Είμαστε μια χώρα κι ένας λαός μπερδεμένος απ’ άκρη σ’ άκρη.
Ένας λαός που επιθυμεί την ευμάρεια της Δύσης μα ο ίδιος δεν αποκόπτεται από την ραστώνη της Ανατολής.
Ένας λαός που οι χρυσαυγίτες τραγουδούν Ρίτσο κι οι παππάδες του Αγίου όρους ζητούσαν μόλις προχθές να πάρουμε πίσω την Αγιά Σοφιά, τη Μικρασία και τον Πόντο.
Ένας λαός, ο ύστατος, του υπαρκτού σοσιαλισμού, μα και του υπαρκτού σουρεαλισμού.
Που ο ακραίος σε λόγο μητροπολίτης Πειραιά, ασπάζεται τον… Μίκη Θεοδωράκη!
Που ο σύμβουλος του πρωθυπουργού, που δεν πήγε καν στον στρατό, κατηγορεί ως… πατριδοκάπηλους εκείνους που πήγαν στα συλλαλητήρια!
Που η κίνηση «Πράττω» του υπουργού Εξωτερικών, πήγε στο συλλαλητήριο της Αθήνας να διαμαρτυρηθεί εναντίον των κινήσεων του!
Τα σκεφτόμουν αυτά, μόλις διάβαζα κάποια άκρως υβριστικά email που έλαβα, με αφορμή τη τοποθέτησή μου (άρθρο «Η πλατεία ήταν γεμάτη») για τον Μίκη Θεοδωράκη.
Τι έγραψα ακριβώς;
«Μα, μπορεί κάποιος να παίρνει σοβαρά τον Μίκη Θεοδωράκη αναφορικά με τις πολιτικές του παρεμβάσεις; Προσωπικά τιμώ το έργο του μέγιστου μουσουργού, μα όχι την πολιτική του διαδρομή».
Κι επιμένω.
Ο Μίκης Θεοδωράκης στην πολιτική του διαδρομή έχει ταυτιστεί με παντελώς αλλοπρόσαλλους πολιτικούς δρόμους και τοποθετήσεις.
Βέρος κομμουνιστής, αναφώνησε το περίφημο «Καραμανλής ή τανκς», το 1974.
Αφού είχε ουκ ολίγα επεισόδια με την ΚΝΕ, λίγο μετά, 1976, έφυγε από το ΚΚΕ εσωτερικού και προσχώρησε στο ΚΚΕ. Με τη σημαία του οποίου κατέβηκε. 1978, υποψήφιος δήμαρχος των Αθηναίων.
Λίγο μετά, 1981, ξέχασε και τον Καραμανλή και το ΚΚΕ και ταυτίστηκε με τον Ανδρέα Παπανδρέου.
Αργότερα, 1990 – 1992, έγινε υπουργός … άνευ χαρτοφυλακίου, της φιλελεύθερης κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Λίγο μετά, τάχθηκε υπέρ του Σημίτη.
Κι ύστερα, 2004, ανέβηκε τα σκαλοπάτια του Μεγάρου Μαξίμου κι εκτίμησε τον Κώστα Καραμανλή.
Πιο ύστερα δημιούργησε τη «Σπίθα», με παντελώς ετερόκλητα –ακόμη κι εθνικιστικά στοιχεία. Κι αλά μπρατσέτα με τον Πελεγκρίνη και τον Κασιμάτη, διαδήλωναν σε δρόμους και πλατείες, φωνάζοντας ότι μας κυβερνούν… γερμανοτσολιάδες κι ότι η Ελλάδα είναι υπό κατοχή.
Μετά, δεχόταν στο σπίτι του τον Αλέξη Τσίπρα που τον κολάκευε, το δε 2015, δήλωσε οπαδός του «επαναστάτη της Μεσογείου» και παρότρυνε την κοινωνία να τον στηρίξει.
Προφανώς, δεν είχε κατανοήσει τότε, ότι ήταν εθνομηδενιστής!
Πριν λίγο καιρό θρήνησε τον Κάστρο, ενώ πριν λίγους μήνες μας μιλούσε για τον πατερούλη Στάλιν, με αφορμή το συνέδριο στην Εσθονία, που ασχολήθηκε με τα εγκλήματα του κομμουνισμού.
Α, μη ξεχάσω κι ότι ο 1997 περιόδευε τα Σκόπια κι έκανε συναυλίες, ενώ πήγε κι απέτισε φόρο τιμής στον …τάφο του Ζορμπά.
Με όλα αυτά παθαίνει κάποιος vertigo, μα αυτό δεν εμπόδισε τον Μίκη Θεοδωράκη να βγει στην πλατεία. Αυτή τη φορά ως Μακεδονομάχος.
Ε, λοιπόν, συμπαθάτε με.
Διατηρώντας το δικαίωμα της κρίσης, υποκλίνομαι με ταπεινότητα στο πολιτισμικό του έργο, μα εκτιμώ ότι δεν μπορώ να λαμβάνω σοβαρά υπ’ όψη μου τις πολιτικές παρεμβάσεις του.
Κι επιμένω στην άποψη που έχω διατυπώσει εδώ και καιρό.
Ότι πρόσωπα με βαθειά ιστορία, οφείλουν να τα προστατεύουν οι δικοί τους άνθρωποι, όταν το γήρας κτυπήσει για τα καλά την πόρτα τους.
Η εικόνα του Μίκη Θεοδωράκη στο καροτσάκι, δημιούργησε πράγματι ρίγη συγκίνησης.
Μα η συγκίνηση είναι απότοκος του συναισθήματος. Και με το συναίσθημα δεν ασκείς πολιτική. Ειδικά όταν όλη σου η πολιτική διαδρομή δεν αποτελεί και κάποιο θέσφατο πολιτικής σοφίας και συνέπειας.
Πάντως, έστω και μετά από εβδομήντα χρόνια, η ομολογία του ότι ο Αριστερός φασισμός είναι ο χειρότερος, ίσως ν’ αποτελεί τη σημαντικότερη θέση του.
Μαζί με αυτή που έλεγε, «Καραμανλής ή τανκς».
Όχι επειδή μου είναι αρεστές, αλλά επειδή είναι οι μόνες που στέκουν «όρθιες» μέσα στα στροβιλίσματα της ζωής του και της ζωής μας…