Η υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης, το 1923, υπήρξε η απαρχή της ίδρυσης του σύγχρονου τουρκικού κράτους αφού μετά από τρεις μήνες έγινε η ανακήρυξη της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Η ανακήρυξη, ήταν μεταξύ άλλων μια σοβαρή προσπάθεια του Κεμάλ Ατατούρκ (όπως αποκλήθηκε αργότερα ο Μουσταφά Κεμάλ) για την αποκοπή της νέας Τουρκίας από το οθωμανικό παρελθόν της, τον εκδημοκρατισμό της και την πορεία της προς τη Δύση. Έτσι καταργήθηκε αρχικά το σουλτανάτο κι αργότερα το χαλιφάτο.
Η προσπάθεια αυτή του Κεμάλ ήταν ταυτισμένη με τις εθνοκαθάρσεις και την πολιτική του εκτουρκισμού που είχαν ξεκινήσει από την εποχή των Νεοτούρκων (Αρμενίων, Ελλήνων, Χαλδαίων, Ασσυρίων κλπ) ενώ υπήρξε έντονη μεταρρυθμιστική λογική προς την κατάργηση της Σαρίας, την αντικατάσταση του αραβικού αλφαβήτου από το λατινικό, τον περιορισμό της μουσουλμανικής μαντήλας από τις γυναίκες, την απαγόρευση του παραδοσιακού φεσιού για τους άνδρες, την υποχρεωτική υιοθέτηση επωνύμων και την εισαγωγή σύγχρονου αστικού και ποινικού κώδικα.
Ο Κεμάλ χρησιμοποιούσε ένα βασικό απόφθεγμα: «Ερχόμαστε από την Ανατολή και πορευόμαστε προς τη Δύση»… Ήταν διφορούμενο αλλά είναι πια σαφές ότι δεν εννοούσε την κατάκτηση της Δύσης αλλά την προσαρμογή της χώρας του προς αυτή.
Ένα ιστορικό ερώτημα που παραμένει αναπάντητο είναι αν ο Κεμάλ τα κατάφερε. Η απάντηση είναι διττή. Από τη μια, οι μεγάλες μάζες της Ανατολίας, οι αμόρφωτες και φτωχότερες δεν μπόρεσαν σχεδόν ποτέ να ενστερνιστούν τα νέα δεδομένα και ν’ αποκοπούν από παγιωμένες αντιλήψεις αιώνων. Ο Κεμάλ αυτούς δεν τους έπεισε αλλά ας μη λησμονούμε ότι ουσιαστικά κυβερνούσε για περισσότερα από είκοσι χρόνια σε καθεστώς μονοκομματικής ημιδικτατορίας, άρα επέβαλλε τις θελήσεις του σ’ αυτές τις μάζες. Από την άλλη, οι μορφωμένες τάξεις, οι κοινωνικές και οικονομικές ελίτ ενστερνίστηκαν αμέσως τα σχέδια του. Οι ελίτ του κεμαλισμού ουσιαστικά έβαλαν σε καθεστώς πλήρους ελέγχου τον θρησκευτικό ισλαμικό φονταμενταλισμό, ειδικά μετά τον θάνατό του (1938) και μέχρι τη χαραυγή της δεκαετίας του εξήντα, του 20ου αιώνα.
Ο πρώτος που «έσπασε» τα αυστηρά αντιισλαμικά δεδομένα ήταν ο Μεντερές που τα χαλάρωσε εφαρμόζοντας μια ήπια πολιτική εκμετάλλευσης του θρησκευτικού συναισθήματος των μαζών. Κι ανετράπη από τους κεμαλικούς με πραξικόπημα του στρατού, που εμφανίστηκε (αρχές της δεκαετίας του εξήντα) ως θεματοφύλακας όσων είχε διακηρύξει ο Κεμάλ.
Έκτοτε και επί δεκαετίες ο στρατός επενέβη συστηματικά κάθε φορά που ο κεμαλισμός κινδύνευε να κατακρημνιστεί και ν’ αλλάξει ρότα η Τουρκία.
Το πρώτο ρήγμα στον κεμαλισμό υπήρξε όταν εμφανίστηκε στα πολιτικά δρώμενα της Τουρκίας ο Νετσμετίν Ερμπακάν με απόψεις που αμφισβητούσαν σοβαρά την κοσμικότητα στον χαρακτήρα του τουρκικού κράτους. Το δε 1996 έγινε ο πρώτος ισλαμιστής πολιτικός που ανέλαβε την πρωθυπουργία στην Τουρκία. Το πείραμα διήρκησε μόνο ένα χρόνο καθώς ο Ερμπακάν ανετράπη με απαίτηση του τουρκικού στρατού! Είχε, όμως, ανοίξει το δρόμο στον Ερντογάν που νίκησε στις εκλογές του 2002 με το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης, αλλά δεν εξελέγη βουλευτής, ούτε μπόρεσε να αναλάβει άμεσα την πρωθυπουργία λόγω προηγούμενης καταδίκης του με την κατηγορία της δημόσιας απαγγελίας ποιήματος με ισλαμιστικό περιεχόμενο. Τελικά, έγινε πρωθυπουργός το 2003, θέση που διατήρησε έως τον Αύγουστο του 2014, οπότε μεταπήδησε στην προεδρία της δημοκρατίας.
Ο Ερντογάν, όχι μόνο συγκρούστηκε με το κεμαλικό κατεστημένο, αλλά κατάφερε να βγει και νικητής εξ αιτίας της λαϊκής στήριξης που ήταν αποτέλεσμα της προόδου και της ανάταξης της τουρκικής οικονομίας. Αυτή, έγινε χάριν στην βοήθεια της Δύσης (!!!) και κυρίως της Γερμανίας και των δορυφόρων της.
Δηλαδή, έχουμε το οξύμωρο γεγονός η Δύση να βοηθά τον Ερντογάν που κατά βάθος ήθελε ν’ αποκόψει τη χώρα του από την πορεία της προς αυτήν!
Ο Ερντογάν, κακά τα ψέματα, στο διάστημα αυτών των σχεδόν είκοσι χρόνων έχει αποκαθηλώσει τον Κεμάλ Ατατούρκ, έχει ακυρώσει στην πράξη πολλές παρακαταθήκες του και συστηματικά τον αναιρεί από τις συνειδήσεις των νέων γενιών στην Τουρκία. Κι είναι ολοφάνερο πια ότι προτάσσει αυτό που πίστευε πάντα, ότι δηλαδή η Τουρκία πρέπει να επανασυνδεθεί με το οθωμανικό της παρελθόν και θα καταστεί πάλι περιφερειακή υπερδύναμη! Είτε με την κυριαρχία της στον σουνιτικό μουσουλμανικό κόσμο είτε με την καθοριστική της επιρροή στα γεωγραφικά όρια της παλιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εξ ου κι ο εναγκαλισμός του με τους «αδελφούς Μουσυλμάνους».
Εδώ, μέσα από την ιστορική διαδρομή, προκύπτει κι άλλο ερώτημα: Ο Κεμαλισμός είχε φέρει τον Τουρκία κοντά στη Δύση κι ο νεοωθωμανισμός του Ερντογάν την απομακρύνει;
Η απάντηση μάλλον είναι απλή: Η Τουρκία επί της ουσίας κι εις βάθος δεν υπήρξε ουσιαστικά ποτέ δυτικό κράτος. Ο εκδυτικισμός λειτούργησε περισσότερο ως επίφαση. Ίσως και από την στρατιωτική ανάγκη της Δύσης να βρίσκεται στους κόλπους της. Ποτέ, λοιπόν η Δύση δεν μπήκε στο dna της τουρκικής κοινωνίας και πάντως δεν μπήκε στις μεγάλες μάζες της βαθιάς Ανατολής.
Εξ ου και είναι σαφές ότι πλέον ο κεμαλισμός διαθέτει ως αντίπαλο δέος τον ερντογανισμό! Ακόμη κι ως κρατική ιδεολογία αφού ο σουλτάνος κυβερνά πλέον ανενόχλητος κι αυταρχικά, κάτω από την επίφαση της δημοκρατικής νομιμοποίησης. Φυλακίζει πολιτικούς αντιπάλους, δημοσιογράφους που του ασκούν κριτική, φιμώνει δημοκρατικές φωνές και τελικά έχει απασφαλίσει εναντίον των πάντων, σημειολογικά επηρμένος από τα χίλια δωμάτια που έφτιαξε στο σαράι του…
Όμως, το βέβαιο είναι ότι ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός έχει βαθύτατες ρίζες στην τουρκική κοινωνία, αντίστοιχες της Ορθοδοξίας στη χώρα μας. Ο δε Ερντογάν απλώς του έδωσε αέρα και τον κατέστησε πλειοψηφικό ρεύμα…
Τα ερωτήματα που προκύπτουν πια είναι δυο:
Α. Θα παραμείνει πλειοψηφικό ρεύμα χωρίς τον Ερντογάν;
Β. Θα παραμείνει πλειοψηφικό ρεύμα με τη συνεχή υποβάθμιση της τουρκικής οικονομίας που πλήττει τις φτωχές μάζες που είναι οι βασικοί του υποστηρικτές;
Όπως και νάναι, όταν μιλάμε για την Τουρκία, τον Ερντογάν, τις κινήσεις του, τις προθέσεις του, πρέπει να γνωρίζουμε ή να θυμόμαστε την ιστορία και να μελετάμε τα δεδομένα…