Ο Νίκος Καζαντζάκης και η πολιτική – Του Προέδρου της Δημοκρατίας Προκόπη Παυλόπουλου

Αποτελεί ξεχωριστή τιμή για μένα, υπό την ιδιότητά μου ως Προέδρου της Δημοκρατίας, να χαιρετίσω το άκρως ενδιαφέρον συνέδριο, με θέμα «Ο Νίκος Καζαντζάκης και η Πολιτική», το οποίο διοργάνωσε η «Διεθνής Εταιρεία Φίλων Νίκου Καζαντζάκη» και αρχίζει τις εργασίες του σήμερα, με την συμμετοχή τόσων εκλεκτών ομιλητών.

Ι. Ο Νίκος Καζαντζάκης δεν υπήρξε «πολιτικός συγγραφέας», σύμφωνα με ό,τι, συμβατικά, αποκαλούμε έτσι. Όμως, στο συγγραφικό του έργο η πολιτική είναι παρούσα, με τον ίδιο τρόπο που είναι και η θρησκεία παρούσα. Το διατρέχει και το εμπνέει από την αρχή ως το τέλος. Αναρωτιέμαι, μάλιστα, εάν, κατ’ αναλογίαν με την θρησκεία, μπορεί να ισχύει και για την πολιτική, η ακόλουθη παρατήρηση του Κωνσταντίνου Τσάτσου: «Από τους σύγχρονους Έλληνες λόγιους και ποιητές, ο θρησκευτικότερος είναι ο Καζαντζάκης. Χωρίς να είναι αυτό που λέμε θρησκευόμενος, είναι ο μόνος που παλεύοντας αδιάκοπα με το θρησκευτικό πρόβλημα, αγωνιά να βρει το Θεό». Μήπως λοιπόν ο Καζαντζάκης είναι «πολιτικός συγγραφέας», με μιαν έννοια που υπερβαίνει την ίδια την πολιτική και αγγίζει όλη την ύπαρξη του ανθρώπου; Σ’ αυτό, όμως, το σημείο θα επανέλθω στην συνέχεια.

ΙΙ. Εάν, τώρα, ήθελε κάποιος ν’ αναφερθεί στην ενεργό και κατά σύστημα συμμετοχή του Καζαντζάκη στην πολιτική, με την έννοια της ανάληψης συγκεκριμένων ρόλων και αντίστοιχων πρακτικών πολιτικών καθηκόντων, δεν θα έβρισκε πολλά παραδείγματα, αφού ο μεγάλος μας συγγραφέας ήταν ένας μοναχικός στοχαστής, ένας «μονιάς», δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από τον  άνθρωπο της στρατευμένης πολιτικής δράσης. Και τούτο όχι από διάθεση περιφρόνησης της αξίας της πολιτικής πράξης, αλλά επειδή δεν μπορούσε να «χωρέσει» σε Κόμματα, δηλαδή δεν αισθανόταν τελικώς –παρά τον οποιονδήποτε, κατά καιρούς, αρχικό του ενθουσιασμό για κάποια ιδεολογία- την ψυχική ανάγκη να υπηρετήσει «στρατευμένος» το οποιοδήποτε «καθεστώς». Με αποτέλεσμα, και όλες οι πολιτικές παρατάξεις να στέκουν με δυσπιστία απέναντί του. Γράφει επ’ αυτού του θέματος στον Παντελή Πρεβελάκη, με μια λεπτή ειρωνεία: «Φαίνεται πως δεν υπάρχει καθεστώς που να με ανέχεται, και πολύ σωστά, αφού δεν υπάρχει καθεστώς που ν’ ανέχουμαι».

ΙΙΙ. Παραταύτα, επιτρέψατέ μου, ν’ αναφερθώ σε δύο περιπτώσεις κατά τις οποίες ο Καζαντζάκης συμμετέχει, με τον τρόπο του ενεργώς στα πολιτικά δρώμενα της εποχής του:

Α. Πρώτον, ο Καζαντζάκης στάθηκε δίπλα στον Ελευθέριο Βενιζέλο των Βαλκανικών Πολέμων και του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, θαυμάζοντας την ηγετική του προσωπικότητα και αναγνωρίζοντας, με παρρησία, ότι το Έθνος τού όφειλε ευγνωμοσύνη για την επιτυχή διπλωματία του, που απέβλεπε στην Εθνική Ολοκλήρωση.

1. Και τούτο, παρά το γεγονός ότι σε ιδεολογικό επίπεδο ο Καζαντζάκης παρέμεινε ως το 1920, έτος δολοφονίας του Ίωνος Δραγούμη, επηρεασμένος από τον κατά Παντελή Πρεβελάκη «αριστοκρατικό εθνικισμό» του Δραγούμη, όπως αυτός είχε κυρίως εκφρασθεί στο μυθιστόρημα του τελευταίου, «Σαμοθράκη». Στην κριτική που είχε δημοσιεύσει για το εν λόγω μυθιστόρημα το 1910 και έχει τίτλο «Για τους νέους», ο Καζαντζάκης χαιρετίζει τον Δραγούμη ως ηγέτη της νεολαίας, ως εκείνον ο οποίος θα οδηγήσει τους Έλληνες στην πίστη που είναι απαραίτητη για να επανέλθει η Ελλάδα στην δόξα.

2. Επομένως, από το 1908 ως και το 1920, ο Καζαντζάκης πίστευε στην Μεγάλη Ιδέα. Μέσα σ’ αυτή την συγκυρία, το 1919 ο Βενιζέλος ανέθεσε στον Καζαντζάκη, που αποτελούσε ήδη εξέχον δημόσιο πρόσωπο, καθώς είχε δώσει αξιοπρόσεκτα δείγματα της συγγραφικής του ποιότητας με τα θεατρικά του έργα, να επιβλέψει τον επαναπατρισμό 150.000 Ελλήνων από τον Καύκασο, οι οποίοι τότε διώκονταν από τους Μπολσεβίκους. Στο έργο που του ανατέθηκε φαίνεται ότι ανταποκρίθηκε επιτυχώς ο Καζαντζάκης. Μάλιστα, στην αποστολή για τη διάσωση των Ελλήνων του Καυκάσου, πήρε μαζί του τον Ζορμπά (πράγμα που δεν καταγράφεται στο μυθιστόρημα, «Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά»), του οποίου το πραγματικό όνομα ήταν Γιώργης και επρόκειτο για κάποιον εργάτη, που ο Καζαντζάκης είχε συναντήσει στην Βόρειο Ελλάδα κατά την διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου.

3. Ήταν, μάλλον, η αποστολή αυτή που έδωσε στον Καζαντζάκη την ιδέα των ξεριζωμένων χωρικών, οι οποίοι θέλουν να εγκατασταθούν κάπου και δεν τους αφήνουν, όπως την συναντάμε στο μυθιστόρημά του, «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Καθώς υποστηρίζει ο βαθύνους μελετητής του έργου του Καζαντζάκη, Peter Bien –ο οποίος μάλιστα μετέχει σ’ αυτό το συνέδριο ως ομιλητής- η υπόθεση του έργου τοποθετείται νοτιότερα, στην Ανατολία, αλλά οι χρονολογίες των πραγματικών και πλασματικών γεγονότων συμπίπτουν: «Αν και ο Καζαντζάκης δεν είχε προσωπική εμπειρία των διώξεων των Ελλήνων της Ανατολίας, μπορούμε να υποθέσουμε ότι, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας και της πραγματοποίησης του επαναπατρισμού του Καυκάσου, γνώριζε αυτά που συνέβαιναν στη Σμύρνη, και έτσι μπόρεσε το 1948 να μεταφέρει τα βιώματά του από τον Καύκασο και τον επαναπατρισμό των προσφύγων στη Μακεδονία και τη Θράκη σε άλλη περιοχή, επιλέγοντας ιστορική περίοδο, θέματα και ανθρώπινα προβλήματα που είχαν σημαδέψει τη ζωή του».

4. Τελικώς, το 1920 ο Καζαντζάκης παραιτήθηκε από την θέση, στην οποία τον είχε διορίσει ο Βενιζέλος και αναχώρησε από την Ελλάδα για το εξωτερικό, ξεκινώντας μια σειρά ταξιδιών που θα διαρκέσουν ως το τέλος της ζωής του.  Και χάρη στα οποία μας έδωσε υπέροχα ταξιδιωτικά βιβλία για τις χώρες που επισκέφθηκε και στις οποίες έζησε για ορισμένο χρονικό διάστημα. Ταξιδιωτικά βιβλία, που και αυτά προκάλεσαν αντιδράσεις, όπως, για παράδειγμα, το «Ταξιδεύοντας: Αγγλία», το οποίο επικρίθηκε από τον Νικηφόρο Βρεττάκο όσον αφορά τον τρόπο που ο Καζαντζάκης «διάβαζε» τις διεθνείς πολιτικές εξελίξεις το ταραχώδες έτος 1939. Αλλά αυτή δεν είναι η «μοίρα», μάλλον η αποστολή, ενός σημαντικού συγγραφέα; Να προκαλεί συζητήσεις, ενστάσεις, αμφισβητήσεις, γύρω από θέματα που αγγίζουν τον άνθρωπο και τον προορισμό του σ’ αυτή την ζωή.

Β. Δεύτερον, μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου και την αποχώρηση των Γερμανών από την Ελλάδα, ο Καζαντζάκης συνέχισε από καιρό σε καιρό ν’ ασχολείται με την ενεργό πολιτική:

1. Το 1945 ηγήθηκε ενός μικρού σοσιαλιστικού κόμματος, της «Σοσιαλιστικής Εργατικής Ένωσης», που ήλπιζε να ενώσει την μη κομμουνιστική αριστερά και να διαδραματίσει ρόλο παράγοντος μείωσης της έντασης μεταξύ δεξιάς και αριστεράς, στα ταραγμένα για την Πατρίδα μας εκείνα χρόνια. Όπως ορθά σημειώνει ο Γεώργιος Εμμ. Στεφανάκης, «[Α]νεξάρτητα από τα κίνητρα που τον παρακίνησαν να ριχτεί και πάλι στην πολιτική, ο Καζαντζάκης ορθώθηκε στο ρεύμα του εθνικού διχασμού, της μισαλλοδοξίας, του στείρου φανατισμού και των σκοτεινών δυνάμεων, που οδηγούσαν το έθνος σε μια πολυαίμακτη και μακροχρόνια περιπέτεια». Συγκεκριμένα, η «Σοσιαλιστική Εργατική Ένωση» «[Υ]ποστήριξε με θέρμη τη διατήρηση της κυβέρνησης Κυριάκου Βαρβαρέσου ως την καλύτερη δυνατή λύση για την αποκατάσταση του ομαλού δημοκρατικού βίου. Παρ’ όλες τις προσπάθειες του Καζαντζάκη και άλλων προοδευτικών, η λύση Βαρβαρέσου τορπιλίστηκε και κατέρρευσε».

2. Επίσης, γύρω στα 1950, αν και πικραμένος από την αυτοεξορία του, έλαβε θέση πάνω στο Κυπριακό ζήτημα, τασσόμενος υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα.

IV. Το συμπέρασμα απ’ όσα προανέφερα είναι ότι ο Καζαντζάκης, σε ορισμένες από τις κρίσιμες για το Έθνος περιστάσεις, που συνέπεσαν με τον δικό του βίο, εγκατέλειψε την ασκητική του στάση και «πάλεψε», με όσες σωματικές και ψυχικές δυνάμεις διέθετε, για την Πατρίδα μας και για την ενότητα του Λαού μας. Διότι, όπως διαχρονικώς έχει αποδειχθεί, τα μεγάλα και τα σημαντικά μόνον ενωμένοι μπορούμε να φέρουμε σε πέρας, εμείς οι Έλληνες. Αντιθέτως, όταν σε τέτοια Εθνικά Ζητήματα είμαστε διχασμένοι, έρχεται, σχεδόν πάντοτε, ως αναπότρεπτη συνέπεια η Εθνική Καταστροφή. Ο Καζαντζάκης είχε βαθύτατη συνείδηση αυτής της αλήθειας και αντιπάλευε, όσο μπορούσε, το κακό αυτό «ριζικό» μας.

V. Γενικότερα, όμως, μιλώντας για την σχέση του Καζαντζάκη με την πολιτική, πρέπει να τονισθεί ότι αυτή προσδιορίζεται κυρίως -και μάλιστα σε όλες τις περιόδους της πνευματικής του εξέλιξης- από την αγωνία του για την Ελευθερία, με το ιδιαίτερο εννοιολογικό περιεχόμενο που αυτή σταδιακά αποκτά στα έργα του, καθώς ο ίδιος εξελίσσεται πνευματικά:

Α. Αναφέρομαι στην υπαρξιακή αγωνία του για την ατομική σωτηρία. Όπως εύστοχα παρατηρεί, και πάλι, ο Peter Bien, «το κατάλληλο μότο για το έργο του είναι αυτό που διάλεξε ο ίδιος από την «Κόλαση» του Δάντη: “come l’uom s’ etterna” – πώς κάνει ο άνθρωπος τον εαυτό του αιώνιο, πώς σώζει τον εαυτό του από τον θάνατο και την απελπισία». Επομένως, όλες οι διαφορετικές πολιτικές φιλοσοφικές απόψεις και ιδεολογίες, που κέρδισαν την προσοχή του Καζαντζάκη, αφενός δεν κατάφεραν ποτέ να τον «πείσουν», να τον οδηγήσουν να τις ασπασθεί και να τις υπηρετήσει. Αφετέρου, όλες αυτές οι θέσεις «είναι αλλοτροπικές παραλλαγές πάνω σε μιαν αμετάβλητη συνέχεια, που συνίσταται στην αναζήτηση του Καζαντζάκη για μιαν έξοδο από τη μεταβατική εποχή».9 Που σημαίνει την έξοδο από μια εποχή που γεννά κάτι καινούργιο, τελείως διαφορετικό και καλύτερο από το υφιστάμενο περιβάλλον για τον άνθρωπο, που μπορεί να του προσφέρει την ατομική του σωτηρία. Το πνευματικό έργο του Καζαντζάκη, ακόμη και όταν «συναντά» την πολιτική και «αναμετριέται» με τα διακυβεύματά της, σε διαφορετικές μάλιστα εποχές, δεν αποβλέπει στη μετάδοση κάποιου βέβαιου «πολιτικού μηνύματος», αλλά συνιστά «κραυγή» για την μεταπολιτική «ορθή πράξη».

Β. Αυτό που πρέπει να κρατήσουμε από τον Νίκο Καζαντζάκη είναι το αδάμαστο πνεύμα του. Αποτέλεσε ο ίδιος ένα αδάμαστο «στοιχείο της φύσης», καθώς διακατέχονταν από ένα ασίγαστο πάθος, από μια «ιερή» αγωνία συνεχούς –και σίγουρα σισύφειας- αναζήτησης της αλήθειας για την ζωή και τις αξίες που πρέπει να διέπουν τον ανθρώπινο βίο. Μελέτησε τον Νίτσε, τον Μπερξόν, τον Φρόυντ, τον Σπέγκλερ, τον Φραγκίσκο της Ασίζης, τον Βούδα,  τον Μαρξ και τον Λένιν, σε κάποιες χρονικές περιόδους γοητεύθηκε απ’ αυτούς, ποτέ όμως δεν «κερδήθηκε», όπως ήδη τόνισα, οριστικά και αμετάκλητα από κανέναν τους. Η επιγραφή στον τάφο του, που αποτελεί απόσπασμα από την Ασκητική του και αναφέρει «Δεν ελπίζω τίποτε. Δεν φοβούμαι τίποτε. Είμαι ελεύθερος», συμπυκνώνει πλήρως την τελική, φιλοσοφική του θέση απέναντι στην ζωή.

VI. Εν κατακλείδι: Ο Καζαντζάκης υπερασπίσθηκε πριν απ’ όλα, την Ελευθερία επειδή αυτή, με όχημα το Πνεύμα, μπορεί να οδηγήσει στην Αλήθεια. Αλήθεια, Αυτές οι τρεις έννοιες, αυτοί οι τρεις αγώνες, ταιριάζουν πολύ περισσότερο σήμερα, ακόμα κι΄ από την εποχή του Καζαντζάκη, στον Άνθρωπο. Τον Άνθρωπο που δοκιμάζεται. Φαντάζομαι ότι όλοι πρέπει να ξαναγυρίσουμε πάλι σ’ όσα έχει γράψει και πει. Και να σκεφθούμε, ακόμη και αν διαφωνούμε ριζικά, πάνω σ’ αυτά. Να τα σκεφθούμε μέσα από μια σημερινή «ματιά», για να καταλάβουμε πόσο ο Καζαντζάκης παραμένει επίκαιρος.

Σας ευχαριστώ!

*ΣΗΜΕΙΑ ΟΜΙΛΙΑΣ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ. ΠΡΟΚΟΠΙΟΥ ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ  ΣΤΟ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ «Ο ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ»
Αθήνα, 15.2.2018

Προηγούμενο άρθροFT : Η αναβάθμιση από τον οίκο Fitch δείχνει ότι εδραιώνεται η ανάκαμψη στην Ελλάδα
Επόμενο άρθροΔ. Βίτσας: Δεν υπάρχουν γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο