
Κάθε φορά που ο κινηματογράφος αγγίζει την Ιστορία, μπαίνουμε σχεδόν πάντα σε διαδικασία δοκιμασίας. Είτε της εντιμότητας του βλέμματος του καλλιτέχνη, είτε της ίδιας της ιστορίας.

Υπό αυτή την έννοια, δεν περίμενα με αδημονία να δω τη νέα ταινία του Σμαραγδή. Ήμουν σίγουρος ότι θα είναι άλλη μια διαστρέβλωση της ιστορίας, εξ εκείνων που επιδίδεται συστηματικά ο σκηνοθέτης, μόνο και μόνο για να ηρωοποιεί τους ήρωές του. Το έκανε με τον «Ελ Γκρέκο», το έκανε με τον Ιωάννη Βαρβάκη, το έκανε με τον Καζαντζάκη και τον Καβάφη.
Δυστυχώς, δεν την γλίτωσε ο Καποδίστριας. Ο Σμαραγδής του φόρεσε φωτοστέφανο. Ένα φωτοστέφανο τόσο βαρύ, που τελικά συνθλίβει τον ίδιο τον άνθρωπο που υποτίθεται ότι φωτίζει. Ουσιαστικά τον παρουσιάζει σαν να γεννήθηκε για να τοποθετηθεί απευθείας σε ένα βάθρο ήρωα. Τον μυθοποιεί ακόμη κι όταν μαίνονται δίπλα του διάφορες συγκρούσεις κι εκείνος… σφυρίζει αδιάφορα. Λες και δεν υπάρχει, λες και δεν έχει σάρκα και οστά, αλλά μόνο σύμβολα και στάσεις αγάλματος, παγωμένες στον χρόνο. Κι αυτό, δυστυχώς για την ταινία, δεν επιτρέπει στον Καποδίστρια να εξελίξει την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του.
Έτσι προκύπτει ένα επίπεδο, άοσμο κι άνοστο σινεμά. Μια ταινία που δεν εμβαθύνει, δεν είναι ζωντανή. Μια ταινία που είναι ΜΟΝΟ αγιογραφία, χωρίς τις «σκοτεινές» πλευρές του κυβερνήτη.
Ο Σμαραγδής, ως αφηγητής των ιστοριών με τις οποίες καταπιάνεται, δείχνει συστηματικά ότι φοβάται την αλήθεια, λες και δεν τη γνωρίζει ή λες κι αυτή θα πληγώσει θανάσιμα τον μύθο του ήρωά του. Τελικά, καταλήγει και πάλι στο τίποτα. Είναι ικανός να κάνει ταινία για τον Μότσαρτ και να μη καταθέσει πουθενά ότι –πλην της ιδιοφυίας του– ήταν ένας χαοτικός άνθρωπος, σχεδόν τοξικός. Λες και δεν γνωρίζει ότι η αλήθεια δεν ακυρώνει τον μύθο, αλλά τον ενηλικιώνει. Αυτό το αρνείται πεισματικά ο Σμαραγδής.
Ο σκηνοθέτης έφτιαξε άλλη μια ταινία χωρίς συναίσθημα εις βάθος, χωρίς την βαθιά ανθρώπινη πλευρά του Καποδίστρια, χωρίς τα συναισθήματά του.
Υπάρχει όμως και κάτι ακόμη σοβαρότερο. Ο Σμαραγδής, στο έργο του, καταθέτει ως συμπέρασμα ότι οι Άγγλοι κρύβονταν πίσω από τη θλιβερή δολοφονία του κυβερνήτη. Μα αυτό αποτελεί ψέμα μέσα από την ίδια την Ιστορία, αφού από πουθενά ΔΕΝ προκύπτει κάτι τέτοιο. Η αλήθεια είναι σαφής και ο Σμαραγδής τη «βιάζει».
Ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης –όταν ο κυβερνήτης έβαζε σε τάξη το νέο κράτος και ζητούσε πλήρη υποταγή των ανεξέλεγκτων τοπικών εξουσιών των κοτζαμπάσηδων– ζήτησε την Εύβοια ως αντάλλαγμα για τα χρήματα που θα έχανε από τη Μάνη. Όταν αυτό δεν έγινε, η οικογένεια Μαυρομιχάλη ξεσήκωνε από το 1830 τη Μάνη εναντίον του κυβερνήτη. Ούτε Άγγλοι, ούτε άλλοι. Και στις 27 Σεπτεμβρίου του 1831, τον δολοφόνησαν.
Μέσα σε ένα τεταμένο κλίμα, με εντάσεις κι αλληλοκατηγορίες, ο Καποδίστριας –λόγω των συνεχών τοπικών εξεγέρσεων για τα χρήματα των κοτζαμπάσηδων– ήταν ευέξαπτος και αγανακτισμένος με όλους εκείνους που αρνούνταν να πληρώνουν φόρους στη ρημαγμένη χώρα. Αυτή η πραγματικότητα, σύνθετη και σκληρή, δεν υπάρχει πουθενά στην ταινία. Αντιθέτως, βλέπουμε –χωρίς καμία ιστορική απόδειξη και αδιάσειστα στοιχεία– την… Αγγλία πίσω από τη δολοφονία. Και αυτό και μόνο το γεγονός αρκεί για να καταστήσει την ταινία ιστορικά αναξιόπιστη.
Ας λέμε λοιπόν τα πράγματα με το όνομά τους. Η ταινία δεν είναι μια ταινία για τον κυβερνήτη, αφού ο Σμαραγδής δεν τον σεβάστηκε και κατάφερε με τη δήθεν αναθεωρητική του ματιά να κάνει υψηλή ραπτική ιστορικών δεδομένων. Μέχρι και τον Μαυρομιχάλη έχει βάλει να επισκέπτεται τον Καποδίστρια- κάποια στιγμή πριν το φονικό- ζητώντας του …ευλογία για την επικείμενη δολοφονία του!
Τι μας λέει συνεπώς ο Σμαραγδής; Ότι ο Καποδίστριας…γνώριζε από πριν ότι θα …δολοφονηθεί και παρ’ όλα αυτά πήγε εκείνο το πρωί στην εκκλησία, ως να ήταν αυτοκτονικός!!! Έλεος!
Η ουσία είναι ότι ο Σμαραγδής μπορεί να πραγματεύεται τις απόψεις του κατά το δοκούν, μπορεί να τις καταθέτει με απλοϊκότητα που συγκινεί αγράμματα πλήθη –με έντονα θρησκευτικά στοιχεία, πατριωτισμό στα όρια της γραφικότητας και μελοδραματικό μανιχαϊσμό πέρα από κάθε όριο λαϊκισμού– αλλά δεν μπορεί να υπερβαίνει την αλήθεια. Η Ιστορία δεν γράφεται με θυμιατά. Ούτε ο κινηματογράφος υπηρετεί την αλήθεια όταν μετατρέπεται σε κατηχητικό.
Ο Καποδίστριας δεν είχε ανάγκη από αγιογραφία. Είχε ανάγκη από κατανόηση. Από έναν κινηματογράφο που θα τολμούσε να τον δείξει ως αυτό που πραγματικά ήταν: έναν άνθρωπο βαθιά μορφωμένο, αυστηρό, συχνά αδιάλλακτο και τελικά τραγικό. Άρα, ο Καποδίστριας ήταν μάλλον άτυχος που έπεσε στα χέρια του Σμαραγδή.
Όταν αφαιρείς από έναν κορυφαίο άνθρωπο της ιστορίας τις αντιφάσεις και τις θολές στιγμές του, δεν τον τιμάς, τον μειώνεις. Κι όταν του φορτώνεις ανείπωτες ανακρίβειες και …τρείς συναντήσεις με την …Παναγία, μάλλον είσαι εκτός τόπου και χρόνου…
Εν κατακλείδι: Η τέχνη δεν μπορεί να φοβάται το φως. Το ίδιο κι η ιστορία… Μπορεί όμως να φοβάται τον Σμαραγδή.













