
Δεν ξέρω αν το έχετε συνειδητοποιήσει, αλλά πορευόμαστε στον έβδομο (7ο) χρόνο θητείας του Μητσοτάκη ως πρωθυπουργού. Επτά χρόνια! Ταυτοχρόνως, , διανύουμε τον ένατο (9ο) χρόνο της ηγεσίας του στη Νέα Δημοκρατία. Πρόκειται για πολιτικά χρονικά ορόσημα, όχι μόνο για τον ίδιο αλλά και για τη χώρα συνολικά. Για μια χώρα, που με όλες τις αδυναμίες και τις παραλείψεις, είναι αισθητά διαφορετική από εκείνη του 2019.

Το βέβαιο είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αρχίσει να «γράφει» πολιτική παρακαταθήκη – και όχι ως διαχειριστής, αλλά ως πολιτικό φαινόμενο. Είναι ο πρώτος και μοναδικός πρωθυπουργός στη διάρκεια της μεταπολίτευσης, που βαδίζοντας προς τον έβδομο χρόνο της διακυβέρνησής του, εξακολουθεί να διατηρεί την πολιτική πρωτοκαθεδρία. Απόλυτα. Αναμφισβήτητα. Και κυρίως χωρίς κάποιον ρεαλιστικό διεκδικητή του ρόλου του. Και όποιος δυσπιστεί, ιδού η συγκριτική ιστορία:
Α. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, περίπου πέντε (5) χρόνια μετά την πρωθυπουργοποίησή του κι αφού έβαλε την Ελλάδα στην τότε ΕΟΚ (1979), στόχευσε μόνο στην μετάβασή του στην Προεδρία της Δημοκρατίας, το 1980. Η κυβέρνησή του ήταν ήδη σε τροχιά αποδόμησης κι ήταν εξαιρετικά αμφίβολη η επανεκλογή του απέναντι στον επελαύνοντα Ανδρέα Παπανδρέου.
Β. Ο Ανδρέας Παπανδρέου, το 1988, έξι χρόνια ήδη πρωθυπουργός, ήταν ήδη πολιτικά απαξιωμένος στην κοινωνία, άρρωστος, εξαντλημένος και νεόνυμφος! Χώρια τα ειδικά δικαστήρια… Κι αν Παπανδρέου και Κουτσόγιωργας δεν είχαν αλλάξει τον εκλογικό νόμο, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης θα είχε γίνει πρωθυπουργός με μεγαλύτερη άνεση και αριθμητική ασφάλεια. Ας μη ξεχνάμε ότι με ποσοστό 44% δεν σχημάτισε κυβέρνηση και λίγο μετά, με ποσοστό 47%, είχε πλειοψηφία ενός βουλευτή και δη …δανεικού από τη ΔΗΑΝΑ του Κωστή Στεφανόπουλου.
Γ. Ο Κώστας Σημίτης, στα μισά της δεύτερης θητείας του, ένιωθε ήδη την ανάσα του Κώστα Καραμανλή. Κι ενώ η χώρα πήγαινε μπροστά, ο ίδιος κι η εικόνα της κυβέρνησής του είχαν χάσει σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο. Τελικά, προ της επερχόμενης ήττας, παρέδωσε το δαχτυλίδι στον Γιώργο Παπανδρέου.
Δ. Ο Κώστας Καραμανλής, ξεκίνησε με τεράστιες προσδοκίες την πρωθυπουργική του θητεία, σε μια Ελλάδα που «διεξήγαγε» Ολυμπιακούς αγώνες κι είχε σημαντικές ευρωπαϊκές διακρίσεις σε σημαντικούς τομείς της καθημερινότητας, όπως το Euro, η Eurovision και στρατιές τουριστών που τόνωναν την οικονομία. Μα χωρίς έλεγχο της κυβέρνησή του και με πρόσωπα χωρίς πολιτικό έρμα, άρχισε να πνέει τα λοίσθια από την αρχή της δεύτερης θητείας του. Τότε, ουσιαστικά παρέδωσε τη χώρα στα χέρια πολιτικά ανίκανων προσώπων… Η χρεοκοπία άρχισε να αχνοφαίνεται. Κι ο Καραμανλής αποχώρησε δια των εκλογών, γνωρίζοντας ότι θα τις χάσει.
Αυτά είναι απτά παραδείγματα που δείχνουν ότι ακόμη και κορυφαίες πολιτικές προσωπικότητες δεν έφταναν παντοδύναμες στο 6ο ή 7ο χρόνο της θητείας τους.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, λοιπόν, είναι η εξαίρεση. Και αυτό δεν προκύπτει από καμία ωραιοποίηση, αλλά από την ψυχρή αποτίμηση των πολιτικών δεδομένων. Κρατά ψηλά την αποδοχή του σε κοινά που εκτείνονται πέρα από το κομματικό του ακροατήριο. Παρά τις εσωτερικές γκρίνιες και τους γνωστούς και μη εξαιρετέους «πυλώνες» που τον υπονομεύουν — ιδίως μετά τη νίκη του 2023 — εξακολουθεί να κυριαρχεί στο πολιτικό τοπίο. Μοναδικότητα, όχι αλαζονεία.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι τι μέλει γενέσθαι στο εγγύς κι απώτερο μέλλον. Απάντηση δεν υπάρχει, πρόβλεψη δεν υπάρχει, αφού έχουμε αχαρτογράφητα νερά, χωρίς προηγούμενο. Μπορεί να γίνει πάλι ό,τι στο παρελθόν και να γκρεμιστεί, αλλά μπορεί να δούμε τον Μητσοτάκη να «γράφει» κι άλλο ρεκόρ, με τρίτη θητεία…
Αλλά ακόμα και αν δεν το κάνει, θα μείνει ως ο πρωθυπουργός που άντεξε περισσότερο απ’ όλους – όχι γιατί δεν είχε αντιπάλους, αλλά γιατί ο ίδιος υπερτερούσε και υπερτερεί αυτών.












