Δεν είμαι βαθιά θρησκευόμενος. Κακά τα ψέματα, οι περισσότεροι δεν είμαστε. Τουλάχιστον φανερά. Ακόμη και στην Ανάσταση πάμε για ένα τέταρτο και μετά τρέχουμε στη μαγειρίτσα και στα λοιπά επίγεια.
Μα σέβομαι απεριόριστα όσους είναι. Σέβομαι απολύτως εκείνους που θεωρούν εσωτερική τους ανάγκη την βαθιά πίστη. Σεβόμουν τον πατέρα που θεωρούσε ανάγκη κι υποχρέωσή του να ψάλλει σε μικρά ερημοκκλήσια. Σεβόμουν τη μάνα μου, ανεξαρτήτως αν θεωρούσα ότι ξεπερνούσε τα όρια ακόμη κι αυτής της θρησκοληψίας. Σεβόμουν και σέβομαι τους ανθρώπους που τέτοιες ημέρες «βαφτίζονται» στην βαθιά κατάνυξη και τους καταλαμβάνει το βαρύ συναίσθημα πένθους και θλίψης.
Πιτσιρικάς, λοιπόν, ακολουθούσα τον πατέρα μου. Και καθώς είχα την ικανότητα να αποστηθίζω όσα άκουγα- χωρίς να καταλαβαίνω τα περισσότερα- όλο εκείνο το βάρος των λόγων, των οποίων το νόημα δεν γνώριζα αλλά αντιλαμβανόμουν, από την κρατούσα ατμόσφαιρα, την βαρύτητά τους- ένιωθα την ανάγκη να προσαρμοσθώ στο γενικότερο κλίμα.
Από την Μεγάλη Δευτέρα, όλα άλλαζαν. Νηστεία, καθημερινός εκκλησιασμός, συζήτηση με τον πατέρα και την μητέρα, καθώς οι απορίες μου ήταν πολλές.
Γιατί λένε «Μεγάλη Δευτέρα ο Χριστός με την μαχαίρα;»..
Και μου εξηγούσε ο πατέρας, για να έλθει την επομένη η άλλη απορία.
Γιατί λέμε «Μεγάλη Τρίτη, ο Χριστός εκρύφτη;».
Και φθάναμε στην Μεγάλη Πέμπτη, όπου «Ο Χριστός ευρέθη»!
Κι εκεί άρχιζε η αγωνία. «Και τί θα γίνει τώρα που τον βρήκαν οι γραμματείς και οι Φαρισαίοι;»… Ήταν δε τόσο το βάρος των ημερών, που, μικρός, είχα τρομερά αντιπαθήσει τον θείο μου, αδελφό της μάνας μου, που ήταν γραμματεύς Πρωτοδικών!
«Καλά, είναι γραμματεύς; Από εκείνους που σταύρωσαν τον Χριστό;», ρώτησα μια φορά τη μάνα μου, αλλά η απάντησή της δεν μου φάνηκε πολύ πειστική. «Όχι, παιδί μου, ο θείος απλώς γράφει αυτά που λέγονται στο δικαστήριο»!
Δικαστήριο; Και μόνο που άκουσα την λέξη «Δικαστήριο», την συνέδεσα με όσα έβλεπα στο σινεμά κάθε Μεγαλοβδομάδα, στον μαυρόασπρο «Ιησού τον Ναζωραίο!
Μεγαλώνοντας, άρχισα να καταλαβαίνω, άρχισα να διαβάζω και να συμπαθώ τον άκακο θείο!
Και θυμάμαι ακόμη εκείνη την «ατάκα» που είχε ξεσηκώσει ο πατέρας μου από τον Αλέκο Σακελάριο. Τότε, που μια Κυριακή των Βαΐων, που τρώγαμε όλοι μαζί ψάρια εμφανίστηκε ο θείος με… τα παντελόνια του ξεκούμπωτα στο «ευαίσθητο σημείο» κι ο πατέρας μου τον υποδέχθηκε αναφέροντας «Ιδού, ο Νυμφίος έρχεται, εν τω μέσω… ανοιχτός»!…
Την Μεγάλη Πέμπτη, λοιπόν, η ατμόσφαιρα βάραινε από το πένθιμο χτύπημα της καμπάνας. Την χτυπούσε ο κυρ-Απόστολος, ο νεωκόρος, καθώς τότε δεν είχαμε ακόμη καμπάνες ρυθμιζόμενες με φωτοκύτταρα! Κι όταν κουραζόταν, μας άφηνε κι εμάς, τα πιτσιρίκα να την χτυπάμε, κρατώντας τον πένθιμο, βαρύ ρυθμό…
Την Μεγάλη Πέμπτη το πρωί κοινωνούσαμε κι έτσι το μεσημέρι τρώγαμε λάδι! Το μενού είχε ή τοματόσουπα, ή σκορδομακάρονα, ελιές ,κρεμμύδι και πατάτες βραστές ή κουνουπίδι. «Εις οσμήν ευωδίας», που λένε…
Και το βράδυ, κορυφωνόταν το πένθος και μεγάλωνε ο κόμπος στο στήθος, με το «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου». Και μετά το σφυρί του νεωκόρου να χτυπάει τι ξύλινες σφήνες που στήριζαν τον Σταυρό. Κι εγώ έκλεινα τα μάτια και νόμιζα ότι κάρφωναν τον Χριστό. Κι έκλαιγα, σκουπίζοντας γρήγορα τα δάκρυά μου…
Κι ύστερα η Μεγάλη Παρασκευή. Με το ωραιότερο τροπάριο/εγκώμιο της Χριστιανοσύνης. «Ω γλυκύ μου έαρ»… «Αι γενεαί πάσαι»…
Κι ο στολισμός του Επιτάφιου. Από τα κορίτσια. Απωθημένο μου έμεινε για πολλά χρόνια το γεγονός ότι, όπως όλα τ’ αγόρια, με έδιωχναν από τον στολισμό, αφού έτσι πρόσταζε ο πάτερ!
Μετά, ο επιτάφιος! Οι ψαλμωδίες, η λιτάνευση σ’ όλη την γειτονιά. Τα φαναράκια με τα κεράκια. Που δεν έπρεπε να τα χαλάσουμε επειδή θα χρειαζόντουσαν στην Ανάσταση για να μεταφέρουμε το Άγιο φως στο σπίτι και να κάνει ο πατέρας μου τον σταυρό στην εξώπορτα.
Μνήμες, σήμερα. Πιτσιρικαρίας και μιας άλλης εποχής.
Μιας εποχής που η Μεγάλη εβδομάδα δημιουργούσε ένα συνεχή κόμπο στο στήθος…
Την καλημέρα μου!