«Υπάρχουν δύο δρόμοι για να γίνει διεθνώς ανταγωνιστική και ελκυστική στους επενδυτές μια χώρα. Η Ελλάδα δεν πρόκειται και δεν πρέπει ποτέ να γίνει ένας επενδυτικός προορισμός χαμηλού κόστους. Θέλουμε να είμαστε ανταγωνιστικοί ως προς τη φορολογία, την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού μας, τη λειτουργία του κράτους, τη διαφάνεια, την ανεξαρτησία των θεσμών. Όχι, όμως, ως προς το κόστος εργασίας», τόνισε ο Πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του τελικού κειμένου της έκθεσης της «Επιτροπής Πισσαρίδη» για την Ανάπτυξη της Ελληνικής Οικονομίας.
«Η έκθεση δεν διακατέχεται από κάποια καλλωπισμού ή εξιδανίκευσης της κατάστασης -όπως συμβαίνει αρκετά συχνά σε τέτοια κείμενα- δεν “μασάει”, δηλαδή, τα λόγια της για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, τις προκλήσεις που προκαλεί η νέα παγκόσμια ύφεση. αλλά και τις προκλήσεις που μας κληροδότησε η κρίση χρέους της τελευταίας 10ετίας», ανέφερε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
«Αυτή η έκθεση δεν αποτελεί κυβερνητικό πρόγραμμα δεν είναι πολιτικό κείμενο και γι’ αυτό και πιστεύω ότι πρέπει να μείνει έξω από την πολιτική, μάλλον θα έλεγα την κομματική, αντιπαράθεση γιατί προφανώς είναι μια έκθεση η οποία θα τεθεί σε δημόσιο διάλογο και δεν θεωρώ αυτονόητο ότι θα συμφωνήσουν όλοι με όσα γράφονται σε αυτό το κείμενο. Αλλά -θέλω να τονίσω- ότι είναι ανεξάρτητη οικονομική έκθεση. Είναι ένα κείμενο αναφοράς στο οποίο κάθε πολίτης, η ελληνική κοινωνία, τα κόμματα, οι φορείς της αγοράς, της κοινωνίας, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, μπορούν να ανατρέχουν ανά πάσα στιγμή και να το συμβουλεύονται», επεσήμανε ο Πρωθυπουργός.
Ολόκληρη η εισαγωγική τοποθέτηση του Πρωθυπουργού:
«Να θυμίσω, λίγο, ότι από τον περασμένο Ιανουάριο και πριν ακόμα από την άφιξη της πανδημίας η Ελληνική Κυβέρνηση είχε αναθέσει στον Νομπελίστα καθηγητή τον κ. Χριστόφορο Πισσαρίδη και σε μια καταξιωμένη ομάδα πανεπιστημιακών, αλλά και ανθρώπων της αγοράς από την Ελλάδα και από το εξωτερικό να συντάξουν και να υποβάλλουν τις προτάσεις τους για μια στρατηγική μακροπρόθεσμης ανάπτυξης της οικονομίας αλλά και ευημερίας των Ελλήνων πολιτών.
Καθ’ όλη τη διάρκεια των μηνών που μεσολάβησαν και ενώ οι δυνάμεις της Κυβέρνησης στράφηκαν -ως επί το πλείστον- στην διαχείριση και την αντιμετώπιση της πανδημίας, αυτή η ομάδα των 16 εμπειρογνωμόνων εργάστηκε εντατικά, συνεργάστηκε με πολλούς ακόμα ειδικούς παραπάνω από 60 αντιλαμβάνομαι, για να παραδώσει, σήμερα, μια έκθεση που οραματίζεται, μια Ελλάδα που παράγει, εξάγει, καινοτομεί, δημιουργεί πολλές καλά αμειβόμενες δουλειές. Μια Ελλάδα που διαθέτει ένα αποτελεσματικό κράτος στην υπηρεσία του πολίτη, του εργαζόμενου, της επιχείρησης.
Θέλω, λοιπόν, και προσωπικά να σας ευχαριστήσω και όλους όσοι έσπευσαν να συνδράμουν στην σύνταξη αυτής της πολύ σημαντικής πρότασης, αυτού του πολύ σημαντικού σχεδίου ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία.
Θυμάστε, ότι σας είχα ζητήσει -είχα ζητήσει από τον καθηγητή Πισσαρίδη, από την ομάδα του- να είστε πολύ ειλικρινείς στη διάγνωση των προβλημάτων που καλούμαστε να διαχειριστούμε για να αντιμετωπίσουμε χρόνιες διαρθρωτικές αδυναμίες της χώρας. Αλλά να είμαστε ταυτόχρονα φιλόδοξοι ως προς τους στόχους, ως προς το εύρος των αλλαγών που καλούμαστε να κάνουμε για να αλλάξουμε τη χώρα μας. Και διατρέχοντας, σχεδόν, τις 250 σελίδες αυτού του σημαντικού πορίσματος διαπίστωσα ότι ανταποκριθήκατε πλήρως και στα δύο αυτά κριτήρια.
Νομίζω ότι η έκθεση δεν διακατέχεται από κάποια καλλωπισμού ή εξιδανίκευσης της κατάστασης -όπως συμβαίνει αρκετά συχνά σε τέτοια κείμενα- δεν “μασάει”, δηλαδή, τα λόγια της για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, τις προκλήσεις που προκαλεί η νέα παγκόσμια ύφεση. αλλά και τις προκλήσεις που μας κληροδότησε η κρίση χρέους της τελευταίας 10ετίας.
Άλλωστε -θέλω να το ξαναπώ- αυτή η έκθεση δεν αποτελεί κυβερνητικό πρόγραμμα δεν είναι πολιτικό κείμενο και γι’ αυτό και πιστεύω ότι πρέπει να μείνει έξω από την πολιτική, μάλλον θα έλεγα την κομματική, αντιπαράθεση γιατί προφανώς είναι μια έκθεση η οποία θα τεθεί σε δημόσιο διάλογο και δεν θεωρώ αυτονόητο ότι θα συμφωνήσουν όλοι με όσα γράφονται σε αυτό το κείμενο. Αλλά -θέλω να τονίσω- ότι είναι ανεξάρτητη οικονομική έκθεση. Είναι ένα κείμενο αναφοράς στο οποίο κάθε πολίτης, η ελληνική κοινωνία, τα κόμματα, οι φορείς της αγοράς, της κοινωνίας, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, μπορούν να ανατρέχουν ανά πάσα στιγμή και να το συμβουλεύονται.
Με χαροποιεί ιδιαίτερα ότι η έκθεση είναι μια έκθεση εξωστρεφής, στηρίζει τις παραδοχές της συγκριτικής αξιολόγησης (benchmarking), στη βάση διεθνών έγκαιρων μελετών, που αξιολογούν τις επιδόσεις της χώρας μας σε κάθε πεδίο πολιτικής που εξετάζει. Και αφού έχει καταγράψει αναλυτικά τις αγκυλώσεις, τα εμπόδια, παραθέτει καλές πρακτικές, ιδέες, προτάσεις που έχουν δοκιμαστεί επιτυχημένα σε πολλές άλλες χώρες και θα μπορούσαν να υιοθετηθούν και στην Ελλάδα.
Χαίρομαι, διότι, σε πολλές από τις εισηγήσεις βλέπω να αντικατοπτρίζονται κυβερνητικές πολιτικές που, ήδη, υλοποιούνται ή έχουν δρομολογηθεί. Μερικά παραδείγματα αναφέρω μόνο: Τη μείωση της φορολογίας σε εργαζόμενους, τις παραγωγικές επενδύσεις, την αποκομματικοποίηση της δημόσιας διοίκησης, τη θέσπιση υπηρεσιακών επί θητεία Γενικών Γραμματέων στα Υπουργεία, την παροχή κινήτρων για περισσότερες επενδύσεις σε έρευνα και καινοτομία, τη δημιουργία ενός ανταποδοτικού δεύτερου πυλώνα -επικουρικού πυλώνα- στο ασφαλιστικό μας σύστημα, τη στήριξη της οικογένειας, της προσχολικής -ειδικά- εκπαίδευσης για την αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος.
Ταυτόχρονα η έκθεση θέτει ως κυρίαρχο στόχο πολιτικής την αύξηση των εισοδημάτων. Με ποιο τρόπο όμως, όχι με τον παραδοσιακό τρόπο, που μας οδήγησε παραλίγο στην πτώχευση, δηλαδή με παροχές και αυξήσεις μισθών κατά κανόνα με δανεικά, αλλά μέσα από τη βελτίωση της παραγωγικότητας των εργαζόμενων και των επιχειρήσεων, εκεί που υστερούμε σημαντικά ως χώρα και για να συμβεί αυτό πρέπει να αυξήσουμε κατά πολύ τις επενδύσεις που πραγματοποιούνται στην Ελλάδα -για την ακρίβεια θα πρέπει να τις διπλασιάσουμε- ώστε να καλύψουμε αυτό το μεγάλο κενό αποεπένδυσης που συσσωρεύτηκε κατά τη διάρκεια της 10ετούς κρίσης.
Υπάρχουν δύο δρόμοι για να γίνει διεθνώς ανταγωνιστική και ελκυστική στους επενδυτές μια χώρα. Η Ελλάδα δεν πρόκειται και δεν πρέπει ποτέ να γίνει ένας επενδυτικός προορισμός χαμηλού κόστους. Θέλουμε να είμαστε ανταγωνιστικοί ως προς τη φορολογία, την ποιότητα του ανθρώπινου δυναμικού μας, τη λειτουργία του κράτους, τη διαφάνεια, την ανεξαρτησία των θεσμών. Όχι, όμως, ως προς το κόστος εργασίας.
Αυτή είναι, λοιπόν, η μεταρρυθμιστική πρόκληση που έχουμε μπροστά μας και που μας θέτει όλους προ των ευθυνών μας. Η “Έκθεση Πισσαρίδη” είναι ένας οδικός χάρτης που μας οδηγεί σε αυτήν την κατεύθυνση και ένας οδικός χάρτης ο οποίος έχει στη διάθεσή του και τα πρόσθετα πολεμοφόδια του Ταμείου Ανάκαμψης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που για πρώτη φορά θέτει στη διάθεση του μετασχηματισμού της χώρας σημαντικότατα κεφάλαια από το 2021 και μετά, τα οποία και πρέπει να αξιοποιηθούν ακριβώς στην κατεύθυνση την οποία συνιστά το “Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία”. Και νομίζω ότι αυτές είναι και οι προτεραιότητες που αποτυπώνονται στο προσχέδιο το οποίο έχει στείλει η Ελληνική Κυβέρνηση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς με τις προτάσεις της για το RRF για το Ταμείο Ανάκαμψης.
Σταματώ εδώ. Και πάλι θέλω να σας πω ένα μεγάλο ευχαριστώ για την πολύ συστηματική δουλειά που κάνετε και πιστεύω ότι αυτό το κείμενο το οποίο έχει συνταχθεί θα είναι ένα σημείο αναφοράς για το μέλλον και πρέπει να αποτελεί έναν όσο το δυνατόν πιο υπερκομματικό οδηγό για σημαντικές προτεραιότητες στις οποίες πάνω απ’ όλα, πρέπει, να συμφωνήσουμε ως κοινωνία ότι πρέπει να θέσουμε και στη συνέχεια προφανώς θα πρέπει να υλοποιήσουμε τις σχετικές πολιτικές που θα μας επιτρέψουν να πετύχουμε τους στόχους που έχουμε θέσει.
Και πάλι ένα μεγάλο ευχαριστώ».
Ο Πρόεδρος της Επιτροπής και κάτοχος του βραβείου Νόμπελ, καθηγητής Χριστόφορος Πισσαρίδης, στην τοποθέτηση του τόνισε, μεταξύ άλλων:
«Σας παρουσιάζουμε σήμερα την τελική μας έκθεση για ένα πρόγραμμα οικονομικών δράσεων που θα ενισχύσει την αναπτυξιακή δυναμική της χώρας σε βιώσιμη βάση. Κεντρικός στόχος των εισηγήσεων μας είναι ο εκσυγχρονισμός της χώρας που θα έχει ως αποτέλεσμα τη συστηματική αύξηση του κατά κεφαλήν πραγματικού εισοδήματος, ώστε αυτό να συγκλίνει σταδιακά με τον μέσο όρο της ΕΕ.
Επιπλέον,βασικοί στόχοι κατά τη διαδικασία σύγκλισης είναι η ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής, κυρίως μέσω της κοινωνικής κινητικότητας και της αναβάθμισης των ευκαιριών για τα περισσότερο αδύναμα νοικοκυριά, και η βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεων. Όπως θα δείτε, έχουμε προσθέσει πολλές νέες κατευθύνσεις στην ενδιάμεση έκθεση που σας παρουσιάσαμε τον περασμένο Ιούλιο. Το πρόγραμμα δράσεων που προτείνουμε συμβάλλει στην τεχνολογική αναβάθμιση της Ελλάδας, με ψηφιακές υποδομές και με μεγαλύτερες και πιο παραγωγικές εξωστρεφείς εταιρείες.
Θα προκαλέσει επίσης την αύξηση της απασχόλησης, τόσο μέσω της μείωσης της ανεργίας όσο και μέσω της αύξησης της συμμετοχής στην αγορά εργασίας υποαπασχολούμενων ομάδων του πληθυσμού, όπως οι γυναίκες και οι νέοι. Είναι σημαντικό όταν υλοποιούνται οι δράσεις που προτείνουμε να υπάρχει ιδιοκτησία και υποστήριξη αυτών από τους υπεύθυνους στον δημόσιο και πολιτικό τομέα και από το μέρος του πληθυσμού που επηρεάζεται άμεσα. Είναι επίσης σημαντικό να ακολουθηθεί μια σειρά προτεραιοτήτων στην υλοποίηση που αυξάνει την αποτελεσματικότητα τους, λόγω συμπληρωματικότητας των επιμέρους δράσεων. Αυτά είναι θέματα που αναλύονται με λεπτομέρεια στην τελική μας έκθεση».
Ο Αναπληρωτής πρόεδρος της Επιτροπής, Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ & καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών Νίκος Βέττας, μεταξύ άλλων, σημείωσε:
«Επιτρέψτε μου να τονίσω, εισαγωγικά, τρία κεντρικά σημεία της προσέγγισης μας. Πως
χωρίς τις απαραίτητες δομικές παρεμβάσεις, η ανάκαμψη της οικονομίας μετά τη λήξη της
τρέχουσας πρωτοφανούς κρίσης δεν θα έχει την απαραίτητη διάρκεια και ένταση για
πραγματική σύγκλιση με τις άλλες οικονομίες της Ευρώπης. Πως μέτρα που βελτιώνουν την
αποτελεσματική λειτουργία του δημόσιου τομέα και των αγορών, ενισχύουν και την
κοινωνική συνοχή και ιδίως τα πιο αδύναμα νοικοκυριά – αυτό ισχύει και για τμήματα του
πληθυσμού που σήμερα βρίσκονται σε μειονεκτική θέση, όπως οι νέοι και οι γυναίκες και
που χωρίς την πληρέστερη ενσωμάτωσή τους στην οικονομία, ισχυρή ανάπτυξη
μεσοπρόθεσμα δεν θα είναι εφικτή. Και πως ο ρόλος του ανθρώπινου κεφαλαίου είναι
κομβικός και θα επιτρέψει και την αύξηση του περιεχομένου της παραγωγής σε
τεχνολογία».
Στην τηλεδιάσκεψη από την «Επιτροπή Πισσαρίδη» έλαβαν μέρος ο επικεφαλής της επιτροπής, καθηγητής του London School of Economics και του Πανεπιστήμιο Κύπρου, Χριστόφορος Πισσαρίδης, ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών & Γεν. Δ/ντής ΙΟΒΕ, Νίκος Βέττας, ο καθηγητής του London School of Economics, Δημήτρης Βαγιανός και ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Yale, Κώστας Μεγήρ.
Συμμετείχαν ο Υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας, ο Υπουργός Ανάπτυξης & Επενδύσεων, Άδωνις Γεωργιάδης, ο Υπουργός Επικρατείας, Γιώργος Γεραπετρίτης, ο αναπληρωτής Υπουργός Οικονομικών, Θεόδωρος Σκυλακάκης, ο Υφυπουργός παρα τω Πρωθυπουργώ, αρμόδιος για τον συντονισμό του Κυβερνητικού έργου, Άκης Σκέρτσος, ο Υφυπουργός παρα τω Πρωθυπουργώ και Κυβερνητικός Εκπρόσωπος, Στέλιος Πέτσας, ο Γενικός Γραμματέας του Πρωθυπουργού, Γρηγόρης Δημητριάδης, ο προϊστάμενος του Οικονομικού Γραφείου του Πρωθυπουργού, Αλεξης Πατέλης και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Οικονομικών Εμπειρογνωμόνων, Μιχάλης Αργυρού.