Με το 8σέλιδο απολογητικό του υπόμνημα, ο 40χρονος συζυγοκτόνος της Δάφνης, επέρριψε ευθύνες και στην γυναίκα του, επικαλούμενος ότι τον απατούσε, και έτσι θόλωσε το μυαλό του. Ο 40χρονος, μετά το πέρας της σημερινής απολογίας του, κρίθηκε προφυλακιστέος.
Ειδικότερα, ο συζυγοκτόνος, με το απολογητικό του υπόμνημα επιβεβαίωσε όσα ανέφερε κατά την προανακριτική του απολογία, και στην συνέχεια αρνήθηκε ότι είναι ζηλόφθονας και ότι υπήρξε δράστης ενδοοικογενειακής βίας, ισχυριζόμενος παράλληλα ότι οι καταθέσεις των γειτόνων του επί του θέματος αυτού, είναι αντιφατικές.
Συγκεκριμένα, στο υπόμνημά του, μεταξύ των άλλων, αναφέρει:
«Θέλω να τονίσω πως είμαι συντετριμμένος, ‘διαλυμένος’ ψυχικά και μετανιωμένος γι’ αυτό που έπραξα, από το επόμενο κιόλας δευτερόλεπτο, δι’ ον λόγο και εμφανίστηκα στο κατά τόπον αρμόδιο Αστυνομικό Τμήμα, όπου εξιστόρησα με κάθε λεπτομέρεια τι είχε συμβεί.
Απολογούμαι, όχι μόνο στην υμέτερη αρχή Σας, αλλά κυρίως στους γονείς της συζύγου μου και κυρίως το μοναχοπαίδι μας» επισημαίνεται στο υπόμνημα.
Σε μια προσπάθεια να καταδείξει ότι ενήργησε εν βρασμό, ανέφερε στον ανακριτή ότι δεν σκεφτόταν λογικά: «Δεν έπρεπε να ενεργήσω έτσι. Δεν ήξερα τι έκανα, θόλωσα! Άκουγα τις καταγραφές όπου αποτυπώνονται οι εξωσυζυγικές ερωτικές πράξεις της συζύγου μου, όχι απλώς στην κατοικία μας, αλλά στο δωμάτιο του παιδιού μας και προσπαθούσα να συνειδητοποιήσω, χωρίς να μπορώ, τι είχε συμβεί. Το άκουγα και αισθανόμουν μια ζάλη, ότι είχα αρχίσει να τρελαίνομαι, χωρίς να μπορώ να το περιγράψω ακριβώς με λόγια».
Παράλληλα, επιχείρησε να επιρρίψει και ευθύνες στην σύζυγό του, υποστηρίζοντας ότι διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση, προσκομίζοντας στον ανακριτή ένα stick USB με συνομιλίες της συζύγου του με τρίτο πρόσωπο, στις οποίες – σύμφωνα με εκείνον – αποδεικνύονται οι ισχυρισμοί του περί ερωτικών σχέσεων της γυναίκας του.
Συγκεκριμένα, ανέφερε:
«Με τη σύζυγό μου διαπληκτιστήκαμε πριν την σκοτώσω και δεν την σκότωσα αιφνίδια στον ύπνο. Αυτό προκύπτει, τόσο από την ώρα που έλαβε χώρα το συμβάν, όσο και από τα ρούχα που φορούσε, αλλά και από το γεγονός ότι μου επιτέθηκε στην μύτη και στην αριστερή πλευρά του σώματος μου, όταν με χτύπησε και με γρατζούνισε. Τούτο προκύπτει, τόσο από την εμφάνιση μου ενώπιον σας, όσο και από σχετικές φωτογραφίες που προσκομίζω”.
Από την προανάκριση, ο κατηγορούμενος είχε υποστηρίξει ότι πριν από ενάμιση περίπου μήνα η συμπεριφορά της συζύγου του άλλαξε και του είχε ζητήσει να χωρίσουν. Ο ίδιος σταδιακά κατάλαβε πως υπήρχε μία διαφορά στη συμπεριφορά της 31χρονης, η οποία μιλούσε συνεχώς στο κινητό της και σε εφαρμογές κοινωνικής δικτύωσης, πράγμα για το οποίο τσακωνόντουσαν συνεχώς, αναφέροντας:
«Την 11η Ιουλίου 2021 μαλώσαμε πολύ άσχημα. Εγώ μόλις είχα γυρίσει από τη δουλειά με το παιδί και όταν μπήκα στο σπίτι εκείνη ήταν στο υπνοδωμάτιο του παιδιού με κλειδωμένη πόρτα. Τη ρώτησα για ποιο λόγο το κάνει αυτό και εκείνη μου αποκρίθηκε ‘ό,τι θέλω θα κάνω, δεν δίνω λογαριασμό σε κανέναν’.
Κατά τον διαπληκτισμό, αυτή μου φώναξε ‘είσαι άχρηστος, δεν είσαι άντρας, είσαι γυναικούλα, κρύβεσαι πίσω από τον μπαμπά και τη μαμά’ ενώ κινήθηκε επιθετικά προς το μέρος μου. Εγώ την έσπρωξα προς το εσωτερικό του δωματίου και έπεσε στο πάτωμα. Εκνευρίστηκε, σηκώθηκε και στο διάδρομο με χτύπησε στο πρόσωπο, το οποίο στη συνέχεια έπραξα και εγώ».
Χρειάστηκε να παρέμβει ο γιος τους, όπως λέει, προκειμένου να ηρεμήσουν τα πνεύματα, ωστόσο κατά τον κατηγορούμενο, μετά από πέντε μέρες εκείνη του επιτέθηκε ξανά. Στη συνέχεια, ο ίδιος, με συμβουλή ιδιωτικού ντετέκτιβ, τοποθέτησε μηχάνημα καταγραφής φωνής στο δωμάτιο του παιδιού του, ώστε να παρακολουθεί τις συζητήσεις που έκανε η γυναίκα του όταν εκείνος έλειπε. Από τις συνομιλίες, σύμφωνα με το υπόμνημα, κατάλαβε ότι η γυναίκα του διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση, καθώς και ότι εκείνη δαπανούσε χρήματα για να αγοράζει δώρα για τον φίλο της.
Σύμφωνα πάντα με την απολογία του «μου γύρισε το μυαλό με αυτά που είχα ακούσει. Πήγα στην κουζίνα, πήρα ένα μαχαίρι από το συρτάρι, μεγάλο, καφέ και πήγα προς το δωμάτιο του γιου μας. Η πόρτα ήταν ξεκλείδωτη, καθώς άκουσα τη συμβουλή του πεθερού μου, και 15 μέρες πριν είχα αφαιρέσει τα κλειδιά από την πόρτα της για να μην κλειδώνεται μέσα.
Όταν πήρα το μαχαίρι με το δεξί χέρι μπήκα στο δωμάτιο της, εκείνη κοιμόταν ανάσκελα και απευθείας όρμηξα πάνω της, ξάπλωσα πάνω της και την κάρφωσα με τη μύτη του μαχαιριού μία φορά στο λαιμό.
Εκείνη τότε ξύπνησε άρχισε να φωνάζει ‘πεθαίνω’, με το αριστερό χέρι της έκλεισα το στόμα. Έτσι όπως είχα το χέρι μου στο στόμα, ο αριστερός μου αντίχειρας μπήκε στο στόμα της και εκείνη με δάγκωσε.
Τότε τράβηξα προς τα έξω το μαχαίρι και την κάρφωσα άλλη μία φορά με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Ξανά έβγαλα το μαχαίρι, το άφησα αριστερά από το κεφάλι της και με τα δύο μου χέρια της έκλεισα το στόμα γιατί φώναζε. Μετά από περίπου 1 λεπτό εκείνη σταμάτησε να αντιστέκεται και να φωνάζει.
Σηκώθηκα, πήγα στο μπάνιο γιατί ήμουν γεμάτος αίματα. Φορούσα μια κοντομάνικη μπλούζα με ρίγες, την έβγαλα και την πέταξα στο καλάθι με τα άπλυτα. Ξέπλυνα στο νιπτήρα τα χέρια μου και το πρόσωπο, φόρεσα τα ρούχα που φοράω τώρα και έκλεισα την πόρτα του δωματίου».
ΑΠΕ-ΜΠΕ