό. Ωστόσο, περαιτέρω διαταραχές θα μπορούσαν να προκαλέσουν νέα σημεία συμφόρησης στον εφοδιασμό που ενδέχεται να περιορίσουν την παραγωγή και να αυξήσουν τις τιμές.
Με βάση όσα καταγράφει η Κομισιόν, οι κίνδυνοι για τις βασικές προβολές για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό συνδέονται με το αν η κατανάλωση, η αύξηση των μισθών και τα περιθώρια κέρδους θα υπερβούν τις προσδοκίες ή αν θα υστερούν σε σχέση με αυτές, καθώς και με το πόσο υψηλά θα παραμείνουν τα επιτόκια και για πόσο καιρό. Οι κλιματικοί κίνδυνοι και η αυξανόμενη συχνότητα των ακραίων καιρικών φαινομένων εξακολουθούν να αποτελούν απειλή.
Η αγορά
Στο πλαίσιο αυτό πυκνώνουν οι αναφορές παραγόντων του οικονομικού κόσμου που “κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου” και υπογραμμίζουν την ανάγκη για μεταρρυθμίσεις, αλλά και μέτρα που θα “θωρακίζουν” την οικονομία, εμπλουτίζοντας τις δυνατότητές της και τις παραγωγικές της στοχεύσεις.
Είναι ενδεικτικό ότι, το περασμένο Σαββατοκύριακο, στην Αρκαδία, στο πλαίσιο της παρουσίασης των επενδύσεων της εγχώριας βιομηχανίας φαρμάκου, που ήδη υλοποιούνται για την περίοδο 2020-2026 και περιλαμβάνουν 10 νέα εργοστάσια, 22 νέες μονάδες παραγωγής και 14 νέες ερευνητικές δομές, αλλά και ειδικότερα της παρουσίασης της ανάπτυξης στην Τρίπολη ενός περιφερειακού κόμβου παραγωγής με τρία νέα εργοστάσια, (τα δυο θα είναι έτοιμα το 2025) με επένδυση άνω των 180 εκατ. ευρώ, από τρεις εταιρείες (Win Μedica, DEMO, FARAN) ο Δημήτρης Δέμος Διευθύνων Σύμβουλος και Αντιπρόεδρος της DEMO ΑΒΕΕ και αντιπρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Φαρμακοβιομηχανίας τόνισε την ανάγκη “ανάγνωσης” των κινδύνων και ενίσχυσης των μέτρων στήριξης της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής ως “ανάχωμα” στα “ρίσκα” που καταγράφονται διεθνώς.
“Το επόμενο βήμα είναι ότι χώρες, όπως η Γερμανία μπαίνουν σε ύφεση την ώρα που το επίπεδο οικονομικών σχέσεων Γερμανίας – Κίνας αντιμετωπίζει ζητήματα” ανέφερε και σημείωσε ότι στο φόντο των εξελίξεων μετά την πανδημία αλλά και των νέων ισορροπιών στο παγκόσμιο σύστημα “έρχεται ανακατονή παραγωγικών ροών μεταξύ των χωρών ΕΕ”, κάτι που όπως τόνισε δημιουργεί ευκαιρίες για την χώρα, που αποτελεί το 5ο μεγαλύτερο παραγωγικό οικοσύστημα στην Ευρώπη στον κλάδο του φαρμάκου.
Αλλαγή παραγωγικού μοντέλου
Επίσης, πρίν λίγες μέρες, στο πλαίσιο της παρουσίασης του επενδυτικού σχεδίου του Ομίλου CORDIA ο εκτελεστικός πρόεδρος του επενδυτικού ταμείου SMERemediumCap (SMERC) Νίκος Καραμούζης, που ελέγχει τον Όμιλο Cordia μίλησε για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και δεν έκρυψε την ανησυχία του για το μέλλον, εκφράζοντας συγκεκριμένες ενστάσεις.
Όπως είπε η Ελλάδα βρίσκεται ασφαλώς πια σε φάση ανάπτυξης, έπειτα από τα δύσκολα χρόνια της κρίσης, αλλά και της πανδημίας, ενώ σημείωσε πως η παρούσα κυβέρνηση είναι φιλική προς τις επενδύσεις και εχει κάποιες κινήσεις που ευνοούν το επιχειρηματικό περιβάλλον.
Τα μεγάλα ζητήματα
Ωστόσο, συνέχισε, λέγοντας πως η Ελλάδα εξακολουθεί να ταλανίζεται από συγκεκριμένα προβλήματα που την κρατούν πίσω και εκτίμησε πως -αν δεν αλλάξει κάτι άμεσα- η ανάπτυξη θα “φρενάρει” το 2025 και το 2026. Πέρα από το θέμα των ‘κόκκινων δανείων” που, όπως είπε “γυρίζει γύρω γύρω σε διάφορα σχήματα, παραμένοντας ενεργό”, το έλλειμμα εργατικών χεριών και το οξύ δημογραφικό πρόβλημα, όπως το χαρακτήρισε, αποτελούν τα μεγάλα αγκάθια για την ελληνική οικονομία.
Συνάμα, παρά τα όσα λέγονται και εξαγγέλονται τα επίσημα στοιχεία δείχνουν πως η χρόνια αποεπένδυση εξακολουθεί να είναι μη αντιμετωπίσημη και ο ρυθμός των επενδύσεων παραμένει εξαιρετικά χαμηλός συγκρινόμενος με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. “Οι επενδύσεις υπολείπονται τόσο σε ποιότητα, όσο και σε ανταγωνιστικότητα”, τόνισε και έκανε ιδιαίτερη αναφορά στον αγροτικό τομέα.
Πρωτογενής παραγωγή
Η εγκατάλειψη του αγροτικού τομέα από όλες τις ελληνικές κυβερνήσεις διαχρονικά αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξη, είπε ο κ. Καραμούζης και συμπλήρωσε πως το παράδειγμα της Ολλανδίας δείχνει το δρόμο που θα έπρεπε κι εμείς να ακολουθήσουμε. Η Ολλανδία χώρα μικρότερη από την Ελλάδα έχει δημιουργήσει τεράστια εξαγωγική δυναμική, καθώς επένδυσε στον πρωτογενή τομέα και τώρα είναι σε απόλυτα νούμερα 10 φορές πιο παραγωγική από τη χώρα μας.
Ο κ. Καραμούζης σημείωσε ακόμα πως από το 2009 κιόλας, όταν ήταν ακόμη στο τιμόνι της Eurobank είχε μιλήσει για ανάγκη αλλαγής παραγωγικού μοντέλου. Ωστόσο, σημείωσε πως από τότε μέχρι σήμερα και παρά την κρίση, η κατανάλωση ήταν και παραμένει ο οδηγός της ανάπτυξης στην Ελλάδα. Πρόσθεσε επίσης πως στην Ελλάδα “έχουμε μόνο 420 μεγάλες επιχειρήσεις, την ώρα που η Πορτογαλία έχει 900”. Την ίδια ώρα οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις δυσκολεύονται να ανταπεξέλθουν και έτσι η χώρα μένει πίσω. Χρειάζονται τόνισε επιχειρηματικά σχήματα και συνεργασίες.