Η Αριστερά πάντα υπογράμμιζε τη διεθνιστική πτυχή της ιδεολογίας της, αλλά από τη λήξη του ψυχρού πολέμου κι έπειτα και, ειδικότερα, τα τελευταία περίπου είκοσι χρόνια, που ο φιλελευθερισμός οδηγεί την υφήλιο σε υψηλές ταχύτητες προόδου, αυτή η πτυχή έχει μετατραπεί σε κωμικοτραγική εμμονή. Μιλάμε, συγκεκριμένα, για το φαινόμενο όπου ευρωπαϊκές αριστερές δυνάμεις φέρνουν τον εαυτό τους στη δύσκολη θέση να δικαιολογούν σοσιαλιστές δικτάτορες και συνηθίζουν να πανηγυρίζουν όποτε ένας αριστερός (ή και απλώς μη δεξιός) ηγέτης κερδίζει εκλογές σε χώρες μισό πλανήτη μακριά.
Για να καταλάβετε τη γελοιότητα, φανταστείτε κάτι ανάλογο να έκανε και η Δεξιά και να πανηγύριζε κυριολεκτικά κάθε φορά που θα διεξάγονταν εκλογές στις ΗΠΑ ή να έγραφαν δεξιοί συντάκτες προπαγανδιστικά άρθρα για το τι ωραίο πράγμα είναι το έθνος-κράτος και πόσο υπέροχες είναι οι τράπεζες, όποτε κέρδιζε εκλογές κάπου στον κόσμο ένας δεξιός πολιτικός.
Όλα τα παραπάνω τα γράφουμε με αφορμή τους πανηγυρισμούς της ελληνικής Αριστεράς για τη νίκη του αριστερού Γκάμπριελ Μπόριτς επί του ακροδεξιού Χοσέ Αντόνιο Καστ στις πρόσφατες προεδρικές εκλογές της Χιλής. Για να μην παρεξηγηθούμε, η εκλογική ήττα ενός ακροδεξιού υποψηφίου, οπουδήποτε και οποτεδήποτε, είναι πάντα καλή είδηση. Απλά η ελληνική Αριστερά περιγράφει τον Μπόριτς περίπου ως τον νέο Αλιέντε και λέει τα ίδια που έλεγε και για τον Μαδούρο όταν πρωτοεκλέχθηκε το 2013, ότι δηλαδή η ελπίδα κατά του νεοφιλελευθερισμού ανατέλλει από τη Λατινική Αμερική (πάλι!) και ότι ο νέος Χιλιανός πρόεδρος είναι κάτι σαν ένας φάρος δικαιοσύνης και ελευθερίας στο σκοτεινό υποτίθεται κόσμο του καπιταλισμού. Συνεπώς, δεκάρα δεν δίνει η ελληνική Αριστερά για την ήττα της ακροδεξιάς. Ξανά επανάσταση και ηγέτες κατά του καπιταλισμού θέλει να πουλήσει…
Στο μεταξύ, βλέποντας λίγο καλύτερα την περίπτωση της Χιλής, το πρώτο πράγμα που διαπιστώνει κανείς είναι ότι υπάρχει ζήτημα για το κατά πόσο ο νέος Χιλιανός πρόεδρος είναι κανονικός αριστερός ή «κινείται» περισσότερο προς το κέντρο: Από τη μία, υπήρχε ήδη υποψηφιότητα από την Κεντροαριστερά στις εκλογές, η οποία στήριξε τον Μπόριτς στο δεύτερο γύρο… Από την άλλη, ο Μπόριτς έχει εκφραστεί αρνητικά για τα καθεστώτα σε Κούβα και Βενεζουέλα, κάτι που θεωρείται ταμπού στις τάξεις της Αριστεράς διεθνώς. Για την ελληνική Αριστερά, δε, δεν το συζητάμε… Το να πει κανείς κακή κουβέντα για τον Μαδούρο συγκαταλέγεται στα θανάσιμα αμαρτήματα, μαζί με την ενασχόληση με τα οικονομικά και το να φοράς γραβάτα.
Ασχέτως πάντως από το τι είδους ηγέτης είναι ή μπορεί να προκύψει στο μέλλον ο Μπόριτς, αν κάτι οφείλουμε να σημειώσουμε σε σχέση με τις εκλογικές νίκες της Αριστεράς στη Λατινική Αμερική, είναι οι ιδιαιτερότητες που έχει η πολιτική σε εκείνη την περιοχή του πλανήτη. Συγκεκριμένα, στο μεγαλύτερο μέρος της Κεντρικής και της Νότιας Αμερικής, το εκκρεμές της πολιτικής κινήθηκε ιστορικά ανάμεσα σε έξωθεν επιβεβλημένους δικτάτορες και σε σοσιαλιστές που κόμιζαν την επανάσταση, δημιουργώντας εν τέλει μία βαθιά αριστερή παράδοση και μετατρέποντας την Αριστερά από αντισυστημικό ρεύμα, όπως είναι στα περισσότερα ανεπτυγμένα κράτη, σε κύρια δύναμη του status quo. Ως εκ τούτου, με τον φιλελευθερισμό στη Λατινική Αμερική κατά κανόνα συμπιεσμένο από το μέγεθος των άκρων, το δίλημμα Αριστερά ή Ακροδεξιά (όπως είχε συμβεί πριν λίγα χρόνια στη Βραζιλία, συνέβη τώρα στη Χιλή και πιθανότατα θα συμβεί κάποια στιγμή στη Βενεζουέλα) δεν φαίνεται ακριβώς αφύσικο, ούτε είναι σπάνιο όπως στην Ευρώπη.
Εν κατακλείδι, το τι ακριβώς θα φέρει για τη Χιλή αυτό το εκλογικό αποτέλεσμα μένει να το δούμε. Ο Μπόριτς μπορεί να είχε μία καλή πορεία ως τώρα και να φαίνεται σαν ένας καλός ηγέτης, αλλά αν η χώρα του ακολουθήσει τον αριστερό δρόμο της Βενεζουέλας ή ακόμα και της ιδιαίτερης περίπτωσης της Αργεντινής, τα πράγματα δεν θα είναι καλά για το χιλιανό λαό, τουλάχιστον μακροπρόθεσμα, και αυτό γιατί στην πολιτική οι καλές προθέσεις δεν μετράνε καθόλου. Έτσι έχει γράψει και η Ιστορία: Στην αρχή, όλοι εκείνοι οι ηγέτες της Λατινικής Αμερικής που είχαν στο επίκεντρο της πολιτικής τους την αναδιανομή του πλούτου αγαπήθηκαν από τους λαούς τους και αποθεώθηκαν από τους Ευρωπαίους αντικαπιταλιστές, όπως συνέβη π.χ. με τον Ούγκο Τσάβες ή την Κριστίνα Κίρχνερ (θυμηθείτε το «μακάρι να γίνουμε Αργεντινή» του Αλέξη Τσίπρα)… Κάποτε όμως τα λεφτόδεντρα τελειώνουν και όταν δεν υπάρχουν αναπτυξιακές πολιτικές με κάποια βασικά και ξεκάθαρα στοιχεία φιλελευθερισμού, η οικονομία παίρνει αμετάκλητα το δρόμο της κατάρρευσης…