Ο παππούς της οικογένειάς μου είναι ο αδελφός του πεθερού μου. Το 2020 συμπληρώνει τα 95 του χρόνια. Ομολογώ ότι ζηλεύω τη μνήμη και την πνευματική του διαύγεια. Άνθρωπος του πνεύματος, της επιστήμης μα και του «λιμανιού» όταν έπρεπε, έχει ζήσει και θυμάται να μας λέει ιστορίες σχεδόν ενός αιώνα. Κυρίως από τον χώρο της πολιτικής όπου εντρύφησε ιδιαιτέρως.
Ο παππούς έχει χάσει τη γιαγιά εδώ και 20 χρόνια. Έκτοτε θέλει να μένει μόνος, να ψωνίζει μόνος, να φροντίζει τον εαυτό του μόνος και να διαβάζει τις εφημερίδες του μόνος. Είναι από τους λίγους Έλληνες πλέον που αγοράζει καθημερινά 2-3 εφημερίδες και τις ξεκοκαλίζει!
Ο παππούς δεν είναι γεννημένος στην Αθήνα αλλά ζει σ’ αυτή σχεδόν 70 χρόνια. Στην ίδια γειτονιά. Στο άλλοτε διαμάντι της πρωτεύουσας, την Κυψέλη. Την γειτονιά –κέντρο απόκεντρο-! Την γειτονιά του θεάτρου, του κινηματογράφου, της ποίησης, του πολιτισμού. Την γειτονιά αρχικά του Κωνσταντίνου Καραμανλή, της Φωκίωνος Νέγρη, του Άκη Πάνου με το «Επειγόντως», του Ορέστη Λάσκου, της Μάγιας Μελάγια, του Μένη Κουμανταρέα, του Χατζηχρήστου, της Λάσκαρη, του Μωράκη και του Γιάννη Βογιατζή που σφύριζε τον ύμνο του Παναθηναϊκού και δημιουργούσε παντού ρίγη συγκίνησης. Τη γειτονιά με τα περίφημα στέκια απ’ όπου ξεχύνονταν μελωδίες που σε έκαναν να νιώθεις ότι είσαι κάπου στο Παρίσι. Τη γειτονιά της Ζωής Φυτούση που κελαηδούσε … «φέρτε μου ένα μαντολίνο» και θυμόταν πριν πολλά χρόνια να μου λέει για την «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζηδάκι! Τη γειτονιά του Χιώτη, της Λίντα, τη γειτονιά με τα χίλια στέκια. Τη γειτονιά που οι πολυκατοικίες είχαν θυρωρούς που έλεγαν «καλημέρες» στον Γιάννη Δαλιανίδη, στον Μπάρκουλη ή την πληθωρική και τόσο ευπροσήγορη Σπεράντζα Βρανά. Τη γειτονιά που φιλοξενούσε το Top Hat, ένα τα πρώτα rock club της Αθήνας, χορευτικό στέκι της «εξεγερμένης» νεολαίας της δεκαετίας του ’60, γνωστό για τους χορευτικούς διαγωνισμούς αντοχής στο ροκ εντ ρολ. Τη γειτονιά που έδρευε η περίφημη «Θράκα», το πιο δημοφιλές εστιατόριο της σχετικά ευκατάστατης αστικής κοινωνίας, στέκι του Δομάζου, της Μοσχολιού, της Μαρινέλλας, του Σταυρίδη, του Βασίλη Αυλωνίτη και εκατοντάδων άλλων. Τη γειτονιά που στεγαζόταν το περίφημο ζαχαροπλαστείο «Σελέκτ», στη γωνία Φωκίωνος Νέγρη και Επτανήσου, ονομαστό για το περίφημο παγωτό «Σικάγο».
Πολλά από αυτά τα στέκια τα θυμάμαι από την απόλυτη πιτσιρικαρία μου. Θυμάμαι το καφέ που πήγαιναν οι γονείς μου –ανεβαίνοντας από το Πειραιά- για ν’ ακούσουν μελωδίες της Edith Piaf ή να πάνε στη σχολή χορού tango, στην οδό Φιλοτίμου. Θυμάμαι –ακόμη και στα μέσα της δεκαετίας του ’80- τις πρόβες με τα «Παιδιά από την Πάτρα» αλλά και τους τσακωμούς, διαφωνίες με τον Μανόλη Ρασούλη…
Ο παππούς δεν ήθελε αυτά τα Χριστούγεννα να μετακινηθεί από το σπίτι του. Δεν ήθελε να φύγει από το δικό του, από τη βολή του. Αρνήθηκε να πάμε να τον πάρουμε και να τον φέρουμε στην Πεντέλη να κάτσει δίπλα στο τζάκι και να μας λέει ιστορίες για τον Στέφανο Στεφανόπουλο, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, τις θλιβερές κινήσεις των κομμουνιστών στα Δεκεμβριανά ή τον αμοραλισμό των βασιλιάδων. Θέλησε να πάμε εμείς σπίτι του. Να φάμε στο δικό του σπίτι.
Κατέβηκα λοιπόν πρωί Χριστουγέννων στην Κυψέλη. Κι ομολογώ ότι με έπιασε θλίψη. Η όμορφη αυτή γειτονιά της Αθήνας, είναι σχεδόν εγκαταλελειμμένη σήμερα και λίγο μόνο θυμίζει την πάλαι ποτέ λαμπερή γειτονιά της πρωτεύουσας. Μιλάμε για θλίψη! Για την επιτομή του γκρίζου και του καγκελόφραχτου παραθύρου! Όχι μόνο επειδή πολλοί δρόμοι μοιάζουν με αφρικανικό γκέτο αλλά κι επειδή αυτές οι πάλαι ποτέ αρχοντικές μονοκατοικίες και πολυκατοικίες, μοιάζουν κουφάρια νικημένα από τον χρόνο και την εγκατάλειψη. Δεν υπάρχει σπίτι χωρίς γκράφιτι (αυτή η μάστιγα), με φως, με ήλιο.
Η Κυψέλη σήμερα –κυρίως εξ αιτίας του γεγονότος ότι την παράτησαν οι κάτοικοί της- μοιάζει με οίκο ευγηρίας και υποσαχάρια γειτονιά. Θλίψη! Περπάτησα εδώ, εκεί, παραπέρα. Το ίδιο συναίσθημα. Πού πήγαν οι αστοί της Κυψέλης; Η απάντηση είναι στα Βόρεια και Νότια προάστια αλλά όπως και νάναι η εικόνα πληγώνει.
Ο παππούς, μετά το γιορτινό τραπέζι έκανε αυτό που κάνει πάντα. Ιστορίες. Τον ρώτησα αν θυμάται τους στίχους του τραγουδιού που είχε γράψει ο Ρασούλης για τον Άκη Πάνου, όταν δικαζόταν στην Καβάλα και τους είχε απαγγείλει στο «Επειγόντως». Σιγά που δεν θα τους θυμόταν. Παρ’ όλο που δεν έγιναν δίσκος ποτέ.
«Καβάλα παν στην εκκλησιά, Καβάλα τον δικάζουν
και λόγω μιας κακιάς στιγμής, ισόβια τον βάζουν
Μα στον Άδη πέφτει σύρμα, πως θα ‘ρθεί η πρώτη φίρμα
Άκης Πάνου, Άκης κάτου, τρεις και το λουρί της μάνας
ειν’ η ζωή Μαντάμ Ορτάνς κι ο χάρος μαλαγάνας
Καβάλα παν στην εκκλησιά, Καβάλα τον δικάζουν
κι επειδή παρενοχλεί στο φέρετρο τον βάζουν
Άκης Πάνου, Άκης κάτου, τρεις και το λουρί της μάνας
γύρω του οι φάλτσοι τραγουδούν, το τραγούδι της ροκάνας»…
Και του χρόνου παππού!